Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Πλεόνασμα έχουμε. Από σχέδιο μάς βρίσκεται κάτι;

Περίσσευε η αισιοδοξία που απέπνεε το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Ο λογογράφος φαίνεται να είχε μεγάλα κέφια και έριξε αρκετές δόσεις αισιοφροσύνης και οπτιμισμού στο κείμενο. Επιστράτευσε τα κλασσικά ευοίωνα επιχειρήματα ότι «αφήσαμε τα δυσκολότερα πίσω μας», χωρίς να παραλείψει και το στερεότυπο για «το φως στην άκρη του τούνελ», που «τώρα απλώς αρχίζει να αχνοφαίνεται», ενώ έψεξε και τους… «μεμψίμοιρους», χωρίς πάντως, να τους δώσει και ιδιαίτερη σημασία.
Μέρες γιορτής, όπως είναι αυτές, δεν είναι παράδοξο ένας κυβερνήτης να στέλνει θετικά μηνύματα στους πολίτες. Πολύ περισσότερο όταν η πλειονότητα των πολιτών, στους οποίους απευθυνόταν το πρωθυπουργικό μήνυμα, μέσα στις δυσκολίες και στις ανατροπές που έφεραν στη ζωή τους τα έξι χρόνια της ύφεσης, έχουν ανάγκη από κάτι να κρατηθούν. Χρειάζονται μια ελπίδα ότι οι θυσίες στις οποίες υποβάλλονται δεν είναι μάταιες και κάπου οδηγούν.
Βλέποντας στην τηλεόραση τον κ. Σαμαρά να κάνει ουσιαστικά τον απολογισμό της 18μηνης θητείας του και να επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα ως τον απόλυτο άθλο της διακυβέρνησής του την επίτευξη του περίφημου, πλέον, πρωτογενούς πλεονάσματος, το τέλος του πρωθυπουργικού μηνύματος με άφησε, προσωπικά, με ένα μεγάλο έλλειμμα, το οποίο δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω εξαρχής.
Διαβάζοντας ξανά και ξανά τις χίλιες λέξεις που είχε διαβάσει και ο πρωθυπουργός από το «auto cue», νομίζω ότι βρήκα το λόγο. Από το ιδιαιτέρως αισιόδοξο αυτό μήνυμα απουσίαζε παντελώς μια κρίσιμη λέξη, η λέξη «σχέδιο». Δεν ξέρω αν απλώς διέλαθε της προσοχής του λογογράφου ή αν η συγκριμένη παράλειψη μαρτυρά εκείνο ακριβώς που λείπει από την διακυβέρνηση της χώρας.
Δεν πάει, εξάλλου, πολύς καιρός που ο υπουργός των Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας παραδεχόταν –κυνικά, κατά ορισμένους, αλλά σίγουρα με επίγνωση που δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν - ότι «το μνημόνιο που έχουμε, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, είναι ίσως το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους στόχους, δεσμευτικούς για το σύνολο του ελληνικού κράτους, είτε μας αρέσει είτε όχι».
Πέρασαν έκτοτε περισσότεροι από τρεις μήνες και η ομολογία του κ. Στουρνάρα όχι μόνον δεν έχει αναιρεθεί, αλλά μάλλον επιβεβαιώνεται κάθε μέρα που περνά. Υπάρχει, βεβαίως, σε εκκρεμότητα το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2014-2017, το οποίο αναμένει την έγκριση της τρόικας. Χωρίς να έχει δει τη δημοσιότητα ακόμη, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι και αυτό θα κινείται στη λογική των προηγούμενων -τροϊκανής έμπνευσης- σχεδίων που δίνουν έμφαση στην δημοσιονομική προσαρμογή –ξέρετε περικοπές δαπανών και όποιος… αντέξει- και αδιαφορούν για την ανάγκη να αποκτήσει η Ελλάδα ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στους τομείς της οικονομίας της που διαθέτει ή μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Από τα πιο μεγάλα ζητήματα ως τα πιο μικρά, η έλλειψη συγκροτημένου σχεδίου αποτελεί, δυστυχώς, τον κανόνα. Γιατί μη μου πει κανένας ότι κατάλαβε σε πιο σχέδιο εντάχθηκε το καλοκαιριάτικο «μαύρο» στην ΕΡΤ, με αποτέλεσμα έξι μήνες μετά να ξεκινά η ελληνική Προεδρία χωρίς μια Δημόσια Τηλεόραση που να βλέπεται και με τους ιθύνοντες να έχουν καταπατήσει όλες τις δεσμεύσεις τους;
Δε νομίζω, επίσης, να αντιλήφθηκε κανείς σε πιο σχεδιασμό αναδιάρθρωσης του δημοσίου ήταν ενταγμένη η διάλυση της Δημοτικής Αστυνομίας ή η απόλυση των σχολικών φυλάκων όταν στο δημόσιο παραμένουν άχρηστοι οργανισμοί και δεν έχει γίνει ακόμη καμιά ουσιαστική αξιολόγηση δομών και στελεχών της διοίκησης;
Για να μην αναφερθούμε στα ακόμη πιο απογοητευτικά προγράμματα για την ανεργία, όπως η περίφημη Κοινωνική Εργασία (τι ωραία, αλήθεια, λέξη;), που κατάντησαν να είναι μηχανισμοί διανομής επιδομάτων, χωρίς σχεδόν την παραμικρή συμβολή στην εξεύρεση μιας αξιοπρεπούς θέσης εργασίας για τους επιδοτούμενους ανέργους.
Γι΄ αυτό, καλό και… άγιο είναι το πλεόνασμα που έφεραν κατά βάση οι οριζόντιες περικοπές μισθών συντάξεων και παροχών, αλλά δεν αποτελεί δα και την… πανάκεια. Πολύ περισσότερο που ο κοινωνικός πόνος που προκάλεσε η επίτευξή του δεν απαλύνεται με αισιόδοξες νότες στα πρωθυπουργικά μηνύματα.
Χρειάζεται πολύ περισσότερα. Και πριν από όλα απαιτεί, έστω και τώρα, ένα στρατηγικό σχέδιο για την πορεία εξόδου της χώρας από το μνημονιακό τούνελ, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την παρούσα κυβέρνηση ή άλλη, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει μέσα στο 2014.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 31.12.2013)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί οι Κύπριοι διαψεύδουν τους "μυαλοπώληδες" των Αθηνών

                Όταν την περασμένη άνοιξη η Κύπρος οδηγούνταν στο δικό της Μνημόνιο έπειτα από τη σκληρή και πρωτόγνωρη απόφαση του Eurogroup να «κουρέψει» τις καταθέσεις και ουσιαστικά να διαλύσει το κυπριακό τραπεζικό σύστημα, οι κραυγές και οι οιμωγές για την επερχόμενη καταστροφή της Μεγαλονήσου που ακούστηκαν στην Αθήνα ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που ακούστηκαν στη Λευκωσία.
Υποτίθεται ότι εμείς οι «Ελλαδίτες», όπως μας αποκαλούν οι Κύπριοι αδελφοί, ξέραμε καλύτερα, αφού είχαμε ήδη τριετή μνημονιακή εμπειρία. Και γι΄ αυτό διάφοροι «μυαλοπώληδες» εξ Αθηνών, δεν αρκέστηκαν στις νουθεσίες, αλλά ταξίδεψαν στην κυπριακή πρωτεύουσα για να πείσουν τους Κυπρίους να πουν ένα ηρωικό «όχι», απορρίπτοντας το αναμφισβήτητα σκληρό πρόγραμμα διάσωσης που τους προτάθηκε και αρνούμενοι να δεχθούν την τρόικα.
Εννιά μήνες μετά και σε πείσμα όλων όσοι προειδοποιούσαν για τη νέα «Κατοχή» του νησιού, όπως καταδεικνύεται από πολύ πρόσφατη δημοσκόπηση, οι Κύπριοι αξιολογούν, σε ποσοστό 63%, ως θετικούς τους χειρισμούς που έκανε η κυβέρνηση τους από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα, ενώ το 59% θεωρούν ότι η προσήλωση στο Μνημόνιο θα φέρει αποτελέσματα και το 61% πιστεύει δεν θα χρειαστεί η υπογραφή νέου Μνημονίου.
Οι απαντήσεις αυτές των Κυπρίων δεν προκαλούν έκπληξη σε όσους έχουν μια στοιχειώδη, έστω, εικόνα για τις αισιόδοξες προοπτικές της κυπριακής οικονομίας που αποτυπώνονται σε όλες τις τελευταίες εκθέσεις και δείχνουν ότι η προβλεπόμενη ύφεση, τόσο τη χρονιά που φεύγει όσο και την επόμενη, θα είναι τελικά μικρότερη από την προϋπολογισθείσα, ενώ η χώρα θα καταγράψει ήδη από τον φετινό χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της.
Τα επίσημα στοιχεία, αλλά και η θετική προαίρεση των Κυπρίων, δείχνουν ότι η Μεγαλόνησος είναι πολύ πιθανό να απαλλαγεί από τον ασφυκτικό μνημονιακό κορσέ συντομότερα από όσο μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα που παραμένει παγιδευμένη στην ύφεση για έκτη χρονιά και το περίφημο φως στο βάθος του τούνελ αργεί να φανεί. Γιατί άραγε;
Είναι αλήθεια ότι η κυπριακή οικονομία, λόγω μεγέθους και όχι μόνον, δεν συγκρίνεται με την ελληνική, όπως και ότι τα προβλήματα που οδήγησαν στην ανάγκη για εφαρμογή σχεδίου διάσωσης ήταν διαφορετικά, αφού στη Λευκωσία ο «ασθενής» ήταν το υπερτροφικό τραπεζικό σύστημα και στην Αθήνα τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα και ο δυσθεώρητος κρατικός δανεισμός.
Κατά την άποψη πολλών, όμως, όπως και του γράφοντος, δεν είναι αυτές οι διαφορές που δίνουν στην Κύπρο «προβάδισμα» εξόδου από το μνημόνιο. Είναι, νομίζω, πολύ περισσότερο οι νοοτροπίες που επικρατούν στις κοινωνίες των δύο χωρών, όπως και στις ελίτ που τις καθοδηγούν.
Χωρίς, άλλωστε, να λείπουν και από τη Μεγαλόνησο οι δυνάμεις του εθνολαϊκισμού που ζητούσαν την απόρριψη του σχεδίου διάσωσης και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, φαίνεται ότι τον κυρίαρχο τόνο έδωσαν και δίνουν οι δυνάμεις της λογικής και της υπευθυνότητας, που ήξεραν τι θα πει πραγματική Κατοχή -την βιώνουν, εξάλλου, και άρα δεν χρειάζεται ούτε να την φαντασιώνονται, ούτε να την κατασκευάζουν.
Επιπλέον, στο συλλογικό υποσυνείδητο των Κυπρίων έχει ιστορικά καταγραφεί το αίσθημα της εθνικής αναδημιουργίας που ήταν εκείνο που τους οδήγησε από την καταστροφική τουρκική εισβολή του 1974 στο οικονομικό θαύμα που οικοδόμησαν μέσα σε τρεις δεκαετίες, πετυχαίνοντας την ένταξη της χώρας τους στην ευρωζώνη με πραγματικά οικονομικά στοιχεία και χωρίς τη «δημιουργική» λογιστική που άλλοι –ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε…-επιστράτευσαν.   
Τα πράγματα δεν είναι, βεβαίως, ρόδινα στην Κύπρο, που βιώνει, όπως οι περισσότερες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, μεγάλα προβλήματα με την ανεργία. Η αισιοδοξία των πολιτών της είναι το πρώτο και καθοριστικό βήμα για να ξεπεράσει την κρίση. Και να δείτε που θα την ξεπεράσει πολύ πριν από μας.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 23.12.2013)

