Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βουλή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βουλή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Η Δημοκρατία αντέχει και στη… «Βαβυλωνία»

Δεν ξέρω πόσοι Έλληνες είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα της νέας Βουλής που ως είθισται άνοιξε με τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων. Αλλά είναι βέβαιο ότι όσοι το έκαναν, επειδή ανέμεναν ότι ο κατακερματισμός της κοινοβουλευτικής σύνθεσης που προέκυψε από την κάλπη της 25ης Ιουνίου θα αύξανε το ενδιαφέρον της πολιτικής αντιπαράθεσης, θα πρέπει μάλλον να απογοητεύθηκαν.

Ο πλουραλισμός των απόψεων αποτελεί αναμφίβολα πλούτο για τη δημοκρατική λειτουργία, υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι η πολυφωνία δεν μετατρέπεται σε κακοφωνία που θυμίζει τη «Βαβυλωνία» του συγγραφέα Δημητρίου Βυζάντιου, στην οποία πολύ εύστοχα παρέπεμψε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας για να ξορκίσει την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και είχε τα γνωστά αποτελέσματα.

Με την επιφύλαξη ότι θα επιβεβαιωθεί το προσεχές διάστημα η πρώτη εικόνα, η οποία σχηματίστηκε στο ξεκίνημα της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν απείχε πολύ από την απόλυτη ασυνεννοησία, τις λεκτικές παρεξηγήσεις και τους αναίτιους διαπληκτισμούς ανάμεσα στους προερχόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδος οι οποίοι στις απαρχές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους και αδυνατούσαν να βρουν κοινή γλώσσα.

Αν όμως οι πρωταγωνιστές της «Βαβυλωνίας» του Βυζάντιου έβγαζαν γέλιο, έχω την αίσθηση ότι η οκτακομματική σύνθεση της νέας Βουλής εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο βγάζει δεν είναι παρά μια αφόρητη βαρεμάρα. Πώς αλλιώς μπορεί να αισθανθεί κάποιος παρακολουθώντας τον χαμηλής αισθητικής φραστικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε υποτιθέμενους αντισυστημικούς σχηματισμούς που στην πραγματικότητα δεν κομίζουν τίποτε νέο και τίποτε διαφορετικό στην πολιτική ζωή του τόπου;

Πολύ φοβάμαι ότι οι αυτάρεσκες βεβαιότητες, οι ναρκισιστικού χαρακτήρα μικρομεγαλισμοί και οι κοινότυπα λαϊκίστικοι βερμπαλισμοί, που ακούστηκαν κατά κόρον στην πρεμιέρα της Εθνικής Αντιπροσωπείας, θα αποτελέσουν τον κανόνα που θα χαρακτηρίζει τη νέα Βουλή. Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις θα είναι -και μακάρι να διαψευστώ- μια πολύ δύσκολη άσκηση υπομονής που για να τις παρακολουθήσει κανείς θα χρειάζεται «ιώβειες» ιδιότητες. Πόσες φορές άλλωστε μπορεί να ακούσει κανείς από τα ίδια ή και διαφορετικά χείλη να υπερηφανεύονται ότι αποτελούν την… «αυθεντική» υπερασπιστική δύναμη των ιδεωδών της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας;

Για την ιστορία και μόνον να σημειωθεί ότι ο αρχικός κύκλος των ομιλιών των οκτώ πολιτικών αρχηγών στις προγραμματικές δηλώσεις διήρκησε επτά ολόκληρες ώρες. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί πόσος ακόμη χρόνος θα χρειαζόταν αν έπρεπε να ακολουθήσουν και δευτερολογίες. Και, πολύ περισσότερο, να σκεφθεί πόσοι διαθέτουν τις αντοχές να μείνουν καθηλωμένοι στον καναπέ τους για να ακούσουν τέτοιες συζητήσεις από την αρχή τους έως το τέλος προκειμένου να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα.

Θα ήταν, πάντως, ευχής έργον αν οι πολίτες -και ιδίως όσοι έχουν την έφεση να δελεάζονται από τις «Σειρήνες» του λαϊκισμού- να άκουγαν όλα όσα λέγονται σε αυτές τις συζητήσεις ώστε να μπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν λόγια και πράξεις. Θεωρώ ότι αν το έκαναν, δεν θα είχαν αυταπάτες ότι τα παραδοσιακά κόμματα είναι εκείνα που κατέστρεψαν τη χώρα και έρχονται στη θέση τους οι… τιμωροί ακτιβιστές να μας απαλλάξουν από όλα τα κακά της μοίρας μας.

Καλώς ή κακώς, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, απεδείχθη ότι οι παθογένειες δεν αποτελούν αποκλειστικό «προνόμιο» των παλαιών κομμάτων. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις ο αρχηγοκεντρισμός και η παρεοκρατία είναι περισσότερο κραυγαλέα φαινόμενα στις δυνάμεις που επαγγέλλονται ότι τάχατες διαθέτουν τη «χρυσή συνταγή».

Θυμηθείτε, άλλωστε, πόσα σχήματα της μιας ή, άντε, των δύο κοινοβουλευτικών θητειών γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Από την Πολιτική Άνοιξη έως το ΔΗΚΚΙ και τον ΛΑΟΣ, από τους ΑΝΕΛ έως τη ΔΗΜΑΡ και από το Ποτάμι έως τη Χρυσή Αυγή ή το ΜέΡΑ 25, απεδείχθη ότι η πλειονότητα των νεοπαγών σχηματισμών υπήρξαν θνησιγενείς οργανισμοί που δεν άντεξαν στον χρόνο. Προφανώς επειδή δεν είχαν επί της ουσίας τίποτε σημαντικό να εισφέρουν, πέραν του γεγονότος ότι σε κάποιες περιπτώσεις -και πρέπει να το παραδεχθούμε- λειτούργησαν ως φυτώρια ανάδειξης νέων στελεχών που έκαναν καριέρα σε άλλα κόμματα.

