Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αυτοδιοίκηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αυτοδιοίκηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

Ας ψηφίσουμε όσους ξέρουν να διοικούν και δεν… χάνουν τα manual

            Οι πιο έγκυροι εκλογικοί αναλυτές συμφωνούν ότι οι κάλπες αυτής της Κυριακής, στις οποίες καλούμαστε να επιλέξουμε τους αξιωματούχους που θα διαχειριστούν τις τύχες της γειτονιάς, της πόλης και της περιφέρειας μας για ολόκληρη την επόμενη πενταετία, είναι οι πιο «βουβές» των τελευταίων δεκαετιών.

Παρά το γεγονός ότι σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση εμπλέκονται με την ιδιότητα του υποψηφίου (δήμαρχοι και περιφερειάρχες, κοινοτικοί, δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι) περισσότεροι από 151 χιλιάδες συμπολίτες μας, αριθμός που αποτελεί ρεκόρ, αφού αντιπροσωπεύει κοντά στο 3% του όλο και πιο συρρικνωμένου εκλογικού σώματος, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης είναι μάλλον υποτονικότερο από ποτέ.

Η διαπίστωση ότι ζούμε στην ψηφιακή εποχή και οι προεκλογικές καμπάνιες γίνονται πλέον, ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη εσχατιά της ελληνικής επικράτειας, κυρίως μέσα από τα social media, είναι ίσως μια εξήγηση. Εξήγηση, όμως, η οποία δεν δείχνει επαρκής για να δικαιολογήσει την περιορισμένη ανταπόκριση των πολιτών στις προσκλήσεις των υποψηφίων να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις που οργάνωναν.

Αν είχαν, άλλωστε, συντονιστεί πράγματι οι τοπικοί μας άρχοντες με τη σύγχρονη εποχή, θα είχαμε δει και άλλες βαθύτερες αλλαγές στις παραδοσιακές νοοτροπίες από τις οποίες φαίνεται να διακατέχονται πολλοί από όσους διεκδικούν την ψήφο μας. Τόσα έργα (εντός και εκτός εισαγωγικών) τα οποία είδαμε να προχωρούν και να φθάνουν τους τελευταίους μήνες κοντά στην ολοκλήρωση, είχαμε να δούμε από τις… παραμονές της περασμένης προεκλογικής περιόδου. Και τόση… άσφαλτος που έπεσε σε σοκάκια, δρόμους και λεωφόρους τις τελευταίες εβδομάδες δεν πρέπει να έχει πέσει ούτε ολόκληρη την προηγούμενη τετραετία.

Οι εικόνες, εξάλλου, με τις αφίσες και τα πανό των υποψηφίων που εξακολουθούν να… κοσμούν τις κολώνες ένθεν κακείθεν των δρόμων σε αρκετές πόλεις είναι μια επιπλέον απόδειξη ότι το… παλαιό είναι εδώ, αντιστέκεται και επιμένει. Αδιαφορώντας για τα μηνύματα που στέλνει και τις εντυπώσεις που δημιουργεί σε όσους έχουν ευαισθησίες για την προστασία του περιβάλλοντος ή τον σεβασμό στη νομιμότητα.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας -μικρή ή μεγάλη, θα το αποτιμήσουμε ίσως το βράδυ της ερχόμενης Κυριακής- δείχνει να έπαθε και έμαθε με όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια. Γι΄ αυτό και κατά πιθανότητα το παραδοσιακό «έργο» της ψηφοθηρίας, της υποσχεσιολογίας και του εκμαυλισμού με ευτελή αντίτιμα, έχει πάψει να κόβει τα εισιτήρια τα οποία έκοβε παλαιότερα. Η μνημονιακή επέλαση άφησε και κάτι καλό, για να θυμηθούμε το αρχαιοελληνικό «ουδέν κακόν αμιγές καλού».

Οι πολίτες, όχι όλοι προφανώς, αλλά όλο και περισσότεροι, φαίνεται να είναι πιο υποψιασμένοι στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» εκείνων που αρέσκονται να άρχουν. Οι εξαγγελίες για επερχόμενους επίγειους παράδεισους δεν συναντούν μεγάλα ακροατήρια. Κυρίως από εκείνους που δοκιμάστηκαν και έδειξαν τις δυνατότητες και τις ικανότητες τους. Από την άλλη, δεν δείχνουν να βρίσκουν ευήκοα ώτα ούτε όσοι περιγράφουν την πραγματικότητα αποκλειστικά και μόνον με μελανά χρώματα ή την παραλληλίζουν με την… κόλαση. Επειδή απλώς έτυχε να μην είναι οι ίδιοι στα πράγματα.

Τις προηγούμενες μέρες γίναμε μάρτυρες μιας (αλά ελληνικά) φαρσοκωμωδίας με το… χαμένο manual (σ.σ.: εγχειρίδιο λειτουργίας και συντήρησης) του στεγάστρου του Ολυμπιακού Σταδίου που σχεδίασε, ενόψει των Αγώνων του 2004, ο διάσημος Ισπανός αρχιτέκτονας Σαντιάγκο Καλατράβα. Τα γραφεία του Πρώτου Θέματος στο Μαρούσι είναι πολύ κοντά στο ΟΑΚΑ και το επί χρόνια τώρα σκουριασμένο στέγαστρο του Σταδίου, που είναι ορατό από μακριά, μού δημιουργούσε πάντα την απορία γιατί κανείς από τους τόσους (υπεύθυνους ή ανεύθυνους) που εργάζονται εκεί μέσα δεν αναλάμβανε να στήσει μια σκαλωσιά για να κάνει μια διορθωτική βαφή. Η εξήγηση ήρθε πρόσφατα: είχαν -αν έχετε τον Θεό σας!- χάσει το… manual!

Όσο και αν η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά το κεντρικό Κράτος και όχι την Τοπική Αυτοδιοίκηση, για την οποία θα ψηφίσουμε την Κυριακή, επί της ουσίας δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Το… χαμένο manual από το στέγαστρο του ΟΑΚΑ δεν είναι παρά μια μικρογραφία του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα περισσότερα πράγματα σε αυτή τη χώρα. Έργα, για παράδειγμα, τα οποία αποφασίζονται αποσπασματικά, χωρίς να είναι ενταγμένα σε ένα ευρύτερο σχεδιασμό και κυρίως χωρίς ουδείς να αναλαμβάνει την ευθύνη για τη συντήρησή τους.