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Οι φόροι και ο… θάνατος

            Διαβάζοντας ότι στο συζητούμενο νομοσχέδιο για τη φορολογία, το οποίο επιτέλους βρήκε το δρόμο για τη Βουλή, περιλαμβάνεται ρύθμιση με την οποία την ερχόμενη χρονιά θα υπάρχει σταθερή ημερομηνία υποβολής  των φορολογικών δηλώσεων και καταβολής των δόσεων της φορολογίας που προκύπτει από αυτές, δεν σας κρύβω ότι αιφνιδιάστηκα.
            Σκέφθηκα, αφελώς όπως αποδείχθηκε, πως κάτι αλλάζει σε αυτή τη χώρα και η κυβέρνηση δεν νομοθετεί πλέον ούτε πορεύεται με γνώμονα τις εκλογικές ανάγκες της πλειοψηφίας, αφού το 2014, το οποίο είναι -ούτως ή άλλως- εκλογική χρονιά, για πρώτη ίσως φορά θα είχαμε την καθιέρωση ενός απλού κανόνα που με βάση τα ισχύοντα όλων των προηγούμενων ετών ισοδυναμούσε με… επαναστατική αλλαγή.
            Είχα, βλέπετε, υπόψη μου ότι από πριν από τρεις δεκαετίες τα έντυπα των φορολογικών δηλώσεων, που υποβαλλόταν ακόμη χειρόγραφες, αποστελλόταν στους υπόχρεους τον πρώτο μήνα του νέου χρόνου και είχαν προεκτυπωμένη καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 25η Φεβρουαρίου.
            Με το πέρασμα των ετών, όμως, και καθώς οι εκλογικές χρονιές στη χώρα μας συμβαίνουν χρόνο παρά χρόνο, οι ημερομηνίες πήγαιναν όλο και πιο πίσω, για να μην δυσαρεστηθούν οι φορολογούμενοι, στους οποίους αρκετές φορές στελνόταν πρώτα τα εκκαθαριστικά που ήταν πιστωτικά και είχαν επιστροφή φόρου, ενώ καθυστερούσαν τα χρεωστικά που ταχυδρομούνταν μετά την… απομάκρυνση από την κάλπη.
Κάπως έτσι, με τις συνεχείς παρατάσεις, φθάσαμε φέτος στο αδιανόητο -και μάλλον παγκοσμίως πρωτότυπο- φαινόμενο οι φορολογικές δηλώσεις να υποβάλλονται χωρίς συνέπειες για τους εκπρόθεσμους μέχρι τον Νοέμβριο, ενώ ταυτόχρονα μεγάλη μερίδα των φορολογούμενων καλούνταν, υπό την πίεση της τρόικας, την ίδια περίοδο να πληρώσει φορολογικές υποχρεώσεις προηγουμένων ετών που, για λόγους αβελτηρίας και σκοπιμότητας, οι φορολογικές αρχές είχαν αμελήσει να βεβαιώσουν στην ώρα τους.
Το αποτέλεσμα ήταν να τιναχθούν στον αέρα πολλοί οικογενειακοί προϋπολογισμοί στους οποίους επέπεσε το βαρύ φορολογικό φορτίο και το δημόσιο να σωρεύει ληξιπρόθεσμες οφειλές ακόμη και από όσους εξακολουθούν να διαθέτουν φορολογική συνείδηση σε αυτή τη χώρα όπου κυρίαρχη αντίληψη είναι, δυστυχώς, η λαϊκίστικη προσέγγιση που συχνά εκπέμπεται από τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά πρωινάδικα με την επωδό «το κράτος όπου μπορώ θα το κλέβω»…  
   Υπό αυτή την έννοια, η ρύθμιση να υποβάλλονται πλέον οι φορολογικές δηλώσεις σε σταθερό χρόνο, ανεξάρτητο από τον εκλογικό κύκλο, ήταν ένας -μάλλον ευχάριστος- αιφνιδιασμός για εκείνους που θέλουν ένα σταθερό περιβάλλον βεβαιότητας και συνέπειας που να επιτρέπει στοιχειώδη προγραμματισμό. Φεύ, όμως!
Η κυβέρνηση, ενστερνιζόμενη αντιρρήσεις βουλευτών, έσπευσε να υπαναχωρήσει και η αλλαγή μετατέθηκε για του… χρόνου, χωρίς φυσικά να αποκλείεται πως, εφόσον συμβεί να είναι εκλογική χρονιά και το 2015, να μετατεθεί για το 2016 και πάει λέγοντας.
Εδώ που τα λέμε δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτε περισσότερο από ένα πολιτικό σύστημα που δεν κατάφερε ενάμισι χρόνο τώρα να σχεδιάσει έναν δίκαιο φόρο ακινήτων και χρειάστηκε η επιμονή των πιστωτών της χώρας για να υιοθετηθεί το συζητούμενο στη Βουλή σχέδιο ώστε να μην παραταθεί το οριζόντιο «χαράτσι», όπως μάλλον προτιμούσαν αρκετοί από τους βουλευτές που δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν την ιδιαίτερη πελατείας τους, αδιαφορώντας για το συλλογικό δημόσιο συμφέρον. 
Ξέρω ότι είναι απολύτως αντιδημοφιλές, σε μια χώρα που η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή έχει αναδειχθεί σε εθνικό σπορ, να υπερασπίζεσαι την αυτονόητη αλήθεια ότι η φορολογία είναι το μόνο μέσο αναδιανομής των εισοδημάτων υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά ομάδων που διαθέτει το κράτος, όπως και ότι η διαιώνιση του φορολογικού χάους τους μόνους που ευνοεί είναι εκείνους τους ισχυρούς που θα βρίσκουν πάντοτε «παράθυρα» να μην εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.
Σε σοβαρές χώρες, όπως, π.χ. η Αμερική στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει η ρήση ότι «σε αυτή τη ζωή από δύο πράγματα δεν μπορείς να γλιτώσεις: από τους φόρους και το θάνατο». Εδώ, εμείς προτιμούμε μόνον τον δεύτερο, δηλαδή τον… θάνατο και δη τον αργό οικονομικό θάνατο στον οποίο μας οδηγεί ένα πολιτικό σύστημα που δεν θέλει να δει την αλήθεια κατάματα και να την αντιμετωπίσει.  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.12.2013)

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ζητείται Έλληνας… Ρέντσι

«Από πλευράς προσέλευσης πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι ήταν πολλά τα άσπρα μαλλιά. Από αυτή την άποψη, θέλει πολλή δουλειά. Να πείσουμε ότι αυτή η κίνηση είναι όντως η πιο νεανική που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα», σχολίασε ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, που ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας που οργάνωσε η πρωτοβουλία των «58» για την ενοποίηση της Κεντροαριστεράς.

Ο καθηγητής Αλιβιζάτος είναι 64 ετών και η δική του ηλικία μάλλον αποτελούσε τον μέσο όρο όσων βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο θέατρο Ακροπόλ, όπου κυριαρχούσαν οι… «ασπρομάλληδες». Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διάγει το 77ο έτος και ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος του, για να αναφερθούμε σε δύο από τους πλέον επιφανείς πολιτικούς της «παλαιάς φρουράς» που η παρουσία τους σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως.

Ο επίσης παρών στην εκδήλωση πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος μπορεί να κλείνει… μόλις τα 57 του στην αρχή του νέου χρόνου, αλλά η έντονη παρουσία του στα πολιτικά πράγματα την τελευταία 25ετία τον καθιστά δυσανάλογα μεγαλύτερο από τη βιολογική του ηλικία, χαρακτηριστικό που βαραίνει και πολλούς ακόμη πολιτικούς της γενιάς του αλλά και της αμέσως προηγουμένης, όπως ο -απών από την περί ης ο λόγος σύναξη- 65χρονος πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.

Το ίδιο βράδυ στη γειτονική μας Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι, άρτι εκλεγείς στην ηγεσία του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς, του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως λέγεται τώρα το μετεξελιγμένο -πάλαι ποτέ- Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Παλμίρο Τολιάτι και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρουσίαζε τη νέα 12μελή γραμματεία του κόμματός του που απαρτίζεται από πέντε άνδρες και επτά γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη.

Μόλις στα 38 του και έχοντας στο ενεργητικό του μια πετυχημένη θητεία δημάρχου στη Φλωρεντία, ο Ματέο Ρέντσι κινητοποίησε την περασμένη Κυριακή δυόμισι εκατομμύρια Ιταλούς, οι οποίοι πήγαν στις εσωκομματικές κάλπες που έστησε το Δημοκρατικό Κόμμα και τον ανέδειξαν πανηγυρικά στην ηγεσία της Κεντροαριστεράς, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσε απέναντι του ο παραδοσιακός μηχανισμός του κόμματός του.

Σε μια γερασμένη, όσο και η Ελλάδα, χώρα, στην οποία ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έχει την ηλικία του Παρασκευά Αυγερινού και ο μέχρι πριν από ένα χρόνο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που είναι συνομήλικος του Κώστα Σημίτη, δεν λέει να το βάλει κάτω, ο Ρέντσι με μια επιθετική προεκλογική καμπάνια επέμεινε στο ανανεωτικό εγχείρημα που σηματοδοτούσε η υποψηφιότητά του και βγήκε νικητής, παρότι πριν από περίπου ένα χρόνο είχε χάσει στην κούρσα των προκριματικών εκλογών για την πρωθυπουργία από τον «γκρίζο» Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι.