Υπό αυτή την έννοια, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχουν καλύτερη τύχη η Ελληνική Λύση, οι Σπαρτιάτες, η Νίκη ή η Πλεύση Ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιοριστούν τα δικαιώματα τους που προβλέπονται από τη συνταγματική και κοινοβουλευτική τάξη. Κάθε άλλο. Η Δημοκρατία μας και οι θεσμοί της είναι πλέον τόσο δοκιμασμένοι που είναι βέβαιο ότι θα αντέξουν το καθεστώς της «Βαβυλωνίας». Όπως και τις υπαινικτικές αλληλοκατηγορίες για… «πατριδεμπορία».

Ο καιροί θα δείξουν!

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

Ο Ανδρέας, ο Μαρκ Τουέιν και η πίστη στην πατρίδα ή στην κυβέρνηση

Σε μια συγκυρία κατά την οποία στη διεθνή ειδησεογραφία κυριαρχούν οι ιστορικές αποφάσεις δύο παραδοσιακά «αδέσμευτων» και ειρηνόφιλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Φινλανδία και η Σουηδία, να ζητήσουν να μπουν κάτω από την αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, στη χθεσινή συνεδρίαση του ελληνικού Κοινοβουλίου οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις «σκοτώνονταν» για την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία με επιχειρηματολογία που έδειχνε να ανασύρεται από το χρονοντούλαπο παλαιότερων δεκαετιών.

Όποιος άκουγε τη συζήτηση έμενε έκπληκτος και μόνον από το γεγονός ότι… πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιπαράθεση είχαν οι αναφορές στον αλήστου μνήμης Πιουριφόι και στους χειρισμούς τους οποίους έκανε πριν από τρεις και τέσσερις δεκαετίες ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ανεξαρτήτως από ποια άποψη μπορεί να έχει κάποιος για την εξωτερική πολιτική του αείμνηστου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, είναι απορίας άξιον πως μπορεί υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες της εποχής μας να αναζητούν αναλογίες σε περιόδους οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως συνάφεια με τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα.

Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες, το γεωστρατηγικό περιβάλλον των ημερών μας είναι εντελώς διαφορετικό και δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα προηγούμενο και στη Βουλή των Ελλήνων κυριάρχησε το αν είχε δίκιο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που χαρακτήριζε «Ιανό» τον Ανδρέα Παπανδρέου ή αν ο τελευταίος σωστά έλεγε «έξω οι βάσεις του θανάτου» προτού η κυβέρνησή του υπογράψει, τη δεκαετία του ΄80, νέα συμφωνία για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα.

Δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη Φινλανδία και στη Σουηδία, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ ότι στη Στοκχόλμη και στο Ελσίνκι επικαλούνται λόγια και κινήσεις του Ούλοφ Πάλμε για να αξιολογήσουν τις πρωτοβουλίες της σημερινής πρωθυπουργού Μαγκνταλένα Άντερσον και να (επι)κρίνουν την απόφαση της ίδιας και της Φινλανδής ομολόγου της Σάνα Μάριν να υποβάλουν αίτημα για ένταξη των χωρών τους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Το αστείο(;) είναι ότι υπήρξαν δημοσιεύματα στη χώρα μας που χαρακτήριζαν «αντιδημοκρατική» τη στάση τους. Το ό,τι οι υπογράφοντες αυτά τα δημοσιεύματα τάσσονται συγκεκαλυμένα ή και ανοικτά υπέρ της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία και ζητούν να τερματιστεί η αντίσταση των Ουκρανών στην καταπάτηση τη ανεξαρτησίας τους, προφανώς μόνον τυχαία δεν είναι…

Επιστρέφοντας, ωστόσο, στα δικά μας και στη σφοδρή χθεσινή αντιπαράθεση στη Βουλή για το περιεχόμενο που έχει η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας-ΗΠΑ, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η κατάρτισή της άρχισε επί των ημέρων της προηγούμενης κυβέρνησης και η οριστικοποίησή της έγινε από τη σημερινή, χωρίς, όμως, ουσιώδεις αποκλίσεις από τα τετελεσμένα της προηγούμενης περιόδου. Ακόμη και αν δεν πάρει κάποιος τοις μετρητοίς όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει ο απελθών πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ για την αγαστή συνεργασία που είχε με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι άλλαξαν πολλά πράγματα στην εξωτερική πολιτική μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019.

Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, αρκεί να ανατρέξει κανείς στα λεγόμενα από τον κ. Τσίπρα στην περί ης ο λόγος κοινοβουλευτική συζήτηση. «Ναι, πράγματι, επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν πάρα πολύ ουσιαστικά βήματα», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να συμπληρώσει: «Είχαμε απόλυτη αίσθηση της ευθύνης να υπερασπιστούμε την εθνική γραμμή και είχαμε πατριωτική αίσθηση της ευθύνης και προχωρήσαμε σε επιλογές που ενίσχυσαν τον ρόλο της χώρας διεθνώς και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».

Απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, συνέχισε λέγοντας: «Ξέρετε πολύ καλά ότι επί ΣΥΡΙΖΑ καθιερώθηκε ο στρατηγικός διάλογος και το σχήμα 3+1. Επί ΣΥΡΙΖΑ προωθήθηκε και στηρίχθηκε όσο ποτέ άλλοτε ο αγωγός EastMed. Επί ΣΥΡΙΖΑ πέρασε το EastMed Act που πίεζε το State Department για πρώτη φορά να καταγράψει τις τουρκικές παραβιάσεις και να άρει το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησαν επενδύσεις αμερικανικές όπως το FSRU που εγκαινιάσατε προχθές. Καλά κάνατε και το εγκαινιάσατε, αλλά είπατε “δικό μας έργο”. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε αυτό. Μαζί με τον Μπορίσοφ το υπογράψαμε». 

Και δεν έμεινε εκεί: «Εγκαινιάσατε και τα Ναυπηγεία της Σύρου. Επί ΣΥΡΙΖΑ έγινε και αυτό το έργο», πρόσθεσε για να συνοψίσει ο ίδιος: «Η Ελλάδα και κάθε Έλληνας πρωθυπουργός, κύριε Μητσοτάκη, οφείλει να διαπραγματεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση των διμερών μας σχέσεων, αλλά σε αμοιβαία επωφελή βάση. Για εμάς αμοιβαία επωφελής βάση συνεργασίας στον τομέα της άμυνας είναι η εξασφάλιση ανταλλαγμάτων και εγγυήσεων σε σχέση με τα αμυντικά συμφέροντα της χώρας».

Το καλύτερο όλων, ωστόσο, ήταν όταν ο κ. Τσίπρας -άθελά του, κατά τα φαινόμενα- επικαλέστηκε την ίδια ακριβώς ρήση του Μαρκ Τουέιν που είχε χρησιμοποιήσει λίγο νωρίτερα ο κ. Μητσοτάκης. «Πατριωτισμός σημαίνει πίστη στην πατρίδα πάντα, πίστη στην κυβέρνηση μόνο όταν το αξίζει», ήταν η επίμαχη φράση στην οποία, όμως, οι δύο αρχηγοί… κατάφεραν να δώσουν διαφορετική ερμηνεία. Ο μεν πρωθυπουργός είπε ότι στο θέμα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας «συμπίπτουν και ισχύουν απόλυτα και οι δύο αυτές προϋποθέσεις». Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντέτεινε ότι «εσείς αποδεικνύετε, μέρα με τη μέρα, ότι δεν το αξίζετε».

Για να αποδειχθεί, έτσι, πως όταν ένας πολιτικός θέλει να διαφωνήσει, μπορεί να το κάνει ακόμη και όταν συμφωνεί…

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η μομφή, μομφή… δεν έχει. Ή μήπως έχει;

«Τον πήρε παραμάζωμα τον Μητσοτάκη ο Τσίπρας» αποφάνθηκε ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στο παρελθόν διετέλεσε βουλευτής σε μια ανάρτηση την οποία έκανε εν θερμώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ολοκληρώθηκε η ομιλία που εκφώνησε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ίδιος.

«Ανελέητο σφυροκόπημα σε Μητσοτάκη και κυβέρνηση ΝΔ», παιάνιζαν την ίδια στιγμή τα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης. Επειδή, όμως, θα ακολουθούσε η ομιλία του πρωθυπουργού, ένας εκ των εκπροσώπων Τύπου της Κουμουνδούρου έσπευσε να δώσει γραμμή, ή ίσως και να προκαταλάβει όλους εκείνους που δεν παρακολουθούσαν απευθείας την κοινοβουλευτική συνεδρίαση, με την εξής διαπίστωση: «Θλιβερή η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή να προσπαθήσει να απαντήσει στον οδοστρωτήρα Τσίπρα».

Κι όλα αυτά γιατί; Για να δικαιολογηθεί η διαπίστωση με την οποία είχε νωρίτερα ξεκινήσει την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: «Έχετε τελειώσει πολιτικά κύριε Μητσοτάκη!», ήταν η άποψη που εξ αρχής εξέφρασε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πριν αρχίσει να εκπέμπει τον γνωστό, αλλά και τόσο αντιφατικό εξάψαλμο κατά των μέσων ενημέρωσης. «Όσο υπάκουα είναι», ισχυρίστηκε «τόσο μεγαλύτερη χρηματοδότηση παίρνουν», αγνοώντας ότι και τα περισσότερα από τα μέσα που τον υποστηρίζουν δεν αδικήθηκαν από τα κονδύλια της πανδημίας.