Πριν από το ΟΑΚΑ, εξάλλου, ήταν η Θεσσαλία, όπου τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα. Και οι συνέπειες ήταν πολύ μεγαλύτερες. Εκεί, τα τόσο κρίσιμα για τις ανθρώπινες ζωές αλλά και την παραγωγική υπόσταση του Κάμπου, αντιπλημμυρικά έργα έγιναν, παλαιότερα αλλά και πιο πρόσφατα, χωρίς ολιστικό σχεδιασμό. Και, πέραν πάσης αμφιβολίας, χωρίς να υπάρξει ένα εγχειρίδιο (manual) το οποίο να ορίζει ποιος κάνει τι σε περιπτώσεις μεγάλων νεροποντών, όπως πριν από τρία χρόνια με τον «Ιανό» και φέτος με τον «Daniel».

Πριν πάμε, λοιπόν, στην κάλπη της Κυριακής, καλό θα είναι να αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να αναλογιστούμε ποιοι από όσους ζητούν την ψήφο μας ξέρουν να διοικούν χωρίς να προβάλουν δικαιολογίες για… χαμένα manual. Αν δεν το κάνουμε τώρα, αξιολογώντας τόσο όσους διοίκησαν τα προηγούμενα χρόνια όσο και εκείνους φιλοδοξούν να τους διαδεχτούν, θα περιμένουμε πέντε ολόκληρα χρόνια για να διορθώσουμε τις επιλογές που θα κάνουμε.

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Το γκελ του Κασσελάκη και οι κάλπες της άλλης Κυριακής

Ας ελπίσουμε ότι ο νέος ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη δεν θα έχει την ίδια αντίδραση που είχε ο παλαιός ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα κάθε φορά που τα τελευταία επτά χρόνια έβλεπε το φως της δημοσιότητας μια νέα δημοσκόπηση. Διότι, σε διαφορετική περίπτωση, προβλέπεται ότι θα ξαναζήσουμε σκηνές απείρου κάλους όλο το επόμενο διάστημα.

Αν κρίνουμε, μάλιστα, από το γεγονός ότι οι πρώτες μετρήσεις που δημοσιοποιήθηκαν αυτές τις μέρες διέψευσαν ακόμη και τις πιο συντηρητικές προσδοκίες για το υποτιθέμενο γκελ το οποίο θα έκανε στην κοινή γνώμη η επιλογή Κασσελάκη για την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι απλώς θέμα χρόνου για το πότε θα αρχίσει να ξιφουλκεί και να εκτοξεύει απειλές κατά των δημοσκόπων ο μέντορας του νέου αρχηγού της Κουμουνδούρου, Παύλος Πολάκης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική κοινωνία αρέσκεται στην ανανέωση του πολιτικού δυναμικού. Και όταν διακρίνει ότι δημιουργούνται τέτοιες προϋποθέσεις ενθουσιάζεται και σπεύδει να επικροτήσει όσους την επαγγέλλονται. Θυμηθείτε πόσες φορές στο παρελθόν οι αλλαγές στις ηγεσίες κομμάτων ή η δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών έγιναν δεκτές με πολύ θετική προαίρεση. Για παράδειγμα, πριν από σχεδόν δύο χρόνια που εξελέγη αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ο Νίκος Ανδρουλάκης, η δημοσκοπική δύναμη της Χαριλάου Τρικούπη εκτοξεύτηκε στα ύψη. Ανεξάρτητα αν στην πορεία του χρόνου υπήρξε προσγείωση που δεν δικαίωσε τις αρχικές εντυπώσεις.

Αντιθέτως, το πιο πρόσφατο κύμα των μετρήσεων δείχνει ότι, παρά την πρωτοφανή για τα εγχώρια -αλλά ίσως και για τα διεθνή- χρονικά επικοινωνιακή καταιγίδα, με την οποία συνοδεύτηκε η… ουρανοκατέβατη εμφάνιση του αμερικανοτραφούς οικονομολόγου-επιχειρηματία, η ανταπόκριση της κοινής γνώμης δεν φαίνεται να ήταν η αναμενόμενη. Η πλειονότητα των πολιτών δεν έδειξε να συγκινείται από το… «καινούργιο κοσκινάκι» που τόσο ξαφνικά ενέσκηψε στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα.

Παρόλο που οι μισοί από τους ερωτηθέντες (51%) στη δημοσκόπηση της Pulse για τον Σκάι απαντούν ότι η κυβέρνηση στις πρώτες 100 ημέρες από την εκλογή της κινείται σε λάθος κατεύθυνση, ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν καταφέρνει να καλύψει το κενό που δημιουργείται. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει ο δημοφιλέστερος πολιτικός αρχηγός ενώ η Νέα Δημοκρατία διατηρεί σχεδόν αλώβητο το double score που απέσπασε στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις σε σχέση με τον βασικό της αντίπαλο. 

Τη δυσαρέσκεια από τις πρόσφατες κυβερνητικές αστοχίες στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και όχι μόνον δεν την καρπώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ (ούτε, ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ – και αυτό είναι πρόβλημα για τον Νίκο Ανδρουλάκη). Επωφελούνται από αυτήν η Ελληνική Λύση και το ΚΚΕ.

Κι όλα αυτά καταγράφονται ενώ σε λιγότερο από δέκα ημέρες θα (ξανα)πάμε στις κάλπες. Μπορεί αυτή τη φορά να καλούμαστε να εκλέξουμε τους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι θα διαχειριστούν τις τύχες των πόλεων και των περιφερειών που ζούμε για την επόμενη πενταετία, πλην, όμως, όπως παραδοσιακά συμβαίνει, η έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας έχει πάντα πολιτικά χαρακτηριστικά. Πολύ περισσότερο όταν όλα τα κόμματα στις περισσότερες από τις 13 περιφέρειες και στους τρεις μεγαλύτερους δήμους επέλεξαν να δώσουν χρίσματα.

Αφού το έκαναν, τότε μοιραία στις 8 Οκτωβρίου, που είναι ο πρώτος γύρος των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, και στις 15, που θα γίνει ο δεύτερος γύρος, μοιραία θα ακολουθήσει πολιτικό «ταμείο» και όλοι θα μετρήσουν κέρδη και ζημιές.

Όσο, πάντως, κι αν μοιάζει να είναι άδικο ότι το αποτέλεσμα αυτής της κάλπης κάποιοι θα σπεύσουν να το προσθέσουν στο παθητικό του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας θα είναι αρχηγός μόλις τριών εβδομάδων, από την άλλη δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι ήταν επιλογή του ίδιου και όσων βρίσκονται πίσω του ή δίπλα του να ηγηθεί ενός κόμματος το οποίο δεν απέκτησε ποτέ κοινωνικές γειώσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, κακά τα ψέματα, πέτυχε επί των ημερών της ηγεσίας του Αλέξη Τσίπρα να γίνει κόμμα εξουσίας και να κυβερνήσει -με τον τρόπο που κυβέρνησε!- τη χώρα. Δεν κατάφερε, όμως, να αποκτήσει ρίζες στο κοινωνικό σώμα και ούτε είχε ποτέ στελεχιακό δυναμικό το οποίο να ανταποκρίνεται στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. 