«Ξεκινάμε μια νέα πορεία. Η γενιά που ήταν στο γυμνάσιο όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, αναλαμβάνει το πηδάλιο», είπε ο μεταρρυθμιστής δήμαρχος της Φλωρεντίας στις πρώτες δηλώσεις μετά την εκλογή του στη θέση του γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος με ποσοστό 69%, για να συμπληρώσει: «Θα ζητήσουμε τη βοήθεια των γηραιότερων, αλλά η ευθύνη, τώρα, είναι δική μας».

Επιστρέφοντας στα δικά μας, δεν μπορεί παρά να νοιώσει κανείς απογοήτευση αναλογιζόμενος ότι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ευρύτερο πολιτικό στερέωμα μοιάζουν να είναι στα πράγματα όχι μόνον από την πτώση του τείχους στην πάλαι ποτέ διαιρεμένη γερμανική πρωτεύουσα, αλλά ίσως και από την ίδια την ανοικοδόμησή του, στην οποία το δυναμικό ορισμένων, τουλάχιστον, εγχώριων πολιτικών δυνάμεων ευχαρίστως, αν ήταν στο χέρι τους, θα συνέβαλαν να… ξανακτιστεί.

Γιατί, βλέπετε, το ζήτημα της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι μόνον ηλικιακό, είναι μάλλον πολύ περισσότερο θέμα νοοτροπιών που μοιάζουν εμπεδωμένες στις ηγετικές ομάδες των παλαιών αλλά και των νεοπαγών κομμάτων της ελληνικής πολιτικής που, παρά την κρίση, παραμένουν προσκολλημένα στο παρελθόν. Και δεν θέλουν να αλλάξουν σε τίποτε, καθοδηγώντας, μάλιστα, την ελληνική κοινωνία προς την ίδια κατεύθυνση και αναπαράγοντας το ίδιο μοντέλο που οδήγησε στη χρεωκοπία και στην απαξίωση της πολιτικής.

Υπό αυτή την έννοια, η επικράτηση του Ματέο Ρέντσι δεν είναι μόνον σημαντική επειδή ο ίδιος είναι 38άρης και πλαισιώνεται από συνομηλίκους του. Είναι πολύ περισσότερο για τα μηνύματα που εξέπεμψε κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και της γραφειοκρατίας που δεν διακρίνει τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς. Και πάνω από όλα για το ευδιάκριτο δείγμα γραφής που είχε να επιδείξει, ασκώντας την εξουσία στο Δήμο του με πρωτοβουλίες πέρα από τα καθιερωμένα, που έφθασαν μέχρι τη μείωση του προσωπικού τους στο μισό. Αυτά ήταν που τον έφεραν στην κορυφή της ιταλικής πολιτικής σκηνής και τον καθιστούν κεντρικό πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις που αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν στην, επίσης χειμαζόμενη από την κρίση, γειτονική χώρα.

«Ο κόσμος είναι κουρασμένος και απογοητευμένος. Δεν έχει πίστη. Εγώ πιστεύω στην αλλαγή, και γι' αυτό κάνω πολιτική, επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλα μπορούν να αλλάξουν», είπε ο Ματέο Ρέντσι. Και είμαι βέβαιος ότι πολλοί Έλληνες θα ήθελαν να ακούσουν το ίδιο από τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας τους. Αρκεί να τους έπειθε ότι τα εννοεί και να έχει, έστω, προσπαθήσει να τα κάνει πράξη στον προγενέστερο βίο του.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 12.12.2013)

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Μοιρολόγια, ροζ συννεφάκια και στο βάθος η... κάλπη

Η πενθήμερη συζήτηση επί του Προϋπολογισμού που ολοκληρώθηκε τα μεσάνυχτα του Σαββάτου κάθε άλλο παρά δικαίωσε ένα από τα κλασσικά στερεότυπα που συνοδεύουν την κοινοβουλευτική αυτή διαδικασία η οποία, υποτίθεται ότι, αφορά, κατά τη γνωστή επωδό, την έγκριση του «κορυφαίου νομοθετήματος της χρονιάς».
Δεν ήταν μόνο το αμήχανο κλισέ για τα «άδεια έδρανα», στο οποίο παγίως καταφεύγουμε οι δημοσιογράφοι όταν παρακολουθούμε τέτοιες ανιαρές συζητήσεις, που αποτύπωνε τη διαφοροποίηση της φετινής κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης για το κυβερνητικό σχέδιο της οικονομικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί την επόμενη χρονιά. 
Ούτε, βεβαίως, έκαναν τη διαφορά οι προβλέψιμες, στη συντριπτική τους πλειονότητα, βερμπαλιστικές τοποθετήσεις των ομιλητών που εναλλάσσονταν στο βήμα της Βουλής, με τους μεν αντιπολιτευόμενους να συμπεριφέρονται ως… μοιρολογίστρες και τους δε κυβερνητικούς να πασχίζουν να βρουν θετικές αποχρώσεις και νότες αισιοδοξίας.
Λίγο ως πολύ αυτού του είδους οι συζητήσεις σχεδόν πάντα -και με εξαίρεση την «ώρα των αρχηγών»- διεξάγονται με παρόντες ελάχιστους βουλευτές στην αίθουσα. Όπως πάγια είναι και η τακτική των βουλευτών της συμπολίτευσης να αναζητούν επιχειρήματα για να εκθειάσουν υπαρκτά ή ανύπαρκτα κυβερνητικά επιτεύγματα, την ίδια ώρα που οι αγορητές της αντιπολίτευσης επιστρατεύουν τα μελανότερα των χρωμάτων για να περιγράψουν την πραγματικότητα.
Οι συνήθειες αυτές του παρελθόντος, ήταν, δυστυχώς, παρούσες και στη συζήτηση των προηγουμένων ημερών, αποδεικνύοντας σε όσους την παρακολούθησαν ότι δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν νοοτροπίες βαθιές εμπεδωμένες και συνυφασμένες με το λεγόμενο «πολιτικό παιχνίδι» και τους (παλαιούς) κανόνες που αυτό εξακολουθεί να παίζεται.
Με τη χώρα να βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς καλείται να κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την έξοδο από την εξαετή κρίση, αλλά και με τον ίδιο τον συζητούμενο Προϋπολογισμό να είναι «στον αέρα», αφού δεν έχει τύχει της έγκρισης των εταίρων μας, που αποτελεί ανειλημμένη υποχρέωση η οποία δεν σχετίζεται με το Μνημόνιο, θα περίμενε κανείς περισσότερη διάθεση συνεννόησης από τους πολιτικούς ταγούς και λιγότερη προσπάθεια να αποδείξουν ο ένας πόσο πιο... καταστροφικός είναι ο άλλος.
Η στόχευση, ωστόσο, των δύο αντιμαχόμενων πλευρών ήταν σαφές ότι δεν αφορούσε τον Προϋπολογισμό και τις δυσκολίες της εφαρμογής του. Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση δεν έγινε ούτε για τα κονδύλια που περιέχει ούτε για τις οικονομικές εκτιμήσεις που ενσωματώνει. 
Πέρα από τους μάλλον προφανείς ένθεν κακείθεν βερμπαλισμούς, τα μοιρολόγια ή τα ροζ συννεφάκια, με τα οποία διάνθιζαν οι περισσότεροι τις ομιλίες τους, εκείνο που όλοι είχαν κατά νου ήταν οι επερχόμενες κάλπες του προσεχούς Μαΐου, είτε αυτές είναι διπλές (τοπικές και ευρωβουλευτικές), όπως επιμένει η κυβέρνηση, είτε τριπλές (και βουλευτικές, δηλαδή, ταυτόχρονα), όπως επιδιώκει η αντιπολίτευση.
Γι' αυτό και αν κάτι έκανε διαφορετική τη φετινή συζήτηση του Προϋπολογισμού ήταν η αίσθηση ότι αξιοποιήθηκε ως αφορμή για να κηρυχθεί η μακρά προεκλογική περίοδος που διανοίγεται μπροστά μας και στη διάρκεια της οποίας θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά.
Όσο για το προφανές ερώτημα «και τι λέει η τρόικα για όλα αυτά;», που μπορεί να περάσει από το μυαλό κανενός, η απάντηση είναι πολύ… απλή: Τρόικα δεν… υπάρχει. Δεν ακούσατε, άλλωστε, τον Ευάγγελο Βενιζέλο να λέει στον Αλέξη Τσίπρα ότι δεν θα τη βρει για να την διώξει; Εκτός και αν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ζητήσει να γυρίσει πίσω για να κάνει, όπως είπε και η Αλέκα Παπαρήγα, «κομφετί» μπροστά της το Μνημόνιο...

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 8.12.2013)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Η αυτοϋπονόμευση των «επαγγελματιών» της πολιτικής