Απέφυγε, βεβαίως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να μπει στον κόπο να παραθέσει κάποιο σχετικό στοιχείο που να δικαιολογεί τα λεγόμενά του. Διότι αν το έκανε, θα έπρεπε να βρει ένα τουλάχιστον σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί το λαϊκιστικό, ου μην αλλά και συνωμοσιολογικό, αφήγημα του. Ένα στην πραγματικότητα καταφανώς κατασκευασμένο αφήγημα που σχετίζεται με την προφανή πολιτική κακοδαιμονία με την οποία είναι αντιμέτωπος που τον κάνει να κοιμάται και να ξυπνάει με την εκτίμηση ότι φταίνε τα μέσα ενημέρωσης τα οποία ευλόγως διέγνωσαν ότι η πρόταση μομφής την οποία υπέβαλε ο κ. Τσίπρας στην παρούσα φάση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας από τα εμφανή προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα όπλα που του δίνουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής για να επιτεθεί στην κυβέρνηση και να εκθέσει τις ανεπάρκειες των πολιτικών της και τις αστοχίες των στελεχών της. Μόνον, όμως, που ακόμη και σε όσους δεν αρέσκονται στη δίκη προθέσεων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητες οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις κάθε πολιτικής παράταξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και οι πιο φιλικά διακείμενοι προς την Κουμουνδούρου δεν μπορούν να συγκαλύψουν το αυταπόδεικτο γεγονός ότι το έναυσμα για την πρόταση μομφής του κ. Τσίπρα δεν ήταν ο χιονιάς της περασμένης Δευτέρας και το… σπασμένο τηλέφωνο ανάμεσα στους ιθύνοντες της Αττικής Οδού και την ηγεσία της Πολιτικής Προστασίας που είχε ως αποτέλεσμα την απερίγραπτη ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών στον βαρυφορτωμένο από τα χιόνια περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της πρωτεύουσας. 

Άλλωστε, ακόμη και οι λιγότερο προσεκτικοί τηλεθεατές της, κατά τα λοιπά, γενικευμένης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε το προηγούμενο τριήμερο στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν ότι ο λόγος που στήθηκε όλο αυτό το σκηνικό είχε να κάνει με την διπλή πίεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Μια πίεση που προέρχεται αφενός από την δημοσκοπική απειλή που προκαλεί για κείνον η (αδιαμφισβήτητη) εκτίναξη της επιρροής του Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη και αφετέρου από την αδυναμία του κ. Τσίπρα να επιβάλει τις βουλήσεις του στο εσωκομματικό δυναμικό της παράταξης του που εμφορείται από τις ιδέες που είχε το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν αποτελούσε μια περιθωριακή πολιτική δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας στην καταληκτική του ομιλία αφιέρωσε λιγότερο χρόνο στις ατχοχίες και στις αρρυθμίες που σχετίζονταν με το πρόβλημα της κακοκαιρίας, μένοντας, μάλιστα, σχεδόν άφωνος για τις ευθύνες των υπευθύνων της Αττικής Οδού, που η περιρρέουσα φημολογία θέλει να ανήκουν στον κύκλο των… συνομιλητών του. Αντιθέτως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της αγόρευσης του στην (απέλπιδα;) προσπάθεια του υπόδικου τηλεπαρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη να αποδείξει ότι ήταν συνομιλητής κυβερνητικών στελεχών.

Όσο επιλήψιμο, όμως, κι αν είναι (που είναι!), ότι σοβαροί κατά τα λοιπά υπουργοί της κυβέρνησης βρίσκονταν σε διάλογο με ανθρώπους σαν τον Φουρθιώτη (σ.σ.: η στήλη είναι αναφερθεί επικριτικά και στο παρελθόν στο… ψοφοδεές πολιτικό πρόσωπο το οποίο κάνει υποκλίσεις στις υπερφίαλες απαιτήσεις τηλεπερσόνων που κινούνται στον υπόκοσμο της υποτιθέμενης «ενημέρωσης»), η κατάσταση αυτή επ΄ ουδενί δεν δικαιώνει την υποβολή της πρότασης μομφής από τον κ. Τσίπρα. 

Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν είναι μόνον που καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει μέχρι τώρα από την κατάθεση πρόταση δυσπιστίας, όπως με βάση την επίσημη κοινοβουλευτική ορολογία αποκαλείται η «μομφή». Είναι πολύ περισσότερο που η υποβολή της μομφής δεν δικαιώθηκε από το επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν για να τη στηρίξουν. Άλλωστε, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ενστερνιστεί την άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «έχει τελειώσει πολιτικά» ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Σε πείσμα, λοιπόν, των βαρύγδουπων ισχυρισμών για «παραμάζωμα», «ανελέητο σφυροκόπημα» και «οδοστρωτήρα Τσίπρα», η πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου άσφαιρη ομοβροντία. Και αυτό διότι μπορεί να είναι να είναι εύκολο να μέμφεσαι κάποιον, αλλά αν αυτό γίνεται χωρίς επαρκή δικαιολογητική βάση, τότε ο κίνδυνος η μομφή να γίνει μπούμερανγκ είναι πολύ μεγάλος. 

Το πιθανότερο, δε, είναι ότι οι επόμενες δημοσκοπήσεις, των οποίων τα ευρήματα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αμφισβητηθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση, θα το δείξουν!

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Οι… ορέξεις της απλής αναλογικής

 Με την φλεγματική, ή κατ΄ άλλους κυνική, διάθεση που τον χαρακτήριζε, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν άκουσε σε μια παλαιότερη συνεδρίαση της Βουλής έναν βουλευτή μικρότερου κόμματος να ξιφουλκεί κατά των κομμάτων εξουσίας εκείνης της εποχής που, κατά την άποψη του, «δεν τολμούσαν να εφαρμόσουν το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής», έσπευσε να σχολιάσει: «Μα, κύριε συνάδελφε, για να μπει κανείς στη Βουλή, δεν αρκεί η απλή αναλογική, χρειάζονται και ψήφοι…».

Θυμήθηκα το άκρως χαρακτηριστικό αυτό κοινοβουλευτικό στιγμιότυπο καθώς το τελευταίο διάστημα αναπτύσσεται μια έντονη παραφιλολογία περί της δημιουργίας νέων πολιτικών σχηματισμών, τα οποία λέγεται ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι στις επόμενες βουλευτικές εκλογές η κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών θα γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής.