Από τον συνδικαλισμό ως την Τοπική Αυτοδιοίκηση ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παρέμεινε, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, μια λέσχη με ετερόκλητα μεγαλοστελέχη που είχαν ποικίλες πολιτικές προελεύσεις: από το παλαιό ΚΚΕ Εσωτερικού και το ΚΚΕ έως την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τις παρυφές της τρομοκρατίας και από τους αριβίστες του παλαιού ΠΑΣΟΚ έως τους ψεκασμένους των ΑΝΕΛ και τον κάθε πικραμένο δεξιό που δεν εβρισκε ρόλο στη μητσοτακική Νέα Δημοκρατία.

Αντίστοιχη προέλευση είχε και έχει η αποδεκατισμένη μάζα των ψηφοφόρων που απέμειναν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ και προσήλθαν την περασμένη Κυριακή, επιλέγοντας πλειοψηφικά Κασσελάκη, επειδή τους έπεισε ότι είναι ο καταλληλότερος για να πάρει την πρωθυπουργία από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. 

Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών έδειξαν ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν συμμερίζεται τέτοιες υπερφίαλες διακηρύξεις. Οι αντιφάσεις του νέου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ήταν κατά της θητείας, αλλά τώρα ζητάει να υπηρετήσει στη… Ρω, δεν πείθουν παρά έναν πυρήνα φανατικών που δύσκολα μπορεί να ξαναγίνει πλειοψηφικό ρεύμα.

Όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας είναι πια υποψιασμένοι με τη fake επικοινωνία και αυτό θα φανεί τόσο την άλλη Κυριακή, όσο, πολύ πιο παραστατικά, στις ευρωεκλογές του επερχόμενου Ιουνίου.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Σε έναν μήνα ψηφίζουμε: Θα επιλέξουμε φίλους και συγγενείς ή άξιους και ικανούς;

            Οι τεράστιες ζημιές από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές είναι ακόμη ανυπολόγιστες, καθώς την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές τα νερά από τις πλημμύρες που χτύπησαν τη Θεσσαλία, την καρδιά της παραγωγικής Ελλάδας στον αγροτικό τομέα, θα χρειαστεί μερικές ακόμη μέρες για να αποσυρθούν ώστε να αποτιμηθεί το συνολικό κόστος το οποίο θα κληθεί να πληρώσει ο κρατικός προϋπολογισμός και το οποίο θα έρθει να προστεθεί στο ήδη μεγάλο κόστος με το οποίο θα επιφορτιστούμε οι φορολογούμενοι εξαιτίας των θερινών πυρκαγιών.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει αυτή την ώρα είναι ότι η επόμενη μέρα η οποία θα ξημερώσει στη Λάρισα, στη Μαγνησία, στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα όταν αποτραβηχτούν τα ύδατα από τους δρόμους, τα σπίτια και τις καλλιέργειες δεν πρόκειται να είναι ίδια με τις μέρες πριν από το ξέσπασμα του ακραίου καιρικού φαινομένου που είδαμε να εξελίσσεται με τέτοια σφοδρότητα. Η αδιαμφισβήτητη κλιματική κρίση, η οποία εντείνει τα καιρικά φαινόμενα και πολλαπλασιάζει τη συχνότητα της εμφάνισής τους, οδηγώντας σε συχνότερους παρατεταμένους καύσωνες και σε ολοένα πιο σφοδρές βροχοπτώσεις, δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι για επαναλαμβανόμενες καταστάσεις όπως αυτές του φετινού καλοκαιριού.

Τόσο οι αρμόδιοι επιστήμονες, όσο και τα ίδια τα φαινόμενα των φυσικών καταστροφών, μάς έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει για όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Ως εκ τούτου είναι απολύτως ασυγχώρητο τα συνεχή παθήματα να μη γίνονται μαθήματα. Για όλους μας. Και πρωτίστως για τον κρατικό μηχανισμό σε όλες του τις εκφάνσεις (κυβέρνηση, περιφέρειες, δήμοι). Ουδείς, λοιπόν, δικαιούται πλέον να επικαλείται είτε άγνοια είτε αιφνιδιασμό. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το «έργο» το έχουμε ξαναδεί.

Πριν από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2020, η Θεσσαλία δοκιμάστηκε σκληρά από την κακοκαιρία που είχε αποκληθεί «Ιανός». Οι καταστροφές που υπέστησαν τότε ο παραγωγικός ιστός και οι υποδομές της περιοχής ήταν εντυπωσιακά μεγάλες. Ακόμη πιο εντυπωσιακές, όμως, ήταν οι υποσχέσεις οι οποίες δόθηκαν για αποκατάσταση των ζημιών που θα γινόταν με τρόπο ώστε να μην επαναληφθούν ανάλογα φαινόμενα. Όλοι θυμόμαστε τις διαβεβαιώσεις που έδιναν οι ιθύνοντες ότι δεν θα ξαναζήσουμε ανάλογες συνθήκες με ασφαλτοστρωμένους δρόμους να διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν και γέφυρες να καταρρέουν σαν χάρτινα οικοδομήματα.

Έπειτα από εκείνη την εμπειρία, θα περίμενε κανείς ότι τα διόλου ευκαταφρόνητα κονδύλια για την αποκατάσταση των ζημιών που διατέθηκαν από το υστέρημα του ελληνικού λαού θα έπιαναν τόπο και θα απέτρεπαν την επανάληψη των καταστροφών, αφού η… φύση είχε προϊδεάσει για τις διαθέσεις της. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Για του λόγου το αληθές, επικαλούμαι την τηλεοπτική συνέντευξη μιας επιχειρηματία, η οποία, θρηνώντας τις εκ νέου μεγάλες ζημιές που υπέστη το εργοστάσιο της, δήλωνε ότι το ίδιο ακριβώς είχε υποστεί και κατά την επέλαση του «Ιανού». Και, παρότι παραδεχόταν -και μπράβο της!- ότι είχε γενναιόδωρα αποζημιωθεί από το Κράτος, δεν έδειχνε να βολεύεται που οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν και πάλι για να ξαναστηθεί η επιχείρησή της.