Αν ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας λαμβάνει υπόψη του τον τρόπο φορολόγησης των βουλευτών, τότε μάλλον έχει δίκιο όταν λέει ότι στην Ελλάδα… δεν υπάρχει υπερφορολόγηση. Όπως δίκιο φαίνεται να έχουν και όσοι υποστηρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα και οι άνθρωποι που το απαρτίζουν είναι ένα από τα βαρίδια που δεν επιτρέπουν την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός με τον οποίο επιφανείς εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου αντιδρούν κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τα «κεκτημένα» που έχουν αποκτήσει την περίοδο της αμέριμνης ευημερίας και τη σκληρή μάχη που δίνουν για τη διατήρησή τους οι ίδιοι που ομοθύμως διατυμπανίζουν την ανάγκη για δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Η παρελκυστική υπεκφυγή που συνιστά η πρόταση για την καθιέρωση βιβλίου εσόδων – εξόδων για τους βουλευτές, προκειμένου να αποφύγουν την κατάργηση του ειδικού φορολογικού καθεστώτος που έχουν εξασφαλίσει για τους εαυτούς τους, είναι νομίζω ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά της αδυναμίας του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και, λειτουργώντας με γνώμονα τη δύναμη του παραδείγματος, να προασπίσει τον ίδιο το θεσμό του κοινοβουλευτισμού.
Η…. φαεινή ιδέα για την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των βουλευτών δεν είναι καινούργια και δεν είναι η πρώτη φορά που πέφτει στο τραπέζι. Λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το 1998 όταν και πάλι τότε είχε τεθεί ζήτημα κατάργησης του αφορολόγητου της βουλευτικής αποζημίωσης, η οποία άρχισε έκτοτε να φορολογείται μερικώς, αφού, όμως, στο μεταξύ το ύψος της είχε εκτιναχθεί προς τα πάνω.
Νουνεχείς άνθρωποι που ήταν τότε στα πράγματα αντιλήφθηκαν τον προβληματικό –και μάλλον προσβλητικό- χαρακτήρα που θα είχε το μέτρο της καθιέρωσης βιβλίων εσόδων - εξόδων και το απέρριψαν ασυζητητί, με το βάσιμο επιχείρημα ότι η ιδιότητα του βουλευτή δεν είναι ελεύθερο επάγγελμα για να τύχει αυτού του είδους τη φορολογική αντιμετώπιση.
Με όσα έχουν επισυμβεί την παρελθούσα δεκαπενταετία και ιδίως την τελευταία μνημονιακή τετραετία, θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι στο άκουσμα και μόνον της πρότασης, οι ίδιοι οι σημερινοί βουλευτές, η πλειονότητα των οποίων είναι «γεννήματα» της κρίσης, θα ξεσηκωνόταν, διαμαρτυρόμενοι για τον προσβλητικό χαρακτήρα της πρότασης να μετατραπούν σε «επαγγελματίες».
Δυστυχώς, όμως, όχι μόνον δεν υπήρξε κύμα διαμαρτυρίας από τους ίδιους τους βουλευτές, αλλά η πρόταση υιοθετήθηκε και από έμπειρους πολιτικούς, μεταξύ αυτών και ο πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης, που μάλλον αγνοούν τον αντίκτυπο που θα είχε τυχόν καθιέρωση ενός τέτοιου μέτρου που θα αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία.
Με ποια λογική, αλήθεια, θα μπορούσε να δοθεί στους βουλευτές δικαίωμα να καταγράφουν τις δαπάνες τους και να τις αφαιρούν από τα έσοδά τους; Ποιες από τις δαπάνες θα αναγνωρίζονται ως «επαγγελματικές» και ποιες ως προσωπικές ή οικογενειακές; Και πως θα φορολογούνται εν τέλει;  Επί των… κερδών, όπως οι επιχειρήσεις; Θα δημοσιεύουν, άραγε, και ισολογισμούς με αποτελέσματα χρήσης;
Το γεγονός ότι οι βουλευτές έχουν έξοδα δεν μπορεί να αποτελέσει βάσιμο επιχείρημα. Γιατί το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (που έχουν ακόμη εισοδήματα). Και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν αναγνωριζόταν σε όλους μας η δυνατότητα να καταγράφουμε τις δαπάνες μας και να τις αφαιρούμε από τα έσοδα, τότε, πιθανότατα, κανείς δεν έπρεπε να πληρώνει φόρο, αφού σπανίζουν οι Έλληνες που καταφέρνουν σήμερα να καλύψουν τα έξοδα τους με τα τρέχοντα εισοδήματα.
Αποφεύγοντας τον πειρασμό του λαϊκισμού που συνήθως συνοδεύει τις συζητήσεις για τα οικονομικά των βουλευτών, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι με τέτοιες «συντεχνιακές» νοοτροπίες το ίδιο το πολιτικό σύστημα αυτοϋπονομεύεται, στέλνοντας λάθος μηνύματα στη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία και ρίχνοντας νερό στο μύλο όσων αποστρέφονται τον κοινοβουλευτισμό.
Το αντιλαμβάνονται, άραγε, εκεί στην Πλατεία Συντάγματος;

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 27.11.2013) 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Η πολιτική ως παρεοκρατία

Τον καθηγητή  Γιάννη Πανάρετο, παρότι δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον σέβομαι και τον υπολήπτομαι, καθώς τον συνοδεύσει επί χρόνια η φήμη ενός καλού επιστήμονα στον τομέα της Στατιστικής, ενώ και τις τρεις φορές που θήτευσε στο υπουργείο Παιδείας, τις δύο ως γενικός γραμματέας και την τρίτη ως υφυπουργός, άφησε καλές εντυπώσεις και δούλεψε, όπως λένε όσοι έχουν γνώση του χώρου, αθόρυβα και αποτελεσματικά.
Το ίδιο αθόρυβη είναι και η εικοσιπενταετής θητεία του ως (ισόβιο) μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Και ίσως να μη γινόταν ευρύτερα γνωστός σε κύκλους πέραν των φοιτητών του αν δεν είχε οριστεί το 2009 από τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, του οποίου είναι στενός φίλος εδώ και δεκαετίες, πολιτικός υπεύθυνος για την ανοικτή διακυβέρνηση και τη διαβούλευση της κυβέρνησης.
Αν και κατασυκοφαντημένο από τους θιασώτες της κομματοκρατίας, το αποκαλούμενο «opengov» υπήρξε μια πρωτοποριακή πρωτοβουλία για τα ελληνικά δεδομένα που, αν είχε οργανωθεί καλύτερα και δεν υπονομευόταν εκ των έσω, θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στη βελτίωση της κατάστασης που επικρατεί στον πολύπαθο δημόσιο τομέα, στον οποίο, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες τοποθετήσεις διευθυντικών στελεχών σε νοσοκομεία και άλλους οργανισμούς, οι διευθυντικές θέσεις εξακολουθούν να διανέμονται ως «λάφυρο» στους αποτυχημένους πολιτευτές που «αγωνίσθηκαν» για το κόμμα που είναι στην εξουσία.
Έκανα αυτόν τον σχετικά μακρύ πρόλογο για να δικαιολογήσω τη μεγάλη έκπληξη που ένοιωσα διαβάζοντας το περασμένο Σάββατο την άκρως εντυπωσιακή –για μένα- παρέμβαση του κ. Πανάρετου, ο οποίος σε ανάρτηση στο tweeter έγραψε: «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κυβερνήσει προοδευτικά πρέπει να πείσει για τις προθέσεις του τους παπανδρεϊκούς και όχι να φλερτάρει με την (sic!) ΑΝΕΛ».
Η έκπληξή μου δεν προήλθε από την γενικότερη θεώρηση της πολιτικής προσέγγισης του κ. Πανάρετου, ο οποίος ως πολίτης έχει προφανώς αναφαίρετο και απεριόριστο δικαίωμα να τρέφει συμπάθεια προς έναν πολιτικό χώρο και να εκδηλώνει αντιπάθεια προς έναν άλλο. Εκείνο που με ξένισε ήταν ότι προσδιοριζόταν και μιλούσε στο όνομα των «παπανδρεϊκών».
Τι είναι, αλήθεια, οι «παπανδρεϊκοί»; Και τι τους ορίζει ως ξεχωριστή οντότητα, ώστε ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής και πρώην υφυπουργός να νιώσει την ανάγκη να καλέσει ένα κόμμα να εκθέσει τις προθέσεις του απέναντι τους για να κριθεί αν μπορεί να κυβερνήσει προοδευτικά;
Πρόκειται, άραγε, για μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης;  Όπως, για παράδειγμα, οι Ρομά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι τρίτεκνοι, οι ανέστιοι ή οι υπερχρεωμένοι από τη μνημονιακή λαίλαπα;  Και σε ποιους ακριβώς αναφέρεται ο κ. Πανάρετος; Στους ψηφοφόρους του κ. Παπανδρέου ή σε όσους εκείνος έδωσε θέσεις και οφίτσια όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας;   
Καταλαβαίνω τι σημαίνει να δηλώνει κανείς –ειλικρινώς ή όχι, είναι ζήτημα προς κρίση- αριστερός, δεξιός, συντηρητικός, προοδευτικός, κεντρώος, σοσιαλδημοκράτης, σοσιαλιστής, αναρχικός, μαρξιστής, κομμουνιστής, φιλελεύθερος, φασίστας ή να χρησιμοποιεί έναν από τους τόσους άλλους προσδιορισμούς που έχουν καθιερωθεί από την Πολιτική Επιστήμη και την –εγχώρια ή διεθνή- πολιτική πρακτική.  
Δεν αντιλαμβάνομαι, όμως, τι σημαίνει να είναι κάποιος σήμερα «παπανδρεϊκός». Όπως φυσικά δεν μπορώ να αντιληφθώ τι σήμαινε στο παρελθόν να είναι κάποιος «ζαχαριαδικός», «καραμανλικός», «μητσοτακικός», «αβερωφικός» «γεννηματικός», «σημιτικός» ή τώρα να προσδιορίζεται ως «σαμαρικός», «βενιζελικός», «τσιπρικός», και ούτω καθεξής.
Όχι, δεν αιθεροβατώ. Ξέρω ότι υπήρχαν και υπάρχουν -ελπίζω λιγότεροι- πολίτες που προσδιορίζονται πολιτικά με τέτοιους όρους, δίνοντας, έτσι, την ευκαιρία σε ορισμένους να κάνουν μεγάλες καριέρες (και –γιατί όχι;- και πλούτη) ως αρχηγοί και αρχηγίσκοι που με τη σειρά τους δίνουν οντότητα πολιτικού στελέχους και απονέμουν αξιώματα σε πρόσωπα που αναλαμβάνουν στο πλευρό τους ρόλους ακόλουθων και ετερόφωτων δορυφόρων.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση και γι’   αυτό δυσανασχετώ ότι οι διαχωρισμοί αυτού του είδους υπήρξαν ανέκαθεν μια από τις μεγάλες παθογένειες του αμοραλιστικού ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο, υπό αυτές τις συνθήκες, συγκροτείται στη λογική της παρεοκρατίας.
Και η παρεοκρατία δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη του νομίσματος της πελατειακής σχέσης με τους πολίτες και του εκμαυλισμού των συνειδήσεων, που όσο αναπτύσσεται και υπάρχει, μοιραία, θέτει εκ ποδών κάθε απόπειρα για άσκηση της πολιτική με αρχές και αξίες.
 (Δημοσιεύθηκε στο www.prototema.gr στις 21.11.2013)

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ποιος θυμάται τα «παπαγαλάκια» της ευρωκάλπης;