Η συμπεριφορά, για παράδειγμα, του βουλευτή Κωνσταντίνου Μπογδάνου αποδίδεται από ορισμένους σε τέτοιους υπολογισμούς που φέρεται να κάνει ο πρώην δημοσιογράφος για τον οποίο λέγεται ότι έχει βλέψεις να ηγηθεί του πολιτικά «ορφανού» μετά την φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής ακροδεξιού ακροατηρίου το οποίο «συγκινείται» από την εμφυλιοπολεμική ρητορική, αρέσκεται σε ξενοφοβικές εξάρσεις και επικροτεί τους λαϊκίστικους ακτιβισμούς που γίνονται για το θεαθήναι.

Η περίπτωση Μπογδάνου δεν είναι η μοναδική που μαρτυρά μια σχετική κινητικότητα η οποία παρατηρείται τόσο στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος όσο και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Είναι μια κινητικότητα, η οποία βρίσκεται ακόμη στην πρόωρη φάση της αναζήτησης ρόλου που απασχολεί διάφορα πρόσωπα και, κατά τα φαινόμενα, θα ενταθεί το επόμενο διάστημα που θα ξεκαθαρίσει και το τοπίο με την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής και θα αρχίσει η ουσιαστική αντίστροφη μέτρηση προς τις προσεχείς κάλπες.        

Η αλήθεια είναι ότι η διεθνής αλλά και η εγχώρια εμπειρία δείχνουν ότι η απλή αναλογική λειτουργεί συνήθως αποσυσπειρωτικά για τις μεγάλες πολυσυλλεκτικές παρατάξεις. Κι αυτό διότι με την απλή αναλογική ενισχύονται οι τάσεις κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος που προκαλούνται αφενός επειδή σε κάποιες περιπτώσεις προκύπτουν πραγματικές ανάγκες έκφρασης κάποιων κοινωνικών δυνάμεων και αφετέρου επειδή, σε άλλες περιπτώσεις, εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα πρόσωπο με ηγετικές φιλοδοξίες που θέλει να στήσει τον δικό του, συνήθως προσωποπαγή για τα δικά μας δεδομένα, σχηματισμό.

Στις παρούσες συνθήκες, ωστόσο, όλα αυτά μοιάζουν να κινούνται απολύτως στη σφαίρα της θεωρίας και να μην βρίσκουν αντιστοίχιση στην πραγματικότητα. Από όλες, εξάλλου, τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης που έχουν γίνει στους 27 μήνες που έχουν παρέλθει από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, προκύπτει ότι το πολιτικό σκηνικό είναι διαμορφωμένο σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που ήταν και στις τελευταίες βουλευτικές κάλπες. Ο μετακινήσεις ψηφοφόρων που παρατηρούνται είναι πολύ περιορισμένες και, προσώρας, τουλάχιστον, στον ορίζοντα δεν διακρίνεται κάποιος παράγων ικανός να ανατρέψει την υφιστάμενη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος.

Οι εξηγήσεις που μπορεί να δώσει κανείς γι΄ αυτή την εικόνα είναι πολλές και σίγουρα οι λόγοι που την διαμορφώνουν έχουν να κάνουν τόσο με τις συνθήκες στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο όσο και με τα πρόσωπα που διαδραματίζουν ή ενδιαφέρονται να διαδραματίσουν ρόλους. Γενικότερα μιλώντας θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος την άποψη ότι η πλειονότητα του κοινωνικού σώματος αισθάνεται κουρασμένη από την περιπέτεια της τελευταίας δωδεκαετίας και προτιμά η πολιτική ζωή του τόπου να μπει σε ήρεμα νερά χωρίς αναταράξεις και τρικυμίες.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι βέβαιο ότι συνέβαλε σημαντικά και η πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης να αλλάξει ήδη από την αρχή της θητείας της τον εκλογικό νόμο, καταργώντας την απλή αναλογική που θα ισχύσει μόνον στις επόμενες εκλογές. Από την μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση θα εφαρμοστεί νέο σύστημα το οποίο έχει ρήτρα για κλιμακωτό «μπόνους» εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος που στην πραγματικότητα δίνει περίπου τον ίδιο κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων που έδινε και το σύστημα που εφαρμόστηκε επί σειρά ετών έως την τελευταία αναμέτρηση του Ιουλίου του 2019.

Για να μην θεωρητικολογούμε, όμως, ας δούμε τις επιπτώσεις στην κατανομή των εδρών που θα έχει η εφαρμογή των συστημάτων της απλής αναλογικής και του κλιμακωτού μπόνους που θα ισχύσουν στις δύο επόμενες αναμετρήσεις με βάση τα ποσοστά που είχαν τα κόμματα που βρίσκονται στη σημερινή Βουλή. Η ΝΔ, με το ποσοστό 39,9% που είχε τον Ιούλιο του 2019, θα πέσει, από τις 158 έδρες που διαθέτει τώρα, στις 130, αλλά θα επανέλθει και πάλι στις 158 αν διατηρήσει το ίδιο ποσοστό στην, τρόπον τινά, επαναληπτική εκλογή που θα γίνει εφόσον δεν σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση στις πρώτες κάλπες.