Αμφιβάλλω αν τη θλίψη, την οποία εξέπεμπε ο λόγος της συγκεκριμένης κυρίας, τη συμμερίζονται και οι κάθε λογής πολιτικοί παράγοντες που σε τοπικό αλλά και σε κεντρικό επίπεδο έλαβαν την τελευταία τριετία τις αποφάσεις για τα έργα τα υλοποιήθηκαν στη Θεσσαλία. Το γεγονός, άλλωστε, ότι λίγο ως πολύ χτυπήθηκαν οι ίδιες ή παραπλήσιες υποδομές της περιοχής, δείχνει ότι μάλλον δεν υπήρχε ούτε ο κατάλληλος σχεδιασμός ούτε η ενδεδειγμένη εκτέλεση των έργων.

Ακόμα και αν όντως έπεσαν περισσότερα χιλιοστά βροχής ανά τετραγωνικό μέτρο, όπως αρέσκονται να λένε σχετικοί και μη με τις μετεωρολογικές συνθήκες, αυτό επ΄ ουδενί δεν δικαιολογεί τις εικόνες που αποσβολωμένοι βλέπουμε στις τηλεοπτικές οθόνες μας με ανθρώπους να αναζητούν καταφύγιο στις στέγες των σπιτιών τους και να περιμένουν βάρκες και ελικόπτερα να τους διασώσουν.

Οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα αναχώματα των ποταμών και τα αντιπλημμυρικά έργα υποδομής δεν κατασκευάζονται για να αντέχουν μόνον σε συνθήκες καλοκαιρίας. Απαιτείται η αντοχή τους σε συνθήκες παντός καιρού. Γι΄ αυτό, εξάλλου, προβλέπεται ότι προηγούνται μελέτες οι οποίες λαμβάνουν υπόψιν τους και τα πλέον ακραία σενάρια. Έγινε, άραγε, αυτό στα έργα που εκτελέστηκαν στη Θεσσαλία μετά τη θεομηνία του 2020; Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι η απάντηση είναι μία και είναι η προφανής: Όχι, βεβαίως!

Σε ακριβώς ένα μήνα από σήμερα, οι ψηφοφόροι από άκρου εις άκρον της ελληνικής επικράτειας θα κληθούμε στις κάλπες για να επιλέξουμε τοπικούς άρχοντες σε περιφέρειες, δήμους και κοινοτικά διαμερίσματα. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά το 2% των Ελλήνων είναι υποψήφιοι σε αυτές τις κάλπες διεκδικώντας αυτοδιοικητικά αξιώματα ως επικεφαλής ή σύμβουλοι στους ΟΤΑ όλης της χώρας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων έχουμε κάποιον συγγενή ή -κομματικό και όχι μόνο- φίλο που θέτει υποψηφιότητα και ζητά να τον ψηφίσουμε στις κάλπες της 8ης Οκτωβρίου.

Στις τριάντα μέρες που μεσολαβούν μέχρι να πάμε στα εκλογικά τμήματα για να ασκήσουμε το υπέρτατο δικαίωμα που διαθέτουμε ως πολίτες, έχουμε όλον τον καιρό μπροστά μας για να σταθμίσουμε πολύ καλά σε ποιους θα δώσουμε την ψήφο μας και σε ποιους θα την αρνηθούμε. Είτε ψηφίζουμε στη Θεσσαλία, είτε οπουδήποτε αλλού στη χώρα, χρειάζεται να κλείσουμε τα αυτιά μας στις σειρήνες της συγγένειας και της -κομματικής ή άλλης- φιλίας. Και με το χέρι στην καρδιά να ψηφίσουμε τους άξιους και ικανούς οι οποίοι έχουν όρεξη για δουλειά και μπορούν να δώσουν σύγχρονες λύσεις στα προβλήματα που απασχολούν τις τοπικές κοινωνίες στις μέρες μας.

Οι συγγενείς και φίλοι μας, που αγαπούν πραγματικά τον τόπο που θέλουν να υπηρετήσουν, θα το καταλάβουν. Οι υπόλοιποι δεν έχουν σημασία…

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Από τις λίρες του ΠΑΣΟΚ στην τοξικότητα του ΣΥΡΙΖΑ