          Με το «κλείσιμο» του κρατικού προϋπολογισμού για το 2014, ο οποίος κατατίθεται εντός της εβδομάδας στη Βουλή για να ψηφιστεί ως τις αρχές Δεκεμβρίου, «ανοίγει» ουσιαστικά η προεκλογική περίοδος για τις ευρωεκλογές του Μαΐου, στις οποίες, θεωρητικώς, καλούμαστε να εκλέξουμε όσους θα μας εκπροσωπήσουν στο Ευρωκοινοβούλιο την επόμενη πενταετία.
          Στην πραγματικότητα, όμως, όπως συνέβη αρκετές φορές στο παρελθόν και πάντως κάθε φορά που οι ευρωεκλογές απείχαν ικανό χρονικό διάστημα από τις βουλευτικές εκλογές, η ψήφος που θα ρίξουμε στην ευρωκάλπη, ελάχιστα θα αφορά τα πρόσωπα που θα είναι υποψήφιοι ευρωβουλευτές.
Η επερχόμενη πολιτική αντιπαράθεση, όπως και η μακρά προεκλογική περίοδος που θα τη συνοδεύει, θα έχει, σχεδόν ακραιφνή, χαρακτηριστικά «εσωτερικής» αναμέτρησης και το διακύβευμα της, σχεδόν αναπότρεπτα, θα είναι η διακυβέρνηση της χώρας και οι δυνάμεις που θα την ασκήσουν.
Το «έργο», άλλωστε, όπως προείπαμε, το έχουμε ξαναδεί. Στο μακρινό 1984 ο τότε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελος Αβέρωφ τέθηκε επικεφαλής του «γαλάζιου» ευρωψηφοδελτίου για να σηματοδοτήσει τη σκληρή προσπάθεια που κατέβαλε το κόμμα του για την «απαλλαγή», όπως διεκήρυσσε, της χώρας από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, στο πολύ πιο κοντινό μας 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου έδωσε αντίστοιχα χαρακτηριστικά σε εκείνη την ευρωαναμέτρηση, ζητώντας να αποτελέσει η κάλπη των ευρωεκλογών το έναυσμα για να τερματιστεί η διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία.
Στην περίπτωση του Αβέρωφ η καμπάνια της «απαλλαγής» απέτυχε και ο ίδιος ο εμπνευστής της υποχρεώθηκε πολύ σύντομα να παραδώσει τα ηνία της κομματικής αρχηγίας, αφού ηττήθηκε στις ευρωεκλογές, ενώ το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, κερδίζοντας και τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, συνέχισε να κυβερνά για μια ακόμη πενταετία.
Αντιθέτως, ο αγώνας του Γιώργου Παπανδρέου ευοδώθηκε και η επικράτηση του κόμματος του στις προ πενταετίας ευρωεκλογές, αποτέλεσε το προοίμιο για τη νίκη του στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές που υποχρεώθηκε να προκηρύξει ο Κώστας Καραμανλής τον Οκτώβριο του 2009, από τον οποίο μας χωρίζουν μόλις τέσσερα χρόνια, παρόλο που, λόγω των γεγονότων που έχουν μεσολαβήσει, δημιουργείται η αίσθηση ότι απέχουμε… αιώνες.
Ποιο από τα δύο προηγούμενα θα επαναληφθεί σε αυτές τις ευρωεκλογές είναι μάλλον αρκετά πρόωρο για να το προδικάσει κανείς, όχι μόνο γιατί έχουμε μπροστά μας ένα ολόκληρο προεκλογικό εξάμηνο, αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή στη δοκιμαζόμενη από τη βαθειά οικονομική κρίση ελληνική κοινωνία επικρατεί μεγάλη σύγχυση και οι πολίτες εμφανίζονται να είναι πιο δύσπιστοι από κάθε άλλη φορά απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Υπό αυτή την έννοια, εκτιμώ και (μάλλον θέλω να) ελπίζω ότι στο ούτως ή άλλως μεγάλο διάστημα που μας χωρίζει από τις κάλπες του Μαΐου, τα κόμματα που θα διεκδικήσουν την τόσο κρίσιμη ευρωψήφο μας θα κάνουν τις απαραίτητες επεξεργασίες και θα μας παρουσιάσουν ρεαλιστικά προγράμματα για την αξιόπιστη παρουσία της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και τη σηματοδότηση μιας νέας πορείας για την έξοδο από την κρίση.
Εύκολες προσεγγίσεις της πραγματικότητας με καμπάνιες του τύπου «λεφτά υπάρχουν» ή με «παπαγαλάκια», όπως εκείνα που επιστράτευσε πριν από πέντε χρόνια η τότε κυβέρνηση στο τόσο… προφητικό προεκλογικό σποτ, με το οποίο «ξόρκιζε», υποτίθεται, την οικονομική καταστροφή, που, όμως, είχε επέλθει, δε νομίζω ότι μπορεί να είναι πειστικές και να επιβραβευτούν από τους πολίτες.
Οι καιροί έχουν αλλάξει. Μένει να δούμε αν μπορεί να αλλάξει και το πολιτικό μας σύστημα.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.11.2013).

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

«Νίκησε» η επικοινωνία του νέου διπολισμού

Έδωσαν και πήραν το τελευταίο τριήμερο οι βαθυστόχαστες αναλύσεις και οι βαρύγδουπες εκτιμήσεις για το παρασκήνιο, τη σημασία, τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα της πρότασης μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης που συζήτησε η Βουλή.
Ορισμένοι, μάλιστα, αναλυτές έσπευσαν να ανακηρύξουν νικητές πριν καν εξελιχθεί η αναμέτρηση, την οποία αμφιβάλω αν οι ίδιοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν, με εξαίρεση, ενδεχομένως, το τελευταίο μέρος της που περιείχε τις «μονομαχίες» κορυφής, από τις οποίες και πάλι αμφισβητώ ότι στα μάτια του χειμαζόμενου μέσου πολίτη αναδείχθηκε κάποιος νικητής και τροπαιούχος.
Έχει ζήσει πολλές άσχημες στιγμές το ελληνικό Κοινοβούλιο στο πρόσφατο όπως και στο απώτερο παρελθόν. Νομίζω, όμως, ότι το τελευταίο τριήμερο ήταν μια από τις ασχημότερες, εξαιτίας, κυρίως, του επιπέδου της αντιπαράθεσης που περισσότερο από κάθε άλλη φορά υποτάχθηκε σε έναν εκατέρωθεν ανούσιο επικοινωνιακό τακτικισμό, ο οποίος δείχνει τόσο, μα τόσο, μακρινός από την πραγματικότητα που όλοι βιώνουμε.
Όντας από εκείνους που παρακολούθησαν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της τριήμερης διαδικασίας για λόγους επαγγελματικού καθήκοντος, το οποίο από κάποια στιγμή μπορεί να μετατρέπεται και σε… διαστροφή, αναρωτήθηκα αρκετές φορές αν όλα όσα εκτυλίχθηκαν τούτες τις μέρες στο Κοινοβούλιο είχαν κάποια αντιστοίχιση με την Ελλάδα της κρίσης, την Ελλάδα που είναι παγιδευμένη στο μνημόνιο, όπως κατήγγελλαν οι μεν, την Ελλάδα που πασχίζει να βγει από το μνημόνιο, όπως αντέτειναν οι δε.
Ήταν, άλλωστε, τόσο προβλέψιμη η επιχειρηματολογία που ένθεν κακείθεν επιστρατεύθηκε και τόσο υποβαθμισμένη η ποιότητα του λόγου, με τις φθηνές και, εν πολλοίς, προκάτ ατάκες,  που επέλεξε η συντριπτική πλειονότητα των ομιλητών, ώστε να δίνεται δικαιολογημένα το έναυσμα για να γίνει, τουλάχιστον τις δύο πρώτες ημέρες, κυρίαρχη δημοσιογραφική «είδηση» το κλισέ για τα «άδεια έδρανα» ενώπιον των οποίων εναλλάσσονταν στο βήμα οι ρήτορες.
Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, μια από τις οποίες υπήρξε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Αθανάσιος Τσαυτάρης που περιορίστηκε να μιλήσει για το σχέδιο του, συνέστησε «συνεννόηση και ομόνοια» και, προφανώς επειδή δεν πολιτεύεται, δεν δυσκολεύθηκε να διαπιστώσει ότι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αγροτική ανάπτυξη δεν είναι ασύμβατες με τις κυβερνητικές, βασική επιδίωξη των περισσοτέρων που έλαβαν το λόγο ήταν να αποδείξουν τα λάθη των «άλλων» και όχι να αναπτύξουν τη δική τους πρόταση.
Οι αντιπολιτευόμενοι επιδόθηκαν σε κριτική και μόνον κριτική προς την κυβέρνηση. Οι κυβερνητικοί ανάλωναν το χρόνο τους σχολιάζοντας τις θέσεις και τη στάση της αντιπολίτευσης. Χωρίς καμία έμπνευση, δίχως την παραμικρή πρωτοτυπία. Και με μείζον ζήτημα της αντιπαράθεσης το διαδικαστικό της υπόθεσης, αν, δηλαδή, η πρόταση δυσπιστίας συσπειρώνει την συγκυβέρνηση ή αν είχε ως κίνητρο τις εσωτερικές διαμάχες της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αν κάτι, πάντως, μένει από όλα αυτά και κυρίως μέσα από τους οξείς και προσβλητικούς προσωπικούς χαρακτηρισμούς που εκτοξεύθηκαν, του τύπου «κοιμάστε ήσυχος τα βράδια;» ή «δεν σας κοιτάω για να μη γελάσω», είναι ότι ο νέος διπολισμός που δημιουργείται στο πολιτικό μας σύστημα μοιάζει να είναι πολύ πιο σκληρός και διχαστικός από τον κλασσικό δικομματισμό που βιώσαμε στη μεταπολιτευτική και ίσως στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Η λογική του «ο μη ών μεθ' ημών, καθ' ημών εστί», που απέπνεε σε όλη τη διάρκεια της η κοινοβουλευτική αντιπαράθεση του τελευταίου τριήμερου, στενεύει, δυστυχώς, αφόρητα τα περιθώρια για συνεννόηση, συναίνεση και συνεργασία. Και, ανεξάρτητα από τις όποιες μελλοντικές εκλογικές εξελίξεις, καθιστά, αναμφίβολα, ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια εξόδου της χώρας από την κρίση.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 11.11.2013)

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

«Το κεφάλι έξω από το νερό»

