Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοσκοπήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοσκοπήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

«Ταμείο» στις 9 Ιουνίου

Πριν από τέσσερις εβδομάδες το -ανά Παρασκευή- κείμενο του υπογράφοντος σε αυτήν εδώ τη στήλη είχε τον τίτλο «Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς».

Αφορμή για τις συγκεκριμένες επισημάνσεις υπήρξε το κλίμα το οποίο επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην ελληνική κοινωνία -να είναι καλά ο μικρός μου φίλος, ο 15χρονος Κωνσταντίνος, που μου έδωσε το έναυσμα- καθώς συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στο οποίο έχασαν τόσο άδικα τις ζωές τους 57 συνάνθρωποί μας.

Μόνον όποιος ήταν κλεισμένος στον δικό του κόσμο ή φορούσε παρωπίδες είχε δυσκολία να αντιληφθεί ότι η κοινή γνώμη τελούσε σε κατάσταση «βρασμού» και, εξαιτίας των όσων είχαν μεσολαβήσει, φαινόταν να είναι ακόμη πιο εξοργισμένη από όσο ήταν τις πρώτες ώρες και μέρες της τραγωδίας. Κυβερνητικά στελέχη, εθελοτυφλώντας, μιλούσαν για «μπαγιάτικο θέμα». 

Ενώ τα γνωστά τρολ του Διαδικτύου ξιφουλκούσαν με φανατισμό εναντίον όσων υποστήριζαν ότι υπάρχουν ερωτήματα τα οποία, καλώς ή κακώς, χρήζουν πειστικών απαντήσεων, οι οποίες δεν δόθηκαν, κυρίως επειδή η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής δεν εκπλήρωσε τον ρόλο της, κατά βάση λόγω της αχαρακτήριστης στάσης που τήρησε η πλειοψηφία των μελών της.

Παρόλο που ήταν περισσότερο από φανερό ότι η συλλογική πληγή της τραγωδίας, όπως την βίωνε η ελληνική κοινωνία, παρέμενε ανοιχτή, οι εργασίες της κοινοβουλευτικής Επιτροπής έκλειναν άρον άρον, ενισχύοντας την εντύπωση για μεθοδευμένη απόπειρα συγκάλυψης και δίνοντας τροφή και επιχειρήματα σε κάθε λογής συνομωσιολόγους.

Εμφορούμενοι προφανώς και από την αλαζονεία του εκλογικού αποτελέσματος της περασμένης χρονιάς, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απαξίωσαν ακόμη και να παραστούν στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής στην οποία τέθηκε προς συζήτηση το «πόρισμα» της Εξεταστικής.

Οι δημοσκοπήσεις των αμέσως επόμενων ημερών δεν μπορούσαν παρά να καταγράψουν την σχεδόν πάνδημη δυσφορία με την οποία «εισέπραττε» η ελληνική κοινωνία τη συμπεριφορά των κυβερνώντων, οι οποίοι, ανεξαρτήτως προθέσεων, έστελναν προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι βασικό μέλημά τους ήταν να επιβληθεί σιωπητήριο στην υπόθεση. 

Οι συγγενείς των θυμάτων, όμως, αλλά και όσοι τους συνέδραμαν -για «συμφεροντολογικούς» και όχι μόνον λόγους-, δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστούν με αυτή τη στόχευση. 

Σε κάθε δημόσια παρουσία της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού, της χαροκαμένης μητέρας που με τόσο γενναία αξιοπρέπεια εκπροσώπησε και τους υπολοίπους συγγενείς, οι άλλοτε απόρθητες γραμμές της επικοινωνιακής άμυνας, που χάρασσε το κυβερνητικό επιτελείο, κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι.

Έτσι, πολύ πριν βρουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αφορμή από το -διόλου «αποκαλυπτικό»- δημοσίευμα του κυριακάτικου Βήματος περί «μονταζιέρας» για να υποβάλλουν την πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, είχε προηγηθεί η έντονη κοινωνική δυσπιστία για το που οδηγούσαν οι χειρισμοί της κυβέρνησης. Δυσπιστία η οποία, ας μην αυταπατώμεθα, ήρθε να προστεθεί σε ένα αρνητικό υπόβαθρο που συνθέτουν και άλλοι παράγοντες. 

Όπως, για παράδειγμα, οι δυσμενείς εξελίξεις στον οικονομικό τομέα με τις οξείες πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες που έλαβε τελευταία η κυβέρνηση χωρίς να επιδιώξει ή να πετύχει την ευρύτερη συναίνεση (καθιέρωση επιστολικής ψήφου, νόμος για τα μη κρατικά ΑΕΙ, κ.ά.).

Αλλά και μετά την υποβολή της αντιπολιτευτικής πρότασης, η αντίκρουση που επιχειρήθηκε με επιστράτευση της επιχειρηματολογίας για «οργανωμένα συμφέροντα που συνασπίζονται με την αντιπολίτευση για να πολεμήσουν την κυβέρνηση», δεν απεδείχθη επιτυχής, παρότι κάποιοι… βιαστικοί προέβλεπαν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα κατέληγε σε «μπούμερανγκ» για την αντιπολίτευση. 

Δεν είναι μόνον ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί κάνουν όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη να αναφωνούν ότι γινόμαστε «στο ίδιο έργο θεατές», ενθυμούμενοι τα αλήστου μνήμης «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και τους αξέχαστους «νταβατζήδες».