            «Ακόμη και αν πάρει ο Βαγγέλης Βενιζέλος ένα τσουβάλι λίρες και πάει να το μοιράσει στον κόσμο που κυκλοφορεί στην Πλατεία Συντάγματος, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Οι άνθρωποι θα πάρουν τις λίρες και θα απομακρυνθούν βρίζοντας το ΠΑΣΟΚ».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε έμπειρο πολιτικό στέλεχος που αποτιμούσε με τη συγκεκριμένη παραβολή την ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας παραμονές των προηγούμενων ευρωεκλογών που για πρώτη φορά διεξάγονταν ταυτόχρονα με τις δημοτικές.
Πέντε χρόνια μετά, ήρθαν στο νου μου τα λόγια του, παρακολουθώντας το κύμα των αντιδράσεων που εκδηλώθηκε από φιλοκυβερνητικά αυτοδιοικητικά στελέχη για τα χρίσματα που αυθαιρέτως μοίρασε η Κουμουνδούρου σε υποψηφίους σε Περιφέρειες και Δήμους.
Το 2014 γινόταν… σφαγή για το ποιος θα πάρει στήριξη από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ενώ τώρα ακόμη και «πατεντάτοι» ΣΥΡΙΖΑίοι που στην προηγούμενη αναμέτρηση παρίσταναν τους πούρους αντιμνημονιακούς και δεν ήθελαν καμία συνεργασία με όσους δεν δήλωναν υποταγή στον ΣΥΡΙΖΑ, κρύβουν όσο περισσότερο μπορούν την κομματική τους προέλευση.
Το «εγώ δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ…» έχει γίνει μόδα σε όλη τη χώρα, ακόμη και εκεί που δεν βρήκαν –o tempora, o mores!- πρόθυμους ΠΑΣΟΚους υποψηφίους δημάρχους και περιφερειάρχες για να κρυφτούν πίσω τους. Οι «αποσυνάγωγοι» του 2014, έγιναν αίφνης «πολύφερνες νύφες». Και το υψηλής χρηματιστηριακής αξίας brand name «ΣΥΡΙΖΑ» μετατράπηκε σε συνώνυμο κακόφημου και τοξικού προϊόντος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν όντως εντυπωσιακή η κατηγορηματικότητα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι δεν υπάρχει «ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις ευρωεκλογές. Που, κατά τα άλλα, θα είναι «ντέρμπι». Παρόλο που θα έχουν τη σημασία… «δημοσκόπησης», εφόσον δεν ευοδωθεί η «ψήφος εμπιστοσύνης» από τους πολίτες που ζήτησε μόλις λίγες μέρες νωρίτερα.
Εν ολίγοις, σε μια συνέντευξη μόλις μερικών λεπτών, ο πρωθυπουργός κατάφερε να τα πει όλα. Χωρίς στην πραγματικότητα να πει απολύτως τίποτε. Πέραν φυσικά του επιβεβαιωτικού μηνύματος που έστειλε στους σκεπτόμενους πολίτες οι οποίοι γνωρίζουν πλέον ότι η σημερινή εξουσία μπορεί να λέει την ίδια στιγμή τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και στο τέλος, παρότι αποτυγχάνει οικτρά, δεν έχει δυσκολία να επιδίδεται σε πανηγυρισμούς.
Μοιάζει τετριμμένο στερεότυπο και ακούγεται ως κλισέ, αλλά πρέπει να το αντιληφθούμε ότι το κόλλημα με την εξουσία που έχουν ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του δεν έχει προηγούμενο. Όπως δεν έχουν προηγούμενο και τόσα άλλα μοναδικά και παράδοξα πράγματα που γίνονται τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια, παραβιάζοντας κατάφωρα κάθε έννοια πολιτικής ηθικής.
Δεν έχει υπάρξει, για παράδειγμα, ποτέ στο παρελθόν τόσο μεγάλης κλίμακα απόπειρα ανενδοίαστου εκμαυλισμού συνειδήσεων και ξεδιάντροπης εξαγοράς ψήφων. Ακόμη και ο Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος στις παραμονές των εκλογών του 1981 μοίραζε ο ίδιος τις πρώτες επιταγές με τις κοινοτικές επιδοτήσεις, το έκανε τον Αύγουστο και όχι τον Οκτώβριο που στήθηκαν οι κάλπες.
Παρά τις μεγάλες εντάσεις που παρατηρήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό είχε βρει ένα modus viventi για τους κανόνες που ίσχυαν στην προεκλογική περίοδο. Με στόχο τη μεγαλύτερη ουδετερότητα του κρατικού μηχανισμού, το διάστημα πριν το στήσιμο της κάλπης, έπαυαν οι διορισμοί και αναστέλλονταν οι μετακινήσεις δημοσίων υπαλλήλων, ενώ διορίζονταν και υπηρεσιακοί υπουργοί.
Τίποτε από αυτά δεν ισχύει στις μέρες μας. Το κράτος είναι λάφυρο στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τηρούνται ούτε τα προσχήματα. Ακόμη και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών Κώστας Πουλάκης, ο οποίος έχει την ευθύνη της διεξαγωγής των εκλογών, κάνει, ως μη όφειλε, προβλέψεις υπέρ της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ισοδύναμο του είναι σα να βρεθεί κανείς σε ένα καζίνο και να ακούει τον κρουπιέρη να λέει στους παίκτες ότι θα κερδίσει το καζίνο…
Τα κάθε είδους ρουσφέτια δίνουν και παίρνουν, με αποκορύφωμα τη διαβόητη «13η σύνταξη» που θα μοιραστεί την τελευταία βδομάδα πριν από τις κάλπες, αρχής γενομένης από την προσεχή Δευτέρα με τον αστείο ισχυρισμό ότι «τώρα διαπιστώθηκε το πλεόνασμα». Ένα πλεόνασμα που αμφισβητείται από πολλές πλευρές: από την Τράπεζα της Ελλάδος, από τους εταίρους και δανειστές, από τις αγορές αλλά κυρίως και πρωτίστως όποιον «έχει λαμβάνειν» από το κράτος: είτε σύνταξη είτε επιστροφή φόρου, είτε ο,τιδήποτε άλλο.


Γι΄ αυτό και τη μια μιλάνε για «δημοψήφισμα» και την άλλη για «δημοσκόπηση». Για να το έχουν δίπορτο. Αν απλώς χάσουν και δεν συντριβούν, οι κάλπες θα είναι… «δημοψήφισμα». Θα γίνουν, όμως, «δημοσκόπηση» στην –πιο πιθανή, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα- περίπτωση που η ήττα την οποία θα υποστούν θα είναι μεγάλη.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, δεν δείχνουν διάθεση να το… ξεκουνήσουν από το Μαξίμου. Θα προσπαθήσουν να εξαντλήσουν την παραμονή τους εκεί μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα κάνει δυσκολότερη την επάνοδό τους κάποια στιγμή στο μέλλον.
Όπως δείχνει το πάθος με το οποίο απολαμβάνουν την εξουσία τους τόσο ο ίδιος ο κ. Τσίπρας όσο και ο πυρήνας που τον περιστοιχίζει (ταξίδια, κότερα, πούρα, διορισμοί και τόσα άλλα), τους είναι αδύνατον να αντιληφθούν την πολιτική τοξικότητα που εκπέμπουν και να κατανοήσουν ότι πέντε χρόνια μετά ο χρόνος τους τελείωσε. Υπομονή ως την άλλη Κυριακή.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Γιατί δεν βρίσκει υποψηφίους ο ΣΥΡΙΖΑ