Χύθηκε πολύ μελάνη το τελευταίο διάστημα για τον σχολιασμό της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Διακινήθηκαν ακόμη και σενάρια εκλογών, με αφορμή τις σκληρές θέσεις των εταίρων και δανειστών μας. Και γενικά δημιουργήθηκε μια πολεμική ατμόσφαιρα σύγκρουσης που η σκοπιμότητά της είναι αμφισβητήσιμη.
Η ελληνική πλευρά εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά να πορεύεται χωρίς μπούσουλα, δικαιώνοντας, εν πολλοίς, την, κατά τα άλλα προσβλητική, εκτίμηση του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα ότι το μνημόνιο παραμένει το μόνο σοβαρό κείμενο χάραξης οικονομικής πολιτικής με δεσμευτικούς στόχους.
Όποιος παρακολούθησε την τελευταία τηλεοπτική συνέντευξη του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά δεν δυσκολεύθηκε, νομίζω, να αντιληφθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή από τη διαπραγμάτευση με την τρόικα και την παράθεση ουσιαστικών επιχειρημάτων για τα όσα έγιναν και τα όσα μπορούν να γίνουν για να κλείσει ο προϋπολογισμός του 2014.
Η περίφημη «πολιτική διαπραγμάτευση», που ανασύρθηκε, εκ νέου, ως επιχειρηματολογία (ή μήπως ως άλλοθι;) για να περιοριστούν οι πιέσεις των τροϊκανών, αποδείχθηκε και πάλι ανέφικτος στόχος, όπως προσφυώς, θεωρώ ότι, επεσήμανε με πρόσφατο άρθρο του ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, είναι ο μόνος Έλληνας πολιτικός που εγκαίρως και εγκύρως είχε κρούσει, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2008, τον κώδωνα του κινδύνου για την υπαγωγή της χώρας μας στη μέγγενη του ΔΝΤ.
Μας αρέσει ή όχι, ο πρώην πρωθυπουργός, στις όχι και τόσο συχνές παρεμβάσεις του, λέει πολλές από τις άβολες αλήθειες που το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν θέλει να αναγνωρίσει, προσεγγίζοντας τα ζητήματα με επικοινωνιακή και μόνον διάθεση και δημιουργώντας φρούδες ελπίδες ότι επίκειται η έξοδος της χώρας από το μνημόνιο που στη φαντασίωση ορισμένων μεταφράζεται ως επιστροφή στην  κραιπάλη του παρελθόντος.
Γι΄ αυτό και θεωρώ σημαντικό να επαναλάβω ορισμένες από τις θέσεις του κ. Σημίτη που πριν από μερικές εβδομάδες φιλοξενήθηκαν στο «Πρώτο Θέμα». Ο πρώην πρωθυπουργός επισήμαινε στους συνομιλητές του ότι η πορεία βελτίωσης που θα διαγράψει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια θα είναι σταθερή αλλά αργή, ωστόσο η κατάσταση θα παραμείνει «μίζερη» για αρκετά χρόνια.
 Εκτιμούσε, επίσης, ότι θα συνεχιστεί η πίεση των Ευρωπαίων εταίρων μας, κυρίως για την εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων, αλλά, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά, «θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό».
Με την απόσταση των εβδομάδων που πέρασαν από τη δημοσίευση των εκτιμήσεων του κ. Σημίτη, νομίζω ότι εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι υπήρξαν κάτι ως προλεγόμενα των όσων διαμείβονται αυτές τις μέρες με την –καθυστερημένη- έλευση της τρόικας και την έναρξη των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Για όσους δεν τρέφουν αυταπάτες, είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς να επικυρωθούν τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει όντως πετύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους που ετέθησαν, δεν πρόκειται να υπάρξει η επιθυμητή από την ελληνική πλευρά συνολική λύση του ελληνικού οικονομικού προβλήματος.
Εκτός αυτού, δεν μπορεί να παραβλέπει κανείς και το γεγονός ότι ο κίνδυνος ενίσχυσης των ακραίων αντιευρωπαϊκών κινημάτων στις επικείμενες ευρωεκλογές δεν είναι μόνον ελληνικός. Αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και για τον ακριβώς αντίθετο λόγο για τον οποίο υφίσταται αυτή η απειλή στη χώρα μας.
Γιατί, κακά τα ψέματα, τυχόν «πολιτική λύση» σε αυτή τη φάση, που θα προνοεί πρόωρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, θα αξιοποιηθεί από μια σειρά λαϊκίστικες δυνάμεις στην Ευρώπη που θα ψηφοθηρήσουν ενόψει των ευρωεκλογών, μιλώντας στο όνομα των δικών τους φορολογουμένων.
Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι δεν έχουμε παρά να προετοιμαζόμαστε να κολυμπήσουμε ως τον Μάιο με τον κεφάλι έξω από το νερό. Και μετά τις ευρωεκλογές, ίδωμεν!

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ένας είναι ο φασισμός

           Οι φονικές σφαίρες των αυτόκλητων δήθεν τιμωρών με τις οποίες πυροβολήθηκαν άνανδρα οι τρεις νέοι στο Νέο Ηράκλειο δεν φαίνεται να βρίσκουν τον πραγματικό τους στόχο που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία εμφυλιοπολεμικού κλίματος πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης, που αποτελεί τον πλέον κατάλληλο βιότοπο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται το απεχθές φαινόμενο της τρομοκρατίας.
Η ομόθυμη και απόλυτη καταδίκη του αποτρόπαιου εγκλήματος από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο, όσο και αν θεωρείται αυτονόητη πράξη, στην παρούσα συγκυρία της κοινωνικής έντασης, που προκαλεί η δεινή οικονομική κρίση, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στις δυνάμεις του μηδενισμού και του χάους. Και ίσως είναι μια από τις σπάνιες φορές που η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων διερμηνεύει απόλυτα τα αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί εχέφρων άνθρωπος σε αυτή τη χώρα που να μην νοιώθει συντριβή από τη δολοφονική επίθεση κατά τριών ανυπεράσπιστων παιδιών, όσο και αν διαφωνεί πολιτικά με τους δρόμους στους οποίους κινούνταν και με τις ιδεολογικές προσεγγίσεις που ακολουθούσαν.
Στις ευνομούμενες κοινωνίες ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή αποτελεί το υπέρτατο αγαθό και, χωρίς αμφιβολία, ό,τι θέτει σε διακινδύνευση αυτό το αγαθό συνιστά μείζονα απειλή για ολόκληρη την κοινωνία, η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, μετατρέπεται σε ζούγκλα, όπου, ως γνωστόν, εκείνο που επικρατεί είναι η δύναμη του ισχυρότερου.
Στη προκείμενη περίπτωση ως δύναμη του ισχυρότερου προβάλει η θρασυδειλία του σκοτεινού οπλοφόρου, ο οποίος έστρεψε το «κουμπούρι» του και πυροβόλησε πισώπλατα τα ανυποψίαστα νεαρά άτομα που βρισκόταν έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. 
Ο πραγματικός στόχος, όμως, του συγκεκριμένου δολοφόνου και όποιων άλλων επιλέγουν τέτοιες μεθόδους, ήταν, αναμφισβήτητα, η δεινοπαθούσα ελληνική κοινωνία, η οποία στα τόσα προβλήματα που την ταλανίζουν, είναι βέβαιο ότι δεν έχει τη διάθεση να προσθέσει και ένα ακόμη μεγαλύτερο, όπως είναι οι επαπειλούμενες ακραίες εμφύλιες διαμάχες και οι δολοφονικές συγκρούσεις στους δρόμους και τις πλατείες των ελληνικών πόλεων.
Γι΄ αυτό και είναι επιτακτικότερη από κάθε άλλη φορά η ανάγκη να συλληφθούν και να προσαχθούν στη Δικαιοσύνη οι δράστες των δολοφονιών που με τις τρομοκρατικές πράξεις τους ενισχύουν, αντί να πλήττουν, το φαινόμενο του φασισμού, όπως, εξάλλου, κατέδειξε η εκμετάλλευση του αίματος που έσπευσαν να κάνουν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής με τις εμπρηστικές φραστικές επιθέσεις τους, όχι κατά των τρομοκρατών που θα ήταν απολύτως δικαιολογημένες, αλλά κατά της κυβέρνησης, του πολιτικού κόσμου και των μέσων ενημέρωσης.
Στο τέλος – τέλος, ο φασισμός είναι ένας και αδιαίρετος. Και δεν μπορεί να διακριθεί από το χρώμα που κάθε φορά φοράει. Όπως μία και μοναδική είναι και η βία, όποιον –ακροαριστερό ή ακροδεξιό- μανδύα και αν, κατά περίπτωση, ενδύεται. 

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 2.11.2013)

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Μαϊμουδιές που βγάζουν μάτια