Αντιστοίχως ο ΣΥΡΙΖΑ, που με το 31,5% του 2019 έχει σήμερα 86 έδρες, θα αυξήσει τους βουλευτές του σε 103 με την απλή αναλογική και θα επανέλθει στους 86 με το σύστημα του κλιμακωτού μπόνους που υιοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση. Το ίδιο περίπου θα συμβεί και με τα υπόλοιπα κόμματα: το ΚΙΝΑΛ (με το 8,1%) θα πάει από τις 22 στις 27 έδρες και θα επιστρέψει πάλι στον προηγούμενο αριθμό, το ΚΚΕ (με το 5,3%) θα πάει προσωρινά από τις 15 στις 17 έδρες, ενώ η Ελληνική Λύση (με το 3,7%) θα αυξήσει επίσης πρόσκαιρα κατά 2 τους 10 βουλευτές που διαθέτει τώρα, όπως και το ΜέΡΑ25 (3,4%) που θα πάει προσωρινά από τους 9 στους 11 βουλευτές.

Συμπερασματικά, λοιπόν, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάτι σημαντικό που θα ανατρέψει άρδην τα τωρινά δεδομένα, όσοι «ορέγονται» μερίδιο εξουσίας επειδή μόνον και μόνον θα ισχύσει η απλή αναλογική στις επόμενες εκλογές, το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουν με την… όρεξη!

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Η υπεροψία είναι ο χειρότερος σύμβουλος

 

            Δύο εβδομάδες πριν ανακοινωθεί, με τον τρόπο που ανακοινώθηκε, ο τελευταίος ανασχηματισμός της κυβέρνησης, οι πολιτικοί αρχηγοί, σύμφωνα με το δημοσιογραφικό στερεότυπο, διασταύρωναν τα ξίφη τους στη Βουλή για τις συνέπειες και τις ευθύνες από τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου.

Οι τόνοι ανέβηκαν συχνά σε εκείνη τη συνεδρίαση της 25ης Αυγούστου και ακούστηκαν βαριές εκατέρωθεν εκφράσεις κυρίως ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δευτερευόντως ανάμεσα στη Φώφη Γεννηματά και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Παρακολουθώντας την οξεία αντιπαράθεση, προσωπικά μου κέντρισε το ενδιαφέρον μια αποστροφή της ομιλίας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος απευθυνόμενος προς το πρωθυπουργικό έδρανο είπε επί λέξει τα εξής: «…Δεν είστε ικανός την ώρα της κρίσης να δείξετε ότι καταλαβαίνετε τι δεν πήγε καλά και αναζητείτε -μαθαίνω- διέξοδο σε ανασχηματισμούς και σε πρόσωπα από τον δημοκρατικό χώρο για να αποτελέσουν τις σωσίβιες λέμβους σας…».

Το βράδυ της ίδια μέρας, αλλά και τις επόμενες ημέρες, έθεσα υπόψιν συνεργατών του πρωθυπουργού την εν λόγω επισήμανση του κ. Τσίπρα, καλώντας τους να μου επιβεβαιώσουν ή να μου διαψεύσουν ότι η κυβέρνηση βολιδοσκοπούσε πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους ενόψει του ανασχηματισμού. Με λύπη μου διαπίστωσα ότι σχεδόν κανείς άλλος πλην εμού δεν είχε προσέξει την -εν είδει προειδοποιητικής βολής- καταγγελία του πρώην πρωθυπουργού ότι η κυβέρνηση έψαχνε –κατά την έκφρασή του- «σωσίβιες λέμβους» στον «δημοκρατικό χώρο».

Η λύπη μου έγινε έκπληξη την περασμένη Τρίτη όταν στο άκουσμα των μεταβολών που αποφάσισε ο πρωθυπουργός να κάνει στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου διαπίστωσα ότι η μόνη εντυπωσιακή αλλαγή του ανασχηματισμού ήταν η είσοδος στην κυβέρνηση του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ Ευάγγελου Αποστολάκη σε θέση επικεφαλής στο υπό σύσταση υπουργείο Πολιτικής Προστασίας. Με λίγα λόγια είχε γίνει ακριβώς εκείνο που είχε… προφητέψει ο κ. Τσίπρας, χωρίς, μάλιστα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, να λάβει κάποιος από την κυβέρνηση υπόψιν του την… προφητεία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συνέχεια του επεισοδίου είναι πλέον παγκοίνως γνωστή: ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε εντόνως, αποδίδοντας χαρακτηρισμούς περί «αποστασίας» και «εξαγοράς» στον ναύαρχο Αποστολάκη, ο τελευταίος υπαναχωρώντας δεν απεδέχθη το αξίωμα και το κυβερνητικό σχήμα ορκίστηκε εν τέλει «κολοβό» αφού η θέση του υπουργού Πολιτικής Προστασίας έμεινε κενή μέχρι να βρεθεί άλλο πρόσωπο που θα την καλύψει. Κι όλα αυτά διότι ο κ. Τσίπρας ήξερε τι προετοιμάζει ο πρωθυπουργός, καθώς είναι σαφές πλέον ότι τον είχε προϊδεάσει ο βολιδοσκοπηθείς από το Μέγαρο Μαξίμου κ. Αποστολάκης, αλλά η κυβέρνηση νόμιζε ότι ετοίμαζε τον απόλυτο επικοινωνιακό αιφνιδιασμό που θα κατέπλησσε φίλους και αντιπάλους.