Η δυστοκία που παρατηρείται στην αγωνιώδη προσπάθεια να βρεθεί υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ που θα κατέλθει στον Δήμο Αθηναίων δεν είναι παρά μόνον η «κορυφή του παγόβουνου» πίσω από την οποία δεν μπορεί να κρυφθεί η στελεχιακή γύμνια που χαρακτηρίζει το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Όσο και αν οι πολυπλόκαμοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που έχουν τεθεί στην υπηρεσία της κυβέρνησης πασχίζουν να πείσουν για το αντίθετο, γεγονός αναμφισβήτητο αποτελεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε μια περίκλειστη λέσχη στελεχών, η οποία, παρά τον εμπλουτισμό της από διάφορους θεσιθήρες που μετακινήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ την περίοδο του ανοδικού κύματος, δεν κατάφερε να αποκτήσει ερείσματα στο ευρύ κοινωνικό σώμα.
Παρά τις αναμφίβολες εκλογικές επιτυχίες τις οποίες είχε αρχικά στις δίδυμες κάλπες του 2012, που τον έφεραν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και εν συνεχεία στις αναμετρήσεις του 2015, που του έδωσαν την διακυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να γίνει το μεγάλο και μαζικό κόμμα που θα υποκαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ και θα αποτελούσε το αδιαφιλονίκητο «αντίπαλον δέος» απέναντι στη ΝΔ στο παραδοσιακό παιχνίδι της δικομματικής εναλλαγής.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές που διεξήχθησαν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή τον Μάιο του 2014, ήταν η πρώτη σοβαρή ένδειξη ότι το φουντωμένο δένδρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ρίζες στις τοπικές κοινωνίες. Η σχετικά άνετη επικράτησή του στην κάλπη των ευρωεκλογών, δεν είχε την ίδια εξέλιξη στις κάλπες για τους Δήμους και τις Περιφέρειες που έγιναν ταυτόχρονα.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι υποψήφιοι που είχαν το χρίσμα της Κουμουνδούρου κατέγραψαν χαμηλές έως πολύ χαμηλές επιδόσεις. Και έτσι στα δύο όργανα εκπροσώπησης των δύο αυτοδιοικητικών βαθμίδων, την ΚΕΔΕ και την ΕΝΠΕ, οι ΣΥΡΙΖΑίοι «τοπικοί άρχοντες» ήταν μειοψηφία.
Ένας από τους λόγους της αποτυχίας τους ήταν η αλαζονεία του μικρομεγαλισμού από τον οποίο διακατείχοντο τότε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Αλαζονεία η οποία μαζί με το διχαστικό πνεύμα ήταν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά με τα οποία εφόρμησαν για να πάρουν όλες τις εξουσίες: στην αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, στη Βουλή και όπου αλλού –Δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές, μέσα ενημέρωσης και επιχειρήσεις- μπορούσαν να βάλουν πόδι με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα.
Κατά έναν πρωτοφανώς απαράδεκτο τρόπο, είχαν μοιράσει τους πολίτες σε «μνημονιακά μιάσματα» και «αντιμνημονιακούς οσίους». Όποιον κατέτασσαν στη δεύτερη κατηγορία, είχε καλώς. Όποιος, από την άλλη, υποστήριζε λογικά πράγματα, όπως αυτά που και οι ίδιοι υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν ενάμισι χρόνο αργότερα, ήταν δακτυλοδεικτούμενος, τον στοχοποιούσαν και, αν δεν έκανε δήλωση αντιμνημονιακής νομιμοφροσύνης, μέχρι και την… καλημέρα του έκοβαν.
Αυτά το 2014. Τότε που η σημερινή υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Κατερίνα Παπακώστα ήταν για τα φίλα προσκείμενα στην Κουμουνδούρου μέσα ενημέρωσης η… «Ζαρούλια της ΝΔ». Τότε που είχε βγει απαγορευτικό συνεργασίας με στελέχη του ΠΑΣΟΚ που δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στους επελαύνοντες προς την εξουσία παραγοντίσκους του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι είχαν μεθύσει από την ξαφνική έξοδό τους από το περιθώριο στο οποίο τους κατέτασσαν επί δεκαετίες οι ψηφοφόροι.
Τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, αν εξαιρέσει κανείς τις ψευδεπίγραφες διακηρύξεις που εφευρίσκονται για να δικαιολογηθούν οι κωλοτούμπες, τίποτε άλλο δεν θυμίζει το παρελθόν. Οι άλλοτε «συφοριασμένοι» ΠΑΣΟΚοι έχουν γίνει… πολύφερνες νύφες. Σε Δήμους και Περιφέρειες όλης της επικράτειας, όποιος διαθέτει ακόμη και την παραμικρή προϋπηρεσία με «πράσινο» συνδυασμό, ή μπορεί να πάρει χρίσμα από το ΚΙΝΑΛ, βλέπει τους ΣΥΡΙΖΑίους να σπεύδουν αυτοβούλως να στοιχηθούν πίσω του.
Αντιστρέφοντας συνήθειες δεκαετιών έχουμε φθάσει στο απίστευτο σημείο αντί να ζητούν χρίσματα οι υποψήφιοι, αυτά να τους προσφέρονται από την Κουμουνδούρου, οι άνθρωποι της οποίας, επειδή στις περισσότερες περιοχές δεν βρίσκουν υποψηφίους, ψάχνουν να… κρυφτούν πίσω από προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ υποψηφίους.
Το αστείο, μάλιστα, είναι ότι προκειμένου να καλύψουν την αδυναμία τους και να αποφύγουν τη συντριπτική ήττα που όλα δείχνουν ότι περιμένει τους δικούς τους υποψηφίους, ισχυρίζονται πως δήθεν άλλαξαν τακτική και δεν θα δώσουν χρίσματα αυτοί που έχριζαν υποψηφίους ακόμη και όταν με το ζόρι περνούσαν το κατώφλι του 3% σε πανελλαδική βάση. 
«Δεν θα ακολουθήσουμε τη λογική των κομματικών χρισμάτων στις αυτοδιοικητικές», δηλώνει ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης. «Είναι μια λογική παλαιάς κοπής, που ακολουθεί ο κ. Μητσοτάκης», υποστήριξε από τη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε για να… χρίσει(!) υποψήφια για τον δεύτερο Δήμο της χώρας την υφυπουργό Κατερίνα Νοτοπούλου. Η τελευταία, άλλωστε, επιστρατεύθηκε για να καλύψει -εκούσα, άκουσα- το κενό που δημιούργησε η απόφαση του νυν δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη να μην διεκδικήσει νέα θητεία, παρά τη στήριξη που έλαβε από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος εγκαινίασε πρώτος την τακτική του «παίζουμε κρυφτούλι πίσω από τους ΠΑΣΟΚους».
Η επιλογή αυτή του κ. Τσίπρα δεν ήταν τυχαία. Είναι αποτέλεσμα μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της ψυχρολουσίας που επεφύλαξε στους Έλληνες η διακυβέρνηση των τελευταίων χρόνων. Όπου στήνονται κάλπες, από τους φοιτητές ως τους τραπεζοϋπαλλήλους και από τους δικηγόρους και τους γιατρούς έως τους εκπαιδευτικούς και άλλους δημοσίους υπαλλήλους, οι ΣΥΡΙΖΑϊκές δυνάμεις υφίστανται καταποντισμό σε βαθμό που η Κουμουνδούρου κινδυνεύει να μείνει με μικρότερα ερείσματα στους μαζικούς χώρους από εκείνα που είχε όταν ήταν στο 3%.
Τα ρουσφέτια και οι κάθε είδους μικροεξυπηρετήσεις, η παρεοκρατία και ο νεποτισμός και γενικώς η αναπαραγωγή όλων των παλαιοκομματικών μεθόδων στην οποία επιδόθηκε η τετραετής διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν στάθηκαν ικανές συνθήκες για να αντιστρέψουν την πορεία. Η ανικανότητα και η αναποτελεσματικότητα ανεπάγγελτων, κατά βάση, ανθρώπων, οι οποίοι επί χρόνια το μόνο που είχαν μάθει ήταν να κάνουν κριτική, δεν μπορούσαν μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα να ανατραπούν.
Γι΄  αυτό δεν βρίσκουν υποψηφίους. Και γι΄ αυτό εκείνοι οι… τολμηροί, οι οποίοι μπορεί εν τέλει να βρεθούν, θα πρέπει να ετοιμάζονται για πολύ δυνατό… «μαύρισμα»!