Το περασμένο καλοκαίρι που η επικαιρότητα φλεγόταν από το ζήτημα της περίφημης κινητικότητας στο δημόσιο, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας με την τρόικα να περιοριστεί ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, από επίσημα κυβερνητικά χείλη ακουγόταν στα τηλεοπτικά πρωινάδικα τερατώδεις υπολογισμοί για το φαινόμενο των προσλήψεων με πλαστά πιστοποιητικά.
Στο στόχαστρο είχαν μπει τότε οι εργαζόμενοι στη Δημοτική Αστυνομία, που για απόλυτα ακατανόητους αποφασίστηκε να μεταφερθούν στην Αστυνομία, δημιουργώντας «τρύπες» στις υπηρεσίες των Δήμων. Για να δικαιολογηθεί η προχειρότητα της απόφασης, κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποστήριζαν ότι ένα μεγάλο μέρος της συγκεκριμένης κατηγορίας των υπαλλήλων είχε πετύχει την πρόσληψή του με απατηλούς τρόπους. Και, άρα, μετά τον έλεγχο των στοιχείων τους θα απολυόταν και, έτσι, θα καλυπτόταν ο αριθμός των απομακρύνσεων που είχε συμφωνηθεί με την τρόικα.
Με την ολοκλήρωση, όμως, του ελέγχου αποδείχθηκε ότι από ένα σύνολο πάνω από 3.500 υπαλλήλων των οποίων ελέγχθηκαν τα στοιχεία πρόσληψης, δεν ξεπερνούν τους 30 οι φάκελοι που διαπιστώθηκε ότι περιείχαν διάφορες παρατυπίες και πάντως όχι τόσο κραυγαλέες που να οδηγήσουν στην άμεση απόλυσή τους. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα του ελέγχου έδειξαν ότι το ποσοστό των προβληματικών προσλήψεων είναι κάτω του 1% και απέχει πολύ από τους υπολογισμούς για 5 με 10% που γινόταν από αρμοδίους μόλις πριν από μερικές εβδομάδες.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αποδεικνύεται «άνθρακες ο θησαυρός» που υποτίθεται ότι ανακαλύπτουν κυβερνητικοί «Σέρλοκ Χολμς». Το έργο, δυστυχώς, το έχουμε δει πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν πάει καιρός, άλλωστε, που επισήμως υποστηριζόταν ότι η… μαγική λύση για τη μείωση του δημοσίου θα βρισκόταν από την «δεξαμενή» (sic) των αποκαλούμενων «επίορκων», εφόσον θα επιταχυνόταν ο πειθαρχικός έλεγχός τους.
Η δημοσιότητα επί σειρά μηνών κατακλυζόταν από δηλώσεις αξιωματούχων, οι οποίοι με ύφος ανθρώπων που… ανακάλυψαν την πυρίτιδα, ανακοίνωναν απίθανα νούμερα για την έκταση του φαινομένου, θεωρώντας, προφανώς, ότι μπορούσαν με τον τρόπο αυτό να καλύψουν την αδυναμία τους να προχωρήσει το επίπονο έργο της ουσιαστικής αξιολόγησης δομών και προσώπων που είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να εξυγιανθεί το ελληνικό δημόσιο.
Όλων αυτών είχε προηγηθεί ο τεράστιος θόρυβος για τους «μαϊμού» αναπήρους, οι οποίοι εξασφάλιζαν βοηθήματα ή συντάξεις που δεν δικαιούνταν. Ακούγοντας τις περιγραφές, έμενε κανείς με την εντύπωση ότι η έκταση ήταν τέτοια που είχε βρεθεί η «πανάκεια» για την οριστική επίλυση του Ασφαλιστικού, χωρίς να γίνει απολύτως τίποτε άλλο.
Το θέμα έδωσε αρκετά πρωτοσέλιδα στη σκανδαλοθηρική γερμανική Bild και βρήκε θέση σε δημοσιεύματα ακόμη και σοβαρών εντύπων του εξωτερικού που αναμασούσαν όσα γράφονταν στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης και είχαν προέλευση επίσημες πηγές. Και τι δεν ακούστηκε και δεν γράφτηκε για «τυφλούς» ταξιτζήδες και για ολόκληρα νησιά που το σύνολο των κατοίκων τους λάμβαναν «μαϊμού» συντάξεις!
Από τον επανέλεγχο, όμως, που ξεκίνησε για όλες τις αναπηρικές συντάξεις, στο πλαίσιο του οποίου ζητήθηκε ακόμη και από κατάκοιτους ανθρώπους να παρουσιασθούν σε Επιτροπές για να αποδείξουν ότι δεν τους… ξεναφύτρωσαν τα ακρωτηριασμένα άκρα τους, τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν πενιχρά. Τόσο πενιχρά που ούτε τον θόρυβο δικαιολογούσαν, ούτε, πολύ περισσότερο, έλυσαν το Ασφαλιστικό.
Δεν ισχυρίζομαι ότι κακώς έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται οι έλεγχοι για «μαϊμού» προσλήψεις, αναπηρίες ή συνταξιοδοτήσεις. Αντιθέτως. Θεωρώ ότι είναι υποχρέωση του Κράτους και επιτακτική ανάγκη, όπως και ζήτημα δικαιοσύνης στους δύσκολους αυτούς καιρούς των οριζόντιων περικοπών και της υπερφορολόγησης των συνεπών πολιτών, να συνεχιστούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση και να φθάσουμε, ει δυνατόν, στην πλήρη εκρίζωση τέτοιων φαινομένων.
Όσο, όμως, με προσβάλει ως πολίτη να υπάρχουν συμπολίτες μου που απομυζούν τους ούτως ή άλλως περιορισμένους πόρους του ελληνικού δημοσίου, είτε εξασφαλίζοντας παροχές που δεν δικαιούνται, είτε αποφεύγοντας, ενώ έχουν τη δυνατότητα, να εκπληρώσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους, άλλο τόσο με ενοχλεί η στάση κυβερνητικών παραγόντων που, αντί να κάνουν αθόρυβα και ουσιαστικά τη δουλειά τους, με περισσή ευκολία ανοίγουν το στόμα τους και εκστομίζουν τερατολογίες που κάνουν την Ελλάδα διεθνώς ρεζίλι.
Είναι καιρός, νομίζω, να τελειώνουμε με τις «μαϊμουδιές» που… βγάζουν μάτι. Όπως και με τις λαϊκίστικες υπεκφυγές των κυβερνητικών αξιωματούχων που για να δικαιολογήσουν την αδράνεια τους, καταφεύγουν σε δηλώσεις που… βγάζουν τα μάτια της χώρας και με τις υπερβολές τους την έχουν καταστήσει διεθνές συνώνυμο της «λαμογιάς». Δεν μας αξίζει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr τη 1.11.2013)

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Η ανασφάλεια του Ασφαλιστικού

«Θα προλάβω;». Το αγωνιώδες αυτό ερώτημα που ταλανίζει αυτές τις μέρες πολλούς ασφαλισμένους που βρίσκονται κοντά στην ηλικία των πενήντα ετών και μπορούν, αλλά δεν θέλουν, να βγουν σε πρόωρη σύνταξη, δείχνει νομίζω το μέτρο της ανασφάλειας που προκαλεί στους πολίτες η παντελής έλλειψη κυβερνητικού μπούσουλα, ιδιαίτερα στον πολύπαθο δημόσιο τομέα.
Τα τρομοκρατικά σενάρια που, μέσω «διαρροών» από κυβερνητικές πηγές, είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες από όλα τα μέσα ενημέρωσης και ήθελαν να αυξάνονται, έως και κατά 15 χρόνια, τα όρια ηλικίας για όσους έχουν κατοχυρώσει δικαίωμα πρόωρης σύνταξης, πανικόβαλαν πολύ κόσμο.   
Χιλιάδες υποψήφιοι συνταξιούχοι, κυρίως γυναίκες με ανήλικα παιδιά, αμφιταλαντεύονται αν πρέπει να αφήσουν τη δουλειά τους σε μια παραγωγική περίοδο της ζωής τους και να προτιμήσουν τη συνταξιοδότηση, επιβαρύνοντας το ήδη προβληματικό Ασφαλιστικό σύστημα της χώρας που παράγει διαρκώς ελλείμματα αφού η Ελλάδα μετατρέπεται, μέρα με τη μέρα, σε χώρα συνταξιούχων και ανέργων.
Η εναλλακτική επιλογή που θεωρητικά έχουν όσοι δεν βιαστούν να φύγουν με τη γλίσχρα πρόωρη σύνταξη είναι να μείνουν και να συνεχίσουν την εργασία τους μέχρι να συμπληρώσουν τα νέα όρια ηλικίας. Με τη διαφορά, όμως, ότι μένοντας κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με την διαθεσιμότητα, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην απόλυσή τους και να τους αφήσει χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα.
Η κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, αφού άφησαν επί μέρες να κυκλοφορούν διάφορες φήμες για επικείμενες δυσμενείς αλλαγές που θα επέφερε το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, επέλεξε την παραμονή της κατάθεσής του στη Βουλή, να βγει ο υπουργός Γιάννης Βρούτσης σε ένα τηλεοπτικό πρωινάδικο για να διαβεβαιώσει ότι δεν προτίθεται να αυξήσει τα όρια ηλικίας.
Η στάση του συγκεκριμένου υπουργού, όπως και αρκετών άλλων συναδέλφων του στο κυβερνητικό σχήμα, είναι, το ηπιότερο που μπορεί κανείς, ακατανόητη. Για ποιον λόγο, αλήθεια, χρειάστηκε να αναστατωθούν τόσοι άνθρωποι για να λάβει, επιτέλους, θέση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα; Και έπρεπε αυτό να γίνει με την εμφάνισή του σε μια τηλεοπτική εκπομπή και όχι με την επίσημη ανακοίνωση των προθέσεων του από ένα άλλο πιο επίσημο βήμα;
Η ζημιά, στο μεταξύ, έχει γίνει. Άνθρωποι που ήθελαν να συνεχίσουν να εργάζονται έσπευσαν να υποβάλλουν αιτήσεις για πρόωρη συνταξιοδότηση τόσο επειδή καθυστέρησαν οι διαψεύσεις όσο και επειδή από αρκετούς δεν γίνονται πιστευτές οι διαβεβαιώσεις του κ. Βρούτση, που μπορούν, όπως λένε, να αλλάξουν τον επόμενο μήνα, υπό την πίεση της τρόικας ή την αλλαγή των δεδομένων στο Ασφαλιστικό που αντιμετωπίζει πρόβλημα πόρων εξαιτίας και των πάμπολλων πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.
Δεν ξέρω, ειλικρινά, σε ποιον περίκλειστο κόσμο ζουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Εργασίας, ο οποίος, μάλιστα, κατά το παρελθόν υπήρξε και συνδικαλιστής στο χώρο του δημοσίου, αλλά έχω την αίσθηση ότι έχουν χάσει κάθε επαφή με την κοινωνία και πορεύονται σε ένα δικό τους… σύμπαν που μοιάζει ασύμβατο με την καθημερινή πραγματικότητα των κανονικών ανθρώπων.
Μόνον, έτσι, εξηγείται η συμπεριφορά τους και η αδιαφορία τους για την ανασφάλεια που προκαλούν στους πολίτες και κατ΄ επέκταση στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 28.10.2013)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία της δραματοποίησης