Ανεξαρτήτως του κατά πόσο ήταν «ηρωική» ή «ατιμωτική» η πράξη του ναυάρχου Αποστολάκη, αλλά και του γεγονότος ότι ο κ. Τσίπρας «δεν δικαιούται δια να… ομιλεί», κατά την περιώνυμη έκφραση του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα, για «αποστασίες» καθώς όταν ήταν πρωθυπουργός διόρισε στην κυβέρνησή του ακόμη και βουλευτές που είχαν εκλεγεί στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο με την αντίπαλη παράταξη, το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται από την περιγραφείσα υπόθεση είναι ότι οι συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή είναι… διάλογοι κωφών.

Στις περισσότερες κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις οι αγορεύσεις μοιάζουν με παράλληλους μονόλογους που εκφωνούνται χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι ομιλίες των άλλων. Ούτε η αντιπολίτευση ακούει την κυβέρνηση. Αλλά ούτε και η κυβέρνηση δίνει βάση στα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης. Με λίγες εξαιρέσεις και οι μεν και οι δε καταλαμβάνονται από έναν αυτάρεσκο ναρκισσισμό που συχνά καταλήγει σε αλαζονική υπεροψία. Όπως αυτή που έκανε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην λάβει διόλου υπόψιν της την προειδοποίηση Τσίπρα που, με την ύστερη γνώση, εύκολα αναγνωρίζει κανείς (σ.σ.: οι λέξεις «σωσίβιες λέμβοι» είναι χαρακτηριστικές) ότι ήταν φωτογραφία του κ. Αποστολάκη.     

Στην επίμαχη συζήτηση της 25ης Αυγούστου, ο πρωθυπουργός αντέδρασε έντονα στην επίθεση που δέχθηκε και με αυτή την αφορμή είπε προς τον κ. Τσίπρα: «Μην περιμένετε μετά να συζητάμε για αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου και μην εκπλήσσεστε μετά που όλα αυτά τα οποία λέτε, ουσιαστικά, δεν τα ακούει κανείς». Δεν έμεινε, όμως, μόνον σε αυτό: «Ειλικρινά σας το λέω, δεν μετριέμαι με εσάς, δεν είστε το μέτρο σύγκρισής μου εσείς. Θα είχα βάλει τον πήχη πάρα πολύ χαμηλά εάν απλά ήθελα να είμαι καλύτερος από εσάς», συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης.

Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που ένας πρωθυπουργός απευθύνθηκε κατ΄ αυτόν τον -μάλλον υποτιμητικό- τρόπο προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ίδιος όταν ήταν στη αντίστοιχη θέση είχε ακούσει πολύ πιο βάναυσες προσβολές από τον πρωθυπουργό Τσίπρα. Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, το ίδιο έργο το έχουμε δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός και ο κύκλος του νομίζουν ότι είναι άτρωτοι και δεν πρόκειται να χάσουν από τον αντίπαλό τους, κάτι που τις πιο πολλές φορές διαψεύδεται στην πράξη.  

Η υπεροψία, βλέπετε, είναι ο χειρότερος σύμβουλος των ισχυρών. Πλην, όμως, ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορεί να την ελέγξουν. Και ακόμη λιγότεροι όσοι έχουν τη δύναμη να την καθυποτάξουν, έτσι ώστε να κρατήσουν αυτιά και μάτια ανοιχτά στην πραγματικότητα.

 

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Είναι τελικά χρήσιμο το «πόθεν έσχες» των πολιτικών;

 

«Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου», τιτλοφορούνταν ο πρώτος νόμος για το λεγόμενο «πόθεν έσχες» που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου (ν. 4351/1964), υποχρεώνοντας τους πολιτικούς πρώτης γραμμής να δηλώνουν την προέλευση των εισοδημάτων που αποκτούν και των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν.

«Αποτελεί επίμονο αίτημα του ελληνικού λαού η ηθική εξυγίανση του δημοσίου βίου και σε αυτό το αίτημα ανταποκρίνεται το υποβαλλόμενον σχέδιον νόμου», αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση του νομοθετήματος που αν εξαιρέσει κανείς το ολίγον βαρύγδουπο ύφος των διατυπώσεων που περιείχε, θα μπορούσε με μικρές παραλλαγές να περιλαμβάνεται και σε ένα νομοσχέδιο των ημερών μας.

«Στην Ελλάδα τόσο οι δημόσιοι άνδρες, όσο και το Σώμα της διοικήσεως κοσμούνται από αρετή», συνέχιζε σε πιο καθαρευουσιάνικο τέμπο η ίδια έκθεση. Και με μια μάλλον ηθικοπλαστικού περιεχομένου διαπίστωση, πρόσθετε: «Σπάνιαι είναι αι περιπτώσεις καταχρήσεως της εξουσίας και αθεμίτου πλουτισμού. Αλλά αυτοί πρέπει να κολάζονται αυστηρώς προς προστασίαν της τιμής του πολιτικού κόσμου».

Κατά τη διάρκεια των 57 χρόνων που παρήλθαν έκτοτε, αναμφισβήτητα συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στα εγχώρια και στα διεθνή πολιτικά ήθη. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου βέβαιο ότι η καθιέρωση του θεσμού του «πόθεν έσχες» συνέβαλε στην προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου από τη γενικευμένη καχυποψία του μέσου πολίτη που θέλει την πλειονότητα όσων «θητεύουν» στην κεντρική πολιτική σκηνή να πλουτίζουν αθέμιτα, κάνοντας κατάχρηση των αξιωμάτων τους.