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Τους πήραν χαμπάρι οι εξαπατημένοι



Συνήθως οι πρωθυπουργοί, τουλάχιστον στις κανονικές χώρες, όταν αναλαμβάνουν μια πρωτοβουλία το κάνουν επειδή είναι βέβαιοι για το αποτέλεσμα της. Σε περιπτώσεις λαϊκών κινητοποιήσεων, ειδικότερα, ο κανόνας θέλει να προηγείται εξαντλητικός διάλογος και εντατική διαπραγμάτευση από τους αρμόδιους υπουργούς με στόχο να προετοιμαστεί το έδαφος για τη βέλτιστη λύση, την οποία, εφόσον δεν μπορούν να δώσουν οι ίδιοι, την παραπέμπουν στα υψηλότερα κλιμάκια.
Είθισται, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, ο επικεφαλής της κυβέρνησης που έχει επίγνωση του ρόλου του να εμπλέκεται προσωπικά στην κρίση όταν αυτή  βαίνει προς εκτόνωση και απαιτείται η δική του παρέμβαση σε τρόπον ώστε, όχι να διαπραγματευτεί, ο ίδιος αλλά με το αυξημένο κύρος του αξιώματος του και την υψηλή θεσμική αξιοπιστία που διαθέτει να εγγυηθεί την εφαρμογή των συμπεφωνημένων.
Τίποτε από όλα αυτά, τα γνωστά και δοκιμασμένα, δεν ίσχυσε στην περίπτωση της συνάντησης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στην Αυτοδιοίκηση. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης δεν παρενέβη για να επικυρώσει συμφωνία που, όπως θα ήταν το φυσιολογικό και αναμενόμενο, είχαν συνάψει νωρίτερα οι συνεργάτες του.
Αντιθέτως, κινήθηκε με διάθεση να «πάρει πάνω του το παιχνίδι», όπως θα έλεγαν τα γνωστά φερέφωνα του Μαξίμου αν η κατάληξη ήταν διαφορετική. Έτσι, ο κ. Τσίπρας ενεπλάκη στην υπόθεση με τη γνωστή προχειρότητα που χαρακτηρίζει τα έργα και τις ημέρες του και με την ακόμη γνωστότερη… διαπραγματευτική δεινότητα που νομίζει ότι διαθέτει. Ακολούθησε, με άλλα λόγια, τη δική του πεπατημένη που δεν είναι άλλη από το διαρκές «τζογάρισμα» στο οποίο επιδίδεται μέσα από τις -συνήθως ανεκπλήρωτες- υποσχέσεις που δίνει προς κάθε κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία.
Αυτή τη φορά, όμως, ο κ. Τσίπρας απέτυχε. Κι ο λόγος της οικτρής αποτυχίας του ήταν επειδή δεν αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να δίνει κάποιος απεριόριστα τις ίδιες υποσχέσεις στους ίδιους ανθρώπους. Βλέπετε, οι άνθρωποι που είχε απέναντι του στην αίθουσα συσκέψεων του Μεγάρου Μαξίμου είχαν ξανακούσει και από τα πρωθυπουργικά χείλη ότι η κυβέρνηση θα τους μονιμοποιούσε όλους και χωρίς κριτήρια. Μόνον, όμως, που δεν το έκανε, όπως δεν θα το κάνει και τώρα επειδή πρωτίστως δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα και δευτερευόντως δεν θα λάβει «πράσινο φως» από τους δανειστές στους οποίους έχει υποταχθεί όσο κανένας προκάτοχός του.
Μπορεί να μην είναι συνταγματολόγοι όσοι εργάζονται στην αποκομιδή των απορριμμάτων, αλλά διαθέτουν τον κοινό νου που τους επιτρέπει να αντιλαμβάνονται το εύρος της εξαπάτησης που υφίστανται την τελευταία διετία από τους υπουργούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αλλά και από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα, ο οποίος είχε προ μηνών δεσμευτεί σε συναδέλφους τους στη Θεσσαλονίκη ότι θα έδινε λύση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το «όχι» που είπαν οι εργαζόμενοι στην Αυτοδιοίκηση στις… προσφορές του πρωθυπουργού είναι μάλλον το ηχηρότερο ράπισμα που δέχεται ο κ. Τσίπρας στο εσωτερικό της χώρας κατά τα δυόμισι χρόνια που ηγείται των… ατάκτων «σκιτζήδων» που παριστάνουν την κυβέρνηση. Ήταν ένα «όχι» που αποδεικνύει ότι αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν ο «αποθεωτικός» Ιούνιος του 2015 όταν οι Έλληνες πίστευαν τις ψευδείς πρωθυπουργικές υποσχέσεις ότι ήταν ζήτημα ημερών η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων που έθεσε σε εφαρμογή σε αγαστή συνεργασία με τον αλήστου μνήμης υπουργό των Οικονομικών εκείνης της περιόδου.
Τα διαβόητα πλέον capital controls είναι ακόμη εδώ και δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγαλοκαταθέτης για να έχει συνειδητοποιήσει την τεράστια ζημιά που υπέστη η ελληνική οικονομία αυτή τη διετία εξαιτίας της κυβερνητικής αφροσύνης. Ούτε χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα ευφυής για να καταλάβει τη συνεχιζόμενη χυδαία εξαπάτηση. Που γίνεται χυδαιότερη όταν ουδείς από τους κυβερνώντες αναλαμβάνει την παραμικρή ευθύνη για όσα συμβαίνουν και για τα οποία ενοχοποιούνται άλλοτε οι ξένοι πιστωτές και άλλοτε η αντιπολίτευση.
Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια διπλή εξαπάτηση που τη βιώνουν σχεδόν οι πάντες στο πετσί τους: οι συνταξιούχοι που βλέπουν τις συντάξεις τους να κατακρεουργούνται, αλλά οι κυβερνώντες προσπαθούν να τους πείσουν ότι δεν είναι αυτό που νομίζουν, οι εργαζόμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται από τους επιπλέον φόρους που πηγαίνουν για να στηθεί ο νέος κομματικός στρατός, οι ιδιοκτήτες ακινήτων που πίστεψαν ότι θα γλίτωναν τον ΕΝΦΙΑ και θα κουρευόταν το δάνειο τους και τώρα κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους με ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, οι νέοι που ήλπισαν ότι η μετανάστευση δεν θα ήταν ο δικός τους μονόδρομος. 
Επειδή, όμως, όπως έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολ, «μπορείς να ξεγελάς πολλούς για λίγο καιρό, λίγους για πολύ καιρό, αλλά δεν μπορείς να ξεγελάς τους πάντες για πάντα», είναι πλέον φανερό ότι η αντίστροφη μέτρηση για τον κ. Τσίπρα και την κυβέρνηση του έχει αρχίσει. Δεν τους πιστεύει πια σχεδόν κανείς, διότι είναι πολλοί εκείνοι που εξαπατήθηκαν.
Γι΄ αυτό και ανεξαρτήτως με την τροπή που θα έχει η απεργία στην αποκομιδή των σκουπιδιών –που η ευχή και η ελπίδα όλων μας δεν μπορεί παρά να είναι ότι πρέπει να λήξει το συντομότερο-, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα με τη στάση που τήρησαν αυτές τις μέρες «έγραψαν ιστορία»: κονιορτοποίησαν την όποια εναπομείνασα κυβερνητική, ου μην αλλά και πρωθυπουργική, αξιοπιστία.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Η Δούρου και η… ξεροκεφαλιά των γεγονότων