Είναι, πολύ περισσότερο, που εξαιτίας αυτού του «ιδεολογήματος», η κυβέρνηση απώλεσε δύο στελέχη της και στενότατους συνεργάτες του πρωθυπουργού, τον Σταύρο Παπασταύρου και τον Γιάννη Μπρατάκο, οι οποίοι παραιτήθηκαν επειδή υπέπεσαν στο ατόπημα (;) να παραστούν σε μια «κοινωνική εκδήλωση», κάτι που, ούτε σε ότι αφορά τους ίδιους, ούτε την πλειονότητα των συναδέλφων τους, είναι κάτι που δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. 

Ας μη γελιόμαστε, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί αυτής αλλά και κάθε άλλης κυβέρνησης δεν είναι κακό να πίνουν ποτά και να καπνίζουν πούρα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Αν αυτό δεν επηρεάζει την πολιτική την οποία ασκούν, οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι επιλήψιμο γεγονός.

Όπως και να έχει και επειδή η πολιτική πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αμέσως μετά την καρατόμηση των δύο συνεργατών του άδραξε την ευκαιρία για να διακηρύξει από το βήμα της Βουλής ότι «δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο». Πρόσθεσε ότι «στο τιμόνι του τόπου θα είναι αυτοί που τους ψηφίζουν οι πολλοί και όχι οι λίγοι ισχυροί». Και κατέληξε λέγοντας ότι «αν κάποιος εκδότης μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά στην πολιτική αρένα ο ίδιος». 

Η αλήθεια είναι ότι σε θεωρητικό επίπεδο δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος με αυτές τις επισημάνσεις. Στην πράξη, όμως;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου οι πολίτες με την ψήφο τους θα δώσουν απαντήσεις και θα γίνει «ταμείο» για όλα: για τα Τέμπη, για την ακρίβεια, για το Κράτος Δικαίου, για την ποιότητα διακυβέρνησης και την αξιοπιστία όλων όσοι διεκδικούν την ψήφο τους. 

Κοντός ψαλμός, λοιπόν!

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Το γκελ του Κασσελάκη και οι κάλπες της άλλης Κυριακής

Ας ελπίσουμε ότι ο νέος ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη δεν θα έχει την ίδια αντίδραση που είχε ο παλαιός ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα κάθε φορά που τα τελευταία επτά χρόνια έβλεπε το φως της δημοσιότητας μια νέα δημοσκόπηση. Διότι, σε διαφορετική περίπτωση, προβλέπεται ότι θα ξαναζήσουμε σκηνές απείρου κάλους όλο το επόμενο διάστημα.

Αν κρίνουμε, μάλιστα, από το γεγονός ότι οι πρώτες μετρήσεις που δημοσιοποιήθηκαν αυτές τις μέρες διέψευσαν ακόμη και τις πιο συντηρητικές προσδοκίες για το υποτιθέμενο γκελ το οποίο θα έκανε στην κοινή γνώμη η επιλογή Κασσελάκη για την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι απλώς θέμα χρόνου για το πότε θα αρχίσει να ξιφουλκεί και να εκτοξεύει απειλές κατά των δημοσκόπων ο μέντορας του νέου αρχηγού της Κουμουνδούρου, Παύλος Πολάκης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική κοινωνία αρέσκεται στην ανανέωση του πολιτικού δυναμικού. Και όταν διακρίνει ότι δημιουργούνται τέτοιες προϋποθέσεις ενθουσιάζεται και σπεύδει να επικροτήσει όσους την επαγγέλλονται. Θυμηθείτε πόσες φορές στο παρελθόν οι αλλαγές στις ηγεσίες κομμάτων ή η δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών έγιναν δεκτές με πολύ θετική προαίρεση. Για παράδειγμα, πριν από σχεδόν δύο χρόνια που εξελέγη αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ο Νίκος Ανδρουλάκης, η δημοσκοπική δύναμη της Χαριλάου Τρικούπη εκτοξεύτηκε στα ύψη. Ανεξάρτητα αν στην πορεία του χρόνου υπήρξε προσγείωση που δεν δικαίωσε τις αρχικές εντυπώσεις.

Αντιθέτως, το πιο πρόσφατο κύμα των μετρήσεων δείχνει ότι, παρά την πρωτοφανή για τα εγχώρια -αλλά ίσως και για τα διεθνή- χρονικά επικοινωνιακή καταιγίδα, με την οποία συνοδεύτηκε η… ουρανοκατέβατη εμφάνιση του αμερικανοτραφούς οικονομολόγου-επιχειρηματία, η ανταπόκριση της κοινής γνώμης δεν φαίνεται να ήταν η αναμενόμενη. Η πλειονότητα των πολιτών δεν έδειξε να συγκινείται από το… «καινούργιο κοσκινάκι» που τόσο ξαφνικά ενέσκηψε στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα.

Παρόλο που οι μισοί από τους ερωτηθέντες (51%) στη δημοσκόπηση της Pulse για τον Σκάι απαντούν ότι η κυβέρνηση στις πρώτες 100 ημέρες από την εκλογή της κινείται σε λάθος κατεύθυνση, ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν καταφέρνει να καλύψει το κενό που δημιουργείται. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει ο δημοφιλέστερος πολιτικός αρχηγός ενώ η Νέα Δημοκρατία διατηρεί σχεδόν αλώβητο το double score που απέσπασε στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις σε σχέση με τον βασικό της αντίπαλο. 

Τη δυσαρέσκεια από τις πρόσφατες κυβερνητικές αστοχίες στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και όχι μόνον δεν την καρπώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ (ούτε, ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ – και αυτό είναι πρόβλημα για τον Νίκο Ανδρουλάκη). Επωφελούνται από αυτήν η Ελληνική Λύση και το ΚΚΕ.

Κι όλα αυτά καταγράφονται ενώ σε λιγότερο από δέκα ημέρες θα (ξανα)πάμε στις κάλπες. Μπορεί αυτή τη φορά να καλούμαστε να εκλέξουμε τους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι θα διαχειριστούν τις τύχες των πόλεων και των περιφερειών που ζούμε για την επόμενη πενταετία, πλην, όμως, όπως παραδοσιακά συμβαίνει, η έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας έχει πάντα πολιτικά χαρακτηριστικά. Πολύ περισσότερο όταν όλα τα κόμματα στις περισσότερες από τις 13 περιφέρειες και στους τρεις μεγαλύτερους δήμους επέλεξαν να δώσουν χρίσματα.

Αφού το έκαναν, τότε μοιραία στις 8 Οκτωβρίου, που είναι ο πρώτος γύρος των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, και στις 15, που θα γίνει ο δεύτερος γύρος, μοιραία θα ακολουθήσει πολιτικό «ταμείο» και όλοι θα μετρήσουν κέρδη και ζημιές.

Όσο, πάντως, κι αν μοιάζει να είναι άδικο ότι το αποτέλεσμα αυτής της κάλπης κάποιοι θα σπεύσουν να το προσθέσουν στο παθητικό του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας θα είναι αρχηγός μόλις τριών εβδομάδων, από την άλλη δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι ήταν επιλογή του ίδιου και όσων βρίσκονται πίσω του ή δίπλα του να ηγηθεί ενός κόμματος το οποίο δεν απέκτησε ποτέ κοινωνικές γειώσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, κακά τα ψέματα, πέτυχε επί των ημερών της ηγεσίας του Αλέξη Τσίπρα να γίνει κόμμα εξουσίας και να κυβερνήσει -με τον τρόπο που κυβέρνησε!- τη χώρα. Δεν κατάφερε, όμως, να αποκτήσει ρίζες στο κοινωνικό σώμα και ούτε είχε ποτέ στελεχιακό δυναμικό το οποίο να ανταποκρίνεται στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. 

Από τον συνδικαλισμό ως την Τοπική Αυτοδιοίκηση ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παρέμεινε, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, μια λέσχη με ετερόκλητα μεγαλοστελέχη που είχαν ποικίλες πολιτικές προελεύσεις: από το παλαιό ΚΚΕ Εσωτερικού και το ΚΚΕ έως την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τις παρυφές της τρομοκρατίας και από τους αριβίστες του παλαιού ΠΑΣΟΚ έως τους ψεκασμένους των ΑΝΕΛ και τον κάθε πικραμένο δεξιό που δεν εβρισκε ρόλο στη μητσοτακική Νέα Δημοκρατία.

Αντίστοιχη προέλευση είχε και έχει η αποδεκατισμένη μάζα των ψηφοφόρων που απέμειναν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ και προσήλθαν την περασμένη Κυριακή, επιλέγοντας πλειοψηφικά Κασσελάκη, επειδή τους έπεισε ότι είναι ο καταλληλότερος για να πάρει την πρωθυπουργία από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. 

Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών έδειξαν ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν συμμερίζεται τέτοιες υπερφίαλες διακηρύξεις. Οι αντιφάσεις του νέου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ήταν κατά της θητείας, αλλά τώρα ζητάει να υπηρετήσει στη… Ρω, δεν πείθουν παρά έναν πυρήνα φανατικών που δύσκολα μπορεί να ξαναγίνει πλειοψηφικό ρεύμα.

Όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας είναι πια υποψιασμένοι με τη fake επικοινωνία και αυτό θα φανεί τόσο την άλλη Κυριακή, όσο, πολύ πιο παραστατικά, στις ευρωεκλογές του επερχόμενου Ιουνίου.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Μήπως οι μετρήσεις μάς δείχνουν μεγάλο συνασπισμό;

Όταν ο έμπειρος και καταξιωμένος αναλυτής Θωμάς Γεράκης της γνωστής εταιρίας ερευνών Marc ανέλαβε το επαγγελματικό ρίσκο να δημοσιοποιήσει την πρώτη μέτρηση με τις διαθέσεις των Ελλήνων, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ήταν αρκετοί οι δημοσιολογούντες που έσπευσαν να του επιτεθούν με ανοίκεια μέσα και χαρακτηρισμούς που δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αγγελιαφόρος γίνεται στόχος, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που η «είδηση» που μετέφερε επιβεβαιώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο πανηγυρικά. Αμέσως μετά την έρευνα της Marc, η μια μετά την άλλη, οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως δίνουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τα ίδια ευρήματα. 

Σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις έρευνες καταγράφεται ο θυμός των πολιτών που προκαλεί υποχώρηση της δύναμης της κυβερνητικής παράταξης η οποία φθάνει μεν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας επταετίας, πλην, όμως, δεν στερείται την πρωτιά.

Όπως, επίσης, κατέδειξαν και οι επόμενες έρευνες που διενήργησαν η GPO, η ΜRΒ, η Prorata, η Pulse και η Metron Analysis, τις απώλειες της ΝΔ δεν τις καρπώνονται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει «ακίνητος», ούτε το ΠΑΣΟΚ το οποίο βολοδέρνει στο φάσμα μεταξύ του μονοψήφιου και του διψήφιου ποσοστού. 

Καλώς ή κακώς, οι πολίτες φαίνεται να χρεώνουν τις ευθύνες για το δυστύχημα σε όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες δεν θεωρούνται άμοιρες ευθυνών.

Έτσι, άλλωστε, εξηγείται γιατί οι διαρροές ψήφων από τη Νέα Δημοκρατία κατευθύνονται είτε προς τη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο», στην οποία αθροίζονται άκυρα, λευκά και αναποφάσιστοι, είτε προς τους μικρότερους σχηματισμούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ενισχύονται, αλλά ουδείς εξ αυτών σε βαθμό που να προοιωνίζεται συνθήκες ανατροπής του διαμορφωμένου εδώ και χρόνια σκηνικού.

Με άλλα λόγια και σε πείσμα των κάθε λογής συνωμοσιολόγων, που τα βρίσκουν όλα στημένα και προσυνεννοημένα, οι μετρήσεις εν γένει αποτυπώνουν λίγο ως πολύ τις ίδιες τάσεις. 

Οι εταιρίες, οι οποίες στην αρχή της πανδημίας έδειχναν την κυβερνητική παράταξη να προηγείται με σχεδόν είκοσι μονάδες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτυπώνουν τώρα προβάδισμα ψαλιδισμένο στις τρεις με τέσσερις μονάδες, που με τις αναγωγές μπορεί να φθάνει το πολύ έως τις επτά.

Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξάγεται από το πρόσφατο δημοσκοπικό κύμα είναι ότι έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα ανούσιων αμφισβητήσεων και άγονων αντιπαραθέσεων, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αρχίζουν να συμφιλιώνονται με την αυτονόητη παραδοχή ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής» και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν «εντολές γραμμένες στις πλάκες του Μωυσή». 

Όταν αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι δημοσκοπήσεις.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από τα αριθμητικά δεδομένα των μετρήσεων τα οποία, σε τούτη τουλάχιστον τη φάση, καταγράφουν την αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης τόσο κατ΄ εφαρμογήν του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στην επερχόμενη κάλπη, όσο και με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση και η ισχύς του οποίου θα ξεκινήσει από την μεθεπόμενη κάλπη.

Οι επιδόσεις των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) είναι τέτοιες που, αν δεν αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα, στη φάση της απλής αναλογικής, δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον πήχη της κυβερνητικής αυτοδυναμίας (151 βουλευτές) ούτε το άθροισμα των εδρών που αναμένεται να λάβουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ούτε η πρόσθεση των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25, ακόμη και αν το τελευταίο περάσει, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μετρήσεις, καταφέρει να περάσει το κατώφλι του 3% που δίνει εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση.

Παρόλο που στην παρούσα φάση, οι φανατικοί -και όχι μόνον- όλων των πλευρών το ξορκίζουν, είναι βέβαιο ότι το βράδυ της ημέρας κατά την οποία θα εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία, το σενάριο της συνεργασίας θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο εφόσον τα αποτελέσματα της κάλπης προσομοιάζουν με αυτά που δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις. 

Άλλωστε, ακόμη και αν προκύψει αυτοδυναμία, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οριακή, τόσο μετά την πρώτη όσο και μετά την δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Με την ενισχυμένη αναλογική, για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα για να διαθέτει 151 βουλευτές θα πρέπει να ξεπεράσει το 37,5% των ψήφων. Πόσο σταθερή, όμως, θα είναι μια τέτοια κυβέρνηση; Ας το αναλογιστούν τα στελέχη και οι οπαδοί της ΝΔ που ενδεχομένως δυσκολεύονται να δουν το κόμμα τους να μοιράζεται τα «λάφυρα» της εξουσίας. Και ας το σκεφθούν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως όσοι εξ αυτών δεν επιθυμούν απλώς να πάρουν τη ρεβάνς.

Μετά και τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα, η εμπιστοσύνη των πολιτών στις μονοκομματικές κυβερνήσεις φαίνεται να μειώνεται.

Ταυτόχρονα, η στροφή προς το Κέντρο και την ήπια προεκλογική αντιπαράθεση που δείχνει να κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τις τελευταίες εβδομάδες παίρνει αποστάσεις από τον «πολακισμό», διευκολύνει τον διάλογο για την εξεύρεση ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος ικανού να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον.

Άλλωστε, οι περιπτώσεις του Ισραήλ και της Βουλγαρίας που την τελευταία διετία οδηγούνται σε ατέρμονες εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς να επιτυγχάνουν κυβερνητική σταθερότητα, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγή. 

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, τόσο από τις διεθνείς όσο και από τις εγχώριες εξελίξεις, το αίτημα για συνεννόηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων γίνεται επιτακτικότερο από ποτέ.

Γι΄ αυτό και ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, δηλαδή η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποκλείεται a priori. Καθώς πλέον οι διαφορές που χωρίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι -εξαιρουμένων των φιλοδοξιών για την ανάληψη θώκων- τόσο μεγάλες, μοιραία η προοπτική της συνεργασίας τους θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων.

Αν οι συζητήσεις αυτές ευοδωθούν, πολλά πράγματα είναι δυνατόν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μπορεί τα ένθεν κακείθεν άκρα να φρυάξουν, πλην όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα θα αποτελέσει πολύ σύντομα μια υπαρκτή πραγματικότητα που θα απογειώσει την ελληνική οικονομία και θα ανακουφίσει την ελληνική κοινωνία η οποία βιώνει ακόμη δυσκολίες που ορθώθηκαν στον δρόμο της εξαιτίας της μνημονιακής επέλασης.

Αν ρωτάτε πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, προσωπικά δεν τρέφω μεγάλες αυταπάτες. Γι΄ αυτό και η απάντηση που δίνω είναι απλή: από λίγο έως ελάχιστα. Αλλά ποιος μας εμποδίζει να ελπίζουμε και να προσδοκούμε το καλύτερο;

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Οι δημοσκοπήσεις και τα παράδοξα

Η νέα δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που είδε το φως της δημοσιότητας (στο Mega) δεν μας έκανε… σοφότερους αφού τα ευρήματά της, τουλάχιστον στην πρόθεση ψήφου, επιβεβαίωσαν σχεδόν με ακρίβεια την εικόνα η οποία είχε αποτυπωθεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έγιναν στο άτυπο ξεκίνημα της νέας πολιτικής σεζόν που ταυτίζεται με το τέλος των θερινών διακοπών της πλειονότητας των πολιτών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία όλων των δημοσιευμένων ερευνών, η κυβέρνηση υπέστη πλήγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο ως τώρα δεν δείχνει να είναι ούτε συντριπτικό, ούτε μοιραίο. 

Οι βασικοί πολιτικοί συσχετισμοί παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις και το προβάδισμα τόσο της κυβερνητικής παράταξης όσο και του πρωθυπουργού διατηρείται στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, αν δεν διευρύνεται κιόλας στην πλειονότητα των μετρήσεων.

Στις βουλευτικές κάλπες του Ιουλίου του 2019, για παράδειγμα, η ΝΔ προηγήθηκε του ΣΥΡΙΖΑ κατά 8,32% (39,85% έναντι 31,53%), ενώ στην εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis, η διαφορά των δύο κομμάτων υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων (34,1% έναντι 24,9%), κάτι που σημαίνει ότι με αναγωγή των αναποφάσιστων το γαλάζιο προβάδισμα μπορεί να είναι διψήφιο.

Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε το σκάνδαλο της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οδηγήθηκαν στην έξοδο από τα αξιώματά τους ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Παναγιώτης Κοντολέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να προεξοφλήσουν ανατροπή των συσχετισμών.

Σε αυτό το πνεύμα, μάλιστα, ορισμένοι φανατικοί αδημονούσαν τόσο πολύ να δουν τους (ευσεβείς;) πόθους τους να αποτυπώνονται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που επιτίθεντο στους δημοσκόπους γιατί δεν διενεργούσαν έρευνες μεσούντος του Δεκαπενταύγουστου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Το ίδιο είχε συμβεί και το περασμένο Πάσχα όταν, λόγω των διακοπών, δεν είχαν γίνει μετρήσεις και κάποιοι κατέφευγαν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι μετρήσεις διεκόπησαν επειδή στην κοινή γνώμη καταγραφόταν δυσφορία λόγω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος.

Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι πιο πολύπλοκη από τα απλοϊκά «wishful thinkings» στα οποία καταφεύγουν διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι για να βρουν βολικό αφήγημα για τις επιθυμίες του. 

Οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται παίρνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση υπό την επίδραση πολλών παραγόντων που συχνά είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Οι φόβοι και οι ελπίδες, οι θετικές και οι αρνητικές προσδοκίες που κάθε φορά επικρατούν στις κοινωνίες σπανίως κινούν τις εξελίξεις σε ευθύγραμμη τροχιά.

Γι΄ αυτό και όποιος δεν εθελοτυφλεί, μετατρέποντας τις επιθυμίες του σε πραγματικότητα, εύκολα αναγνωρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές του παραμέτρους τους και κυρίως στη σειρά κατάταξης που θα έχουν τα κόμματα εφόσον οι επόμενες κάλπες στηθούν μέσα σε αντίστοιχο με το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα -ίσως και πρωτοφανές- πολιτικό παράδοξο το οποίο συνιστά το γεγονός ότι για περισσότερα από έξι χρόνια ο συσχετισμός των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. 

Από τον Ιανουάριο του 2016 που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, η ΝΔ προπορεύεται με άνεση του ΣΥΡΙΖΑ, η δεύτερη θέση του οποίου δεν απειλήθηκε ούτε από την δημοσκοπική εκτίναξη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που παρατηρήθηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αλλά στην πορεία δεν φάνηκε να έχει διάρκεια.

Ένα δεύτερο επίσης άξιο λόγου παράδοξο -το οποίο μάλιστα μπορεί να μην είναι άσχετο με το προηγούμενο- αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, στον χώρο της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει εμφανιστεί πρόσωπο το οποίο να μπορεί να χαρακτηριστεί «δελφίνος», δηλαδή υποψήφιος διάδοχος του σημερινού αρχηγού. 

Από την ίδρυση της ΝΔ, το 1974, οι πιθανοί διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροδεξιάς παράταξης έκαναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αισθητή την παρουσία τους.

Αυτό συνέβη επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Ράλλη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και στη διάρκεια της βραχύβιας αρχηγίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη. 

Έξι χρόνια, ωστόσο, μετά την εκλογή του νυν αρχηγού της ΝΔ, στον ορίζοντα δεν προβάλει καμία αξιόπιστη διάδοχη λύση για την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.

Η προφανής εξήγηση είναι πως -ό,τι και λένε οι αντίπαλοι του- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι το πρόσωπο που δίνει τις περισσότερες ελπίδες στο εκλογικό ακροατήριο -και άρα και στο στελεχιακό δυναμικό- της παράταξης του για παράταση της παραμονής στην εξουσία. 

Όταν χαθεί το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα που διαθέτει ο σημερινός πρωθυπουργός, πολλά μπορεί να αλλάξουν. 

Μέχρι τότε, όμως, δύσκολα θα αμφισβητείται η ηγεσία του και όποιος το κάνει, ακόμη και αν διαθέτει ειδικό βάρος όπως αυτό του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, θα υποχρεώνεται λίγες ώρες μετά σε αναδίπλωση και θα μας βγάζει περίπου… τρελούς όλους όσοι διακρίναμε κριτική για τα πρωθυπουργικά πεπραγμένα στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.

Όταν, όμως, πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές, διαφανεί αλλαγή των συσχετισμών που θα καταγράφεται στις μετρήσεις ή και στις κάλπες, τότε όλα θα είναι αλλιώς. 

Τα υπερεξαετή παράδοξα που περιγράψαμε πιο πάνω θα πάψουν να ισχύουν και το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται με νέους όρους και καινούργιους πρωταγωνιστές.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Από την αυγουστιάτικη ραστώνη στην επερχόμενη… «διαβολοβδομάδα»

Μέσα στην… ατυχία (;) της, αφού, αν δεχθούμε την επίσημη εκδοχή, της έτυχε μια πολύ μεγάλη «στραβή στη βάρδια της», η κυβέρνηση αποδεικνύεται ότι είναι μάλλον «τυχερή», καθώς το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έχει λάβει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τη διάσταση που μπορούσε να είχε λάβει.

Όταν υπάρχει η επίσημη πρωθυπουργική παραδοχή για το «λάθος» που έγινε -προφανώς κατά την αποδιδόμενη στον Ταλλεϋράνδο ρήση, σύμφωνα με την οποία «είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος»- με την παγίδευση του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, η απομάκρυνση του αρχηγού της ΕΥΠ και του «προσωπάρχη» του Μαξίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν επαρκείς κινήσεις για να εκτονώσουν τις τεράστιες πολιτικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν.

Ανεξάρτητα από την «εκμετάλλευση» την οποία -αυτονοήτως- επιχειρούν οι αντίπαλοι της, είναι πολλά τα ερωτήματα τα οποία ανέκυψαν από τις φειδωλές αποκαλύψεις και χρήζουν πιο ξεκάθαρων απαντήσεων από την κυβέρνηση. Υπό άλλες συνθήκες, εξάλλου, και με δεδομένους τους έως τώρα χειρισμούς, τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσχερέστερα για την ίδια.

Προσώρας, ωστόσο, οι συγκυρίες -χρονικές και πολιτικές- επιτρέπουν στην κυβερνητική ηγεσία να ελπίζει ότι αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει παρελθόν και αυτή η σοβαρή κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη. Η θερινή ραστώνη και τα «μπάνια του λαού» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα σύμμαχος στην προσπάθεια να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Από την άλλη, οι προσδοκίες για εσωκομματική αναταραχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο που καλλιεργούν εδώ και μέρες φίλιες προς την αντιπολίτευση ενημερωτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να ευοδώνονται. Τα πρόσωπα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που ανέλαβαν το έργο της εκ των ένδον φθοράς της κυβέρνησης, δεν διαθέτουν -για να το πούμε όσο πιο ήπια γίνεται…- το εκτόπισμα για να φέρουν εις πέρας ένα τόσο βαρύ φορτίο.

Όμως, στην πολιτική, όπως και στη ζωή, τίποτε -εκτός από τον θάνατο- δεν είναι αμετάκλητο.

Υπάρχει πάντα ένα σημείο καμπής -ένα «turning point», κατά πως λένε οι Αγγλοσάξωνες- που η φορά των πραγμάτων αλλάζει και η καινούργια κατεύθυνση που αυτά παίρνουν γίνεται ανεπίστρεπτη. 

Το έχουμε δει τόσες μα τόσες φορές να συμβαίνει και σε τόσο πολλούς τομείς που μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει εσαεί αμετάβλητη ή ότι οι εξελίξεις θα είναι συνεχώς ευθύγραμμες.

Από την ερχόμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, το καλοκαίρι των διακοπών βαίνει προς το τέλος του και το σκάνδαλο των υποκλοπών -που αρκετοί «δεν το πήραν είδηση»- θα είναι μοιραία εκείνο που θα κυριαρχήσει στην πολιτική ατζέντα των επόμενων εβδομάδων. Όσες περισσότερες προσπάθειες γίνουν για «να πάει παρακάτω το τενεκεδάκι» της διερεύνησης, τόσο θα παρατείνεται η πολιτική ένταση και θα πληθαίνουν εκείνοι που θα υποψιάζονται συγκάλυψη και θα απαιτούν πειστικές απαντήσεις από υπεύθυνα χείλη.

Οι ισχυρισμοί που διακινούνται ότι «οι πολίτες ψηφίζουν με κυρίαρχο κριτήριο την τσέπη τους» μπορεί να έχουν βασιμότητα, πλην, όμως, πάσχουν διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός πως, ακόμη και έτσι αν είναι σε γενικές γραμμές τα πράγματα, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα σκεπτόμενων ανθρώπων που καθορίζει την εκλογική της συμπεριφορά με κριτήρια τα οποία δεν είναι ακραιφνώς «οικονομίστικα».

Οι κεντρώοι ψηφοφόροι, για παράδειγμα, που είναι εκείνοι οι οποίοι έφεραν αυτοδύναμη στην εξουσία την σημερινή κυβέρνηση, έχουν υψηλή ευαισθησία στα θέματα διαφάνειας του δημόσιου βίου και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στην προσήλωση που επιδεικνύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στη λειτουργία των θεσμών, όπως και στον σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όποιος αμφιβάλει, δεν έχει παρά να εξετάσει ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ την πλειοψηφία ήδη από το 2016 και έκτοτε δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει δημοσκοπικά μέχρι και πρότινος.

Οι μετρήσεις του περασμένου Ιουλίου έδειχναν ότι το προβάδισμα της κυβερνητικής παράταξης παρέμενε ισχυρό παρά την παρέλευση έξι ολόκληρων ετών αφότου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εκλέγοντας στην ηγεσία του τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άρχισε να προπορεύεται ακόμη και στις υποτιθέμενες έρευνες που έβλεπαν το φως σε φίλια προς την προηγούμενη κυβέρνηση μέσα.

Στις δύο εβδομάδες που κύλησαν από την 5η Αυγούστου, όταν ομολογήθηκε δημοσίως ότι οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού Κράτους παρακολουθούσαν Έλληνα πολιτικό, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις την ηγεσία του τρίτου κόμματος της χώρας, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει τις βαριές συνέπειες, που συνεπάγεται μια τέτοια παρεκτροπή. Τις απέφυγε υποσχόμενη διαλεύκανση των απαράδεκτων συνθηκών υπό τις οποίες επετράπη αυτή η -επιεικώς- αδικαιολόγητη… «επισύνδεση» (τι όρος κι αυτός!).

Από την επόμενη εβδομάδα, όμως, που υποχωρεί η ραστώνη των θερινών διακοπών και επαναρχίζει η λειτουργία της πολιτικής ζωής, η κυβέρνηση καλείται να τοποθετηθεί σοβαρά και υπεύθυνα. 

Αν θέλει να «ξορκίσει» τις μομφές που -δικαιολογημένα- δέχεται για υπεροψία και υποτίμηση των αντιπάλων της είναι υποχρεωμένη να δώσει πειστικές απαντήσεις τόσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίστηκε η παγίδευση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και για το αν το ίδιο «λάθος» (;) έγινε και με άλλους πολιτικούς ή δημοσιογράφους, όπως επιμένει η περιρρέρουσα φημολογία. Φημολογία, η οποία -μέχρι τώρα τουλάχιστον- αποδείχθηκε ότι είχε βάση.

Καθώς, λοιπόν, το δεκαπενθήμερο της αυγουστιάτικης ραστώνης θα δώσει από τη Δευτέρα τη σκυτάλη στη… «διαβολοβδομάδα», στη διάρκεια της οποίας η Βουλή θα εμπλακεί στην υπόθεση του σκανδάλου με τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, την έγκριση από την Επιτροπή Θεσμών του νέου διοικητή της ΕΥΠ και τη λήψη απόφασης για τη συγκρότηση Εξεταστικής των Πραγμάτων Επιτροπής, η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει τις πιο κρίσιμες εξετάσεις από τον Ιούλιο του 2019 που τα στελέχη της κατέχουν τους υπουργικούς θώκους.

Αν σε αυτή τη σοβαρή δοκιμασία που την περιμένει, η απάντηση είναι όμοια με τις υπεκφυγές των προηγούμενων εβδομάδων, δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανείς για να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι (έγκυρες) δημοσκοπήσεις που θα ξεκινήσουν να διενεργούνται από την μεθεπόμενη εβδομάδα, απλώς θα το επιβεβαιώσουν. 

Το καλοκαίρι, άλλωστε, δεν είναι παντοτινό!

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Οι δημοσκοπήσεις ευνοούν τους τολμηρούς!

             Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επί 75 συναπτά έτη, τόσο ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών, όσο και το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων που ζουν εκεί, παρουσίαζαν ανοδικές τάσεις. Η πορεία αντιστράφηκε για πρώτη φορά το 2020, τη χρονιά, δηλαδή κατά την οποία ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, πέρυσι το προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών πολιτών μειώθηκε κατά ένα χρόνο και οκτώ μήνες σε σύγκριση με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Για την ακρίβεια, από τα 78,8 έτη που ήταν το 2019 ο μέσος όρος ζωής όσων ζουν στις ΗΠΑ, το 2020 υποχώρησε στα 77.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες επιπλέον θάνατοι που προκάλεσε η λοίμωξη Covid-19, η οποία έγινε η τρίτη αιτία θανάτου μετά τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, σε συνδυασμό με τους πρόσθετους περιορισμούς στη μετανάστευση που συνόδευσαν την πανδημία, είχαν ως αποτέλεσμα να παραμείνει την πρώτη χρονιά της πανδημίας σχεδόν στάσιμος ο αμερικανικός πληθυσμός. Ο οποίος, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, αντιμετωπίζει τα πολυσήμαντα φαινόμενα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης.

Στα δύο χρόνια τώρα που επελαύνει η πανδημία οι ανθρώπινες απώλειες σε όλο τον πλανήτη έχουν ξεπεράσει τα 5,4 εκατομμύρια. Και δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, η μακάβρια λίστα με τους θανάτους θα μακρύνει πολύ ακόμη, παρά τη μεγάλη πρόοδο της επιστημονικής γνώσης που συντελέστηκε αυτό το διάστημα, κυρίως με τα εμβόλια, δευτερευόντως με κάποια θεραπευτικά σχήματα που έσωσαν αρκετές ζωές και ενδεχομένως με τα πολυαναμενόμενα χάπια που μπαίνουν οσονούπω στη μάχη.

Αναλογιζόμενος κανείς το βαρύτατο τίμημα το οποίο έχουν πληρώσει σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλες οι χώρες της υφηλίου, δεν μπορεί παρά να απορεί με τη συμπεριφορά τόσων συνανθρώπων μας που έχουν τη δυνατότητα να εμβολιαστούν και δεν το κάνουν. Όπως δεν μπορεί και να μην εκπλήσσεται από το γεγονός ότι τα ζητήματα της πανδημίας εξακολουθούν να γίνονται στη χώρα μας αντικείμενο οξείας κομματικής αντιπαράθεσης.

Από το ξέσπασμα της πανδημίας έως τώρα, σχεδόν δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχει καταγραφεί μια διαφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αξιωματική αντιπολίτευση. Από τις μάσκες και τα παγούρια των μαθητών, έως την καθιέρωση της περιορισμένης υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και τους περιορισμούς στην κυκλοφορία των πολιτών, από το lockdown και το click away έως τα SMS και τα κίνητρα για τον εμβολιασμό των νέων, δεν έχει υπάρξει ούτε ένα σημείο στο οποίο να συνέπεσαν οι απόψεις και οι εκτιμήσεις των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων.

Κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο ό,τι και να έχει κάνει ως τώρα η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν χάνει την ευκαιρία να καταγράψει την αντίρρηση ή τη διαφωνία της όταν δε ασκεί οξεία κριτική ή δεν εξαπολύει ανηλεή πολεμική. Όμως, όσο προφανές είναι ότι η κυβέρνηση δεν τα έκανε όλα σωστά, αφού και λάθη έγιναν και ατολμίες εμφανίστηκαν και παλινωδίες παρατηρήθηκαν, εξίσου βέβαιο είναι ότι ούτε η αντιπολίτευση κατείχε την απόλυτη αλήθεια ή γνώριζε τη χρυσή συνταγή που θα αναχαίτιζε την πανδημία και θα εξαφάνιζε κρούσματα, νοσηλείες και ανθρώπινες απώλειες.    

Η αλήθεια είναι ότι και σε άλλες χώρες παρατηρήθηκαν διαφωνίες και συγκρούσεις για τα περιοριστικά μέτρα και τα εμβολιαστικά προγράμματα. Μόνον, όμως, που οι περισσότερες κυβερνήσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, χειρίστηκαν την πανδημία, ήρθαν αντιμέτωπες με ακραίες ομάδες αρνητών και όχι με κανονικές πολιτικές δυνάμεις που άσκησαν παλαιότερα κυβερνητικά καθήκοντα ή φιλοδοξούν βάσιμα να ασκήσουν στο μέλλον.  

Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, δεν είναι κακό ούτε η διαφωνία ούτε η κριτική. Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι και τα δύο είναι μέσα στα καθήκοντα της αντιπολίτευσης, η οποία έχει υποχρέωση να αναδεικνύει τα κακώς κείμενα και να στηλιτεύει τις αστοχίες, τα λάθη και τις παραλείψεις των κυβερνώντων. Έχει, ωστόσο, σημασία πως εκφράζεται η διαφωνία και πως διατυπώνεται η κριτική.

Ένα σοβαρό, για παράδειγμα, ερώτημα είναι αν η συμπαράταξη με τους αντιεμβολίαστους υγειονομικούς προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο ή πυροδοτεί το κύμα των αρνητών. Για να μην πούμε για το λάθος μήνυμα που εκπέμπεται με τον επίμονο ισχυρισμό για προσλήψεις όταν είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο προσωπικό από τις ειδικότητες (εντατικολόγοι και πνευμονολόγοι) που είναι αναγκαίες για να λειτουργήσουν καλύτερα οι ΜΕΘ.

Δεν θα είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κάποιος ότι μόνον ένα μέρος από τον χρόνο που αφιερώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες στους καβγάδες για τις ΜΕΘ αν είχε χρησιμοποιηθεί σε μια διακομματική προσπάθεια για να ενισχυθεί η προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα όσων συμπολιτών μας εξακολουθούν να διστάζουν ή φοβούνται, τότε οι υφιστάμενες ΜΕΘ θα αρκούσαν για να νοσηλεύσουν όσους τις χρειαζόταν, παρότι έχουν εμβολιαστεί.

Κατόπιν αυτού είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τα πολιτικά οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει ο Αλέξης Τσίπρας αν ηγείτο του αγώνα υπέρ των εμβολιασμών. Πάντως, ο αρχηγός των Βρετανών Εργατικών Κιρ Στάρμερ, που στηρίζει τα περιοριστικά μέτρα που παίρνει ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον και δεν αρέσουν στα στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος, έχει περάσει μπροστά στις δημοσκοπήσεις.

Εκτός και αν μας που πουν ότι πρόκειται κι εκεί για… συνωμοσία των «πετσομένων» δημοσιογράφων και δημοσκόπων που σπρώχνουν τον Στάρμερ, όπως υποτίθεται ότι κάνουν εδώ με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Όπως