Η καχυποψία των πολιτών περί της ύπαρξης αργυρώνητων πολιτικών βρίσκει φυσικά έρεισμα σε κρούσματα χρηματισμού που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς. Ο βασικός, όμως, τροφοδότης της πεποίθησης πολλών συνελλήνων ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» ήταν και παραμένει ο εν πολλοίς αδιαφανής τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται ο θεσμός του «πόθεν έσχες» που δεν βοηθάει στην διαφοροποίηση των επίορκων πολιτικών από εκείνους που ασκούν ευόρκως τα καθήκοντα και δεν ενδίδουν στους πειρασμούς του εύκολου πλουτισμού.

Παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πάμπολλες απόπειρες για να πάψουν οι ετήσιες δηλώσεις που κατατίθενται στη Βουλή να συνιστούν μια απλή παράθεση των δηλούμενων εισοδημάτων και των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων, στην πράξη δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Το βάρος εξακολουθεί να βρίσκεται στο «έσχες», ενώ παραμένει υποβαθμισμένο το «πόθεν», με αποτέλεσμα να είναι πολύ σπάνιες οι φορές που κάποιος επίορκος πολιτικός να αποκαλύφθηκε από τον ενδελεχή έλεγχο εκείνων που δήλωσε.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το 2012 που η χώρα είχε μπει στη μνημονιακή μέγγενη και ο πολιτικός κόσμος βαλλόταν συλλήβδην για τη χρεωκοπία της χώρας, με πρωτοβουλία του πρώην Προέδρου της Βουλής Απόστολου Κακλαμάνη ψηφίστηκε νόμος (4065/2012) που προέβλεπε αναδρομικό έλεγχο των εισοδημάτων και της περιουσίας για όλους όσοι διετέλεσαν μετά το 1974 πρωθυπουργοί, αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, υφυπουργοί. Ο έλεγχος ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς προαπαιτούμενο για την ουσιαστική έρευνα ήταν το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών σε Ελλάδα και εξωτερικό όλης της αφρόκρεμας της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Δυόμισι χρόνια αργότερα η υπόθεση έκλεισε αδόξως με την ψήφιση τροπολογιών που τροποποιούσαν και στην ουσία απενεργοποιούσαν τον νόμο για τον αναδρομικό έλεγχο που θα έδειχνε ποιοι έγιναν πλουσιότεροι και ποιοι φτωχότεροι μέσω της ενασχόλησης με την πολιτική. Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι σε αυτό το περίτεχνο κουκούλωμα δεν αντέστη ούτε καν η διαβόητη «τρόικα» παρόλο που οι σχετικές ρυθμίσεις είχαν περιληφθεί σε ένα από τα γνωστά πολυνομοσχέδια – «σκούπα» με μέτρα που επέβαλαν οι δανειστές προκειμένου να μας δώσουν μια από τις δόσεις της βοήθειας με την οποία κρατήθηκε όρθια η χώρα.

Παρά, πάντως, τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται στη χώρα μας ο θεσμός του «πόθεν έσχες», η χρησιμότητά του δεν παύει να ισχύει. Μπορεί στις ετήσιες δηλώσεις που υποβάλλουν πολιτικοί αρχηγοί, υπουργοί, βουλευτές και ευρωβουλευτές, περιφερειάρχες και δήμαρχοι να μην είναι διόλου ευδιάκριτες οι μίζες που εισπράττονται από τους επίορκους, αλλά και έτσι βγαίνουν κάποια συμπεράσματα. Ακόμη και αν δεν είναι πάντοτε ολοκληρωμένα, αποκαλύπτουν συχνά υποκριτικές συμπεριφορές που αλλιώς δεν θα διαπιστώνονταν.             

Αν δεν υπήρχε, για παράδειγμα, το «πόθεν έσχες» δεν θα μαθαίναμε για τον πολιτικό αρχηγό που αφιονίζει το κοινό του κατά της Γερμανίας αλλά διατηρεί τις… αμύθητες τραπεζικές του καταθέσεις στην Deutschebank. Επίσης χωρίς αυτές τις υποτυπώδεις, έστω, δηλώσεις δεν θα πληροφορούμαστε για τις… αριστερές συλλογές ακινήτων προκειμένου να ενοικιαστούν σε ΜΚΟ για τη φιλοξενία μεταναστών. Ούτε θα είχαμε γνώση για το γεγονός ότι κάποιοι που έπαιζαν το επικίνδυνο παιχνίδι της εξόδου από την ευρωζώνη διατηρούσαν τις καταθέσεις τους στο ασφαλές περιβάλλον των πιστωτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής.

Μπορεί, λοιπόν, το «πόθεν έσχες» να μην προστατεύει την… τιμή του πολιτικού κόσμου, όπως το οραματίστηκαν όσοι προσπάθησαν να το καθιερώσουν πριν από σχεδόν έξι δεκαετίες. Και ίσως γι΄ αυτό εδώ και κάποια χρόνια επιλέγεται –τι σύμπτωσή!- η δημοσιοποίησή τους να γίνεται στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου που ο περισσότερος κόσμος είναι σε διακοπές και το ενδιαφέρον για την πολιτική ατονεί. 

Μπορεί, επίσης, σε πλείστες όσες περιπτώσεις οι δηλώσεις που υποβάλουν ορισμένοι από τους πολιτικούς μας ταγούς να μην ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, επειδή, για παράδειγμα, οι αγορές ακινήτων δεν ανταποκρίνονται στις τιμές της αγοράς, οι συμπεριφορές τους, ωστόσο, δεν εκμηδενίζουν τη χρησιμότητα του «πόθεν έσχες».  

Στο τέλος, τέλος τίποτε δεν πάει χαμένο. Και κάθε εχέφρων πολίτης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.