            Ο αφορισμός ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» βρίσκει, νομίζω, την απόλυτη δικαίωσή του στα όσα ήρθαν τις τελευταίες ημέρες στη δημοσιότητα για τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας διοίκησης, υπό την κυρία Ρένα Δούρου, στην Περιφέρεια Αττικής.
            Δεν είναι μόνο το ζήτημα με τον διαγωνισμό για το συνεργείο καθαριότητας που είναι αλήθεια ότι είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη διοίκηση Σγουρού, πλην, όμως, προχώρησε κανονικότατα επί των ημερών της νέας περιφερειάρχη, παρά τους συνειρμούς που μοιραία δημιουργούνται με τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών και την εκ των υστέρων προσπάθεια να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.
Είναι κυρίως το ευρύτερο θέμα του προϋπολογισμού της Περιφέρειας Αττικής που εισηγήθηκαν οι συνεργάτες της κυρίας Δούρου και ψήφισε την περασμένη εβδομάδα το Περιφερειακό Συμβούλιο, υιοθετώντας, ουσιαστικά, με κάποιες μικροδιευθετήσεις κονδυλίων αμφίβολης αποτελεσματικότητας, το σχέδιο που είχε ετοιμάσει ο προκάτοχός της Γιάννης Σγουρός.
            «Ο άθλος της αναμόρφωσης μέρους του προϋπολογισμού πραγματοποιήθηκε μέσα σε 15 ημέρες και το σύνολο του κειμένου τους επόμενους τρεις μήνες θα ελεγχθεί γραμμή προς γραμμή», δικαιολογήθηκε, όπως διαβάζει κανείς στο σχετικό ρεπορτάζ που δημοσίευσε η «Αυγή», ο αρμόδιος αντιπεριφερειάρχης.
            Γιατί, αλήθεια, μόνον 15 μέρες; Οι περιφερειακές εκλογές που ανέδειξαν την κυρία Δούρου στο αξίωμά της έγιναν τον περασμένο Μάιο και οι πολίτες της Αττικής πείστηκαν από τις προεκλογικές εξαγγελίες της ότι η νέα περιφερειάρχης είχε έτοιμο πρόγραμμα που θα έφερνε από την πρώτη κιόλας μέρα τη μεγάλη ανατροπή στη μεγαλύτερη Περιφέρεια της χώρας.
            Η νέα περιφερειακή αρχή είχε όλο το καλοκαίρι μπροστά της για να προετοιμάσει τον δικό της προϋπολογισμό και επί σχεδόν δύο μήνες που είναι στα πράγματα, από το τέλος Αυγούστου που ορκίστηκε σε εκείνη την ιδιαίτερη τελετή στα Άνω Λιόσια, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε φέρει τα πάνω κάτω, δρομολογώντας τις δικές της προτεραιότητες που περιείχε το πρόγραμμα που παρουσίασε στους πολίτες.
Οι δικαιολογίες ότι «ο προϋπολογισμός είναι μεταβατικός και θα αλλάξει στην πορεία» δείχνουν, αν μη τι άλλο, ένδεια επιχειρημάτων ικανών να δικαιολογήσουν τις προεκλογικές μεγαλοστομίες που τις παρέσυραν τα νερά που έπνιξαν τις προηγούμενες μέρες τις δυτικές συνοικίες της Αττικής και για τις οποίες ο προϋπολογισμός της κυρίας Δούρου, όπως άλλωστε και των ανθυποψηφίων της για να μην την αδικήσουμε ως προς αυτό, δεν είχε καμία ιδιαίτερη πρόνοια, κάτι που ίσως θα περίμενε ο ψηφοφόρος που έστειλε πριν από πέντε μήνες στην αντιπολίτευση τον κ. Σγουρό.
Αν η νέα περιφερειάρχης και οι συνεργάτες της δεν ήξεραν τα μεγάλα προβλήματα της έλλειψης αντιπλημμυρικής προστασίας οι γειτονιές που πνίγηκαν και γι΄ αυτό δεν ενέγραψαν αντίστοιχα κονδύλια για την αντιμετώπισή τους στον «αναμορφωμένο» προϋπολογισμό που κατήρτισαν, τόσο το χειρότερο γι΄ αυτούς.
Όπως και να έχει, όμως, αν, όπως μας πληροφόρησε, με άρθρο του στην «Αυγή», ο αρμόδιος αντιπεριφερειάρχης χρειάστηκαν δύο ολόκληροι μήνες για να ανακατανεμηθεί το… 10% των κονδυλίων μιας Περιφέρειας, της οποίας ο προϋπολογισμός είναι στην πραγματικότητα ένας μικρός «τυφλοσούρτης», εύκολα αναρωτιέται κανείς πόσα χρόνια χρειάζονται για να αλλάξει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Και αυτή, αν θέλετε, είναι –πέρα από επικοινωνιακά αλυσοδέματα με τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών- η μεγάλη εικόνα που αναδεικνύεται από την όλη υπόθεση με τα δείγματα γραφής της νέας περιφερειάρχη Αττικής. Είναι η απόσταση που χωρίζει τα εύκολα προεκλογικά λόγια με τα μετεκλογικά έργα. Και που τα κάνει να συγκρούονται μεταξύ τους επειδή μεσολαβεί η αδυσώπητη πραγματικότητα.
Σύμφωνα, άλλωστε, με τη ρήση ενός παλαιού προέδρου των ΗΠΑ, που αργότερα αποδόθηκε και στον Γάλλο Φρανσουά Μιτεράν, «τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα…».