            Ο ένας μετά τον άλλο διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως και βουλευτές της συγκυβέρνησης, δραματοποιούν, το τελευταίο διάστημα, τις σχέσεις της χώρας με την τρόικα, σαλπίζοντας πολεμικές ιαχές για επερχόμενη ρήξη και σύγκρουση με τους εταίρους και δανειστές εφόσον οι τελευταίοι επιμείνουν στην επιβολή νέων οικονομικών μέτρων.
            Οι περισσότεροι εμφανίζονται αρνητές των λεγόμενων οριζόντιων μέτρων που θα οδηγούν σε νέες περικοπές μισθών και κύριων συντάξεων, αφήνοντας, όμως, ανοιχτό το ενδεχόμενο να αποδεχθούν μόνον τις αποκαλούμενες διαρθρωτικές –ή και στοχευμένες- παρεμβάσεις, έναν όρο αρκετά… ευρύχωρο που μπορεί, εν τέλει, να περιλάβει τα πάντα.
            Όταν, όμως, καλλιεργείται από την επίσημη κυβερνητική πλευρά κλίμα αντιπαράθεσης, στη δυναμική που, μοιραία, δημιουργείται δεν χάνουν την ευκαιρία να πάρουν ακόμη πιο σκληρές θέσεις τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως και οι βουλευτές της συμπολίτευσης που και στο παρελθόν ήταν αντίθετοι σε κάθε τι που αντιστρατεύεται το γνωστό πειρασμό των «παροχών», από τον οποίο, εξάλλου, δεν έχει απαλλαγεί η ίδια η κυβερνητική ηγεσία που έσπευσε να διανείμει το πρωτογενές πλεόνασμα πριν καν αυτό επιτευχθεί.
            Δεν ξέρω αν είναι η επίδραση που ασκεί στους πολιτικούς μας ταγούς η επικείμενη εθνική επέτειος του «Όχι», αναρωτιέμαι, όμως, μήπως όλα αυτά δεν είναι παρά για εσωτερική κατανάλωση, αφού οι θεωρούμενες ως «κατοχικές δυνάμεις» είναι εδώ επειδή εμείς τις καλέσαμε. Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εκλάβει κανείς τις «διαρροές» για προετοιμασία κυβερνητικής αντίστασης, αλλά και τους «λεονταρισμούς» που ακούστηκαν δημοσίως από υπουργικά χείλη, περί πιθανής πρόωρης προσφυγής στις κάλπες εφόσον οι πιστωτές μας συνεχίσουν τις πιέσεις;
Στην κρίσιμη αυτή περίοδο που η ελληνική οικονομία πασχίζει να ξαναστηθεί στα πόδια της και κατά την οποία διαμορφώνονται λεπτές ισορροπίες στο ευρωπαϊκό επίπεδο και στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων και πιστωτών μας, είναι απορίας άξιον ποιος διανοήθηκε να εισηγηθεί την αποστολή ενός τόσο «αυτιστικού» μηνύματος που εντείνει την εικόνα της αστάθειας.
Είναι γνωστό ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν ευνοούν την προκήρυξη εκλογών και το έδειξαν τον περασμένο Ιούνιο όταν, με αφορμή την κυβερνητική κρίση που προκάλεσε το λουκέτο στην ΕΡΤ, παρενέβησαν και απέτρεψαν τις προετοιμασίες που ορισμένοι θερμοκέφαλοι του κυβερνητικού επιτελείου είχαν ξεκινήσει να κάνουν, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε μια τέτοια πρωτοβουλία.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τι ευνοούν ή όχι οι εταίροι μας, αλλά τι πραγματικά συμφέρει τη χώρα μας. Και είναι βέβαιο ότι σε αυτή τη φάση, το μόνο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χειμαζόμενης πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών –που δεν προκρίνουν ως λύση της πρόωρες κάλπες- είναι η αστάθεια που μοιραία επιφέρουν τα εκλογικά σενάρια, ακόμη και όταν οι ίδιοι εκείνοι που τα διακινούν δεν τα πολυπιστεύουν και, μάλλον, δεν τα εννοούν.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είναι ούτε Γερμανία, ούτε Βέλγιο, ούτε Λουξεμβούργο, ούτε καν Ιταλία, δεν ανήκει, δηλαδή, στις χώρες που διαθέτουν την πολυτέλεια να συζητούν επί εβδομάδες και μήνες για τον σχηματισμό κυβέρνησης, χωρίς αυτό να επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών τους και, πολύ περισσότερο, να οδηγεί στην πλήρη παραλυσία, εφόσον, όπως συμβαίνει εδώ, δεν υπάρξει, έστω και για λίγο, κυβερνητική σταθερότητα.
Βλέποντας το πόσο καθυστερούν αυτονόητες αποφάσεις για τη συλλογή των φόρων ή την πάταξη της γραφειοκρατίας και την αξιολόγηση των δομών του δημοσίου, ενώ υπάρχει κυβέρνηση που έχει πάνω από το κεφάλι της τη δαμόκλειο σπάθη των πιστωτών, μπορεί εύκολα να φανταστεί ο καθένας τι θα συμβεί όταν οδηγηθούμε στις κάλπες με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να φορούν τον αντιμνημονιακό μανδύα.   
Υπό αυτή την έννοια μόνον κακές υπηρεσίες προσφέρουν στους εαυτούς τους, αλλά και στη χώρα, όλοι όσοι αφήνουν να εννοηθεί ότι η πίεση των εταίρων μας μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, δραματοποιώντας τις διαπραγματεύσεις που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν, ενόψει κρίσιμων αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν το επόμενο διάστημα για τον προϋπολογισμό του επόμενου χρόνου και την βιωσιμότητα του χρέους.
Ο κίνδυνος να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία η δραματοποίηση που γίνεται, μάλλον για επικοινωνιακούς λόγους, είναι μεγάλος. Και οι επιπτώσεις του πρέπει να σταθμιστούν καλύτερα από όσους αναλαμβάνουν τέτοια ρίσκα.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.10.2013)

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Το μνημόνιο στη χώρα του «χύμα στο κύμα»


«Ξένισε» πολλούς ο ισχυρισμός που διατύπωσε, προ ημερών, από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας ότι «το μνημόνιο που έχουμε, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, είναι ίσως το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους στόχους, δεσμευτικούς για το σύνολο του ελληνικού κράτους, είτε μας αρέσει είτε όχι».
Η άποψη του κ. Στουρνάρα είναι όντως μια πολιτικά επιλήψιμη θέση, κυρίως επειδή εκφράζεται από τον κατ΄  εξοχήν υπεύθυνο για την ασκούμενη οικονομική πολιτική τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, κατά τον οποίο η χώρα μπορεί να πέτυχε αυτό που η κυβέρνηση θέλει να αποκαλεί δημοσιονομικό «άθλο», το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα, πλην όμως, αυτός ο «άθλος» συνοδεύτηκε από έναν τεράστιο κοινωνικό πόνο που αποτυπώνεται στην περαιτέρω συρρίκνωση του εθνικού προϊόντος και στην ακόμη μεγαλύτερη εκτίναξη της ανεργίας που σημειώθηκε επί της υπουργίας του.
Πέραν, όμως, του αν δικαιούται ή όχι ο συγκεκριμένος υπουργός να την εκφράζει, ποιος, ειλικρινά, μπορεί να αρνηθεί ότι ο ισχυρισμός του κ. Στουρνάρα, έστω και αν τον εκλάβουμε και ως αυτοκριτική, περιλαμβάνει μια μεγάλη –«μαύρη»- αλήθεια που είναι η παντελής έλλειψη ενός έστω στοιχειώδους στρατηγικού σχεδίου για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, ικανού να απαλύνει τις δυσμενείς μνημονιακές συνέπειες; 
Το μνημόνιο, καλώς ή κακώς, μας επέβαλε μια σειρά στόχους και δεσμεύσεις -δημοσιονομικής, κυρίως, κατεύθυνσης- που, με πολλά λάθη και περισσότερες αστοχίες, έβαλαν την ελληνική οικονομία στις ράγες που νόμιζαν οι πιστωτές μας ότι οδηγούσαν αποτελεσματικότερα στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και, ουσιαστικά, στην εξασφάλιση των συμφερόντων τους, με την επιστροφή του συνόλου ή έστω ενός μέρους των δανεικών που μας έδιναν στο παρελθόν και εκείνων που συνέχισαν και συνεχίζουν να μας δίνουν.
Σε όλα αυτά, εμείς, αλήθεια, τι ακριβώς αντιτάξαμε; Με ποιο σχέδιο και με ποιους στόχους καθήσαμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από την άνοιξη του 2010 που μας φορέθηκε ο ζουρλομανδύας του μνημονίου; Ποια δέσμη ουσιαστικών εναλλακτικών προτάσεων προβάλαμε στις ασφυκτικές μνημονιακές νόρμες για την εσωτερική υποτίμηση;
Στην αρχή είχαμε ως δήθεν εναλλακτική το περιβόητο «όπλο στο τραπέζι», με το οποίο υποτίθεται ότι θα απειλούσαμε τους εταίρους μας, εκβιάζοντας την αλληλεγγύη τους, μέχρι που αποδείχθηκε «νεροπίστολο» στο οποίο δεν έδινε κανένας σημασία. Και, υπό τις ευχές για «kalo kouragio», υπογράψαμε χωρίς να ξέρουμε και οι ίδιοι τι υπογράψαμε.
Μετά εφηύραμε τα περίφημα «ισοδύναμα» των πολλαπλών «Ζαππείων» που αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν ήταν παρά μια δική μας αυταπάτη, την οποία κανείς δεν την πήρε στα σοβαρά, γι΄ αυτό και γρήγορα τα σκέπασε η λήθη που έφερε ένα απλό «ουδείς αναμάρτητος».
Όταν ο κόμπος έφθασε και χρειάστηκε να συγκροτήσουμε την τρικομματική συγκυβέρνηση για να πείσουμε τους εταίρους μας ότι δεν έπρεπε να δρομολογηθεί το «Grexit», που ήταν προ των πυλών, συντάξαμε στο «τσάπρα πάτρα» μια δήθεν προγραμματική συμφωνία που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα αφόρητα γενικόλογο «ευχολόγιο» το οποίο, από την επομένη της συνομολόγησής του, οι ίδιοι οι συντάκτες του αναγνώριζαν ότι έχρηζε «επικαιροποίησης».
Το κυβερνητικό σχήμα άλλαξε μετά το «μαύρο» που «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» έπεσε στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, αλλά η νέα προγραμματική συμφωνία που υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσε μια νέα αρχή, ακόμη δεν έχει συνομολογηθεί. Και στην περίπτωση, πάντως, που… δώσει ο Κύριος και, επιτέλους, συνομολογηθεί τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες, μάλλον θα έχει την ίδια τύχη με την προηγούμενη, αφού δεν προηγήθηκε καμία σοβαρή προετοιμασία που να πείθει ότι κάτι άλλαξε. 
Πως, άλλωστε, να πειστεί κανείς ότι κάτι μπορεί να αλλάξει με όλα αυτά που βλέπει να συμβαίνουν γύρω μας και μαρτυρούν την παντελή έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου στη χειμαζόμενη από την ύφεση ελληνική οικονομία;
Τα χρήματα του ΕΣΠΑ, για παράδειγμα, εξακολουθούν να κατασπαταλώνται σε προγράμματα χωρίς καμία αναπτυξιακή προοπτική, όπως η λεγόμενη κοινωνική εργασία που έχει μετατραπεί σε μηχανισμό διανομής επιδομάτων. Θέλετε και το ακόμη χειρότερο; Σε μια εποχή που η χώρα δοκιμάζεται από επενδυτική άπνοια, εξακολουθεί να μην έχει τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος για τα αναπτυξιακά κίνητρα επειδή δεν έχουν εκδοθεί, έξι μήνες μετά την ψήφισή του από τη Βουλή, οι εφαρμοστικές αποφάσεις και τα διατάγματα που προβλέπονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, στη χώρα που κυρίαρχη νοοτροπία είναι το «χύμα στο κύμα», από το οποίο βολεύονται ορισμένοι, το μνημόνιο, όντως, συνιστά «το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους δεσμευτικούς στόχους για το σύνολο του ελληνικού κράτους». Αμφιβάλει κανείς;  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.10.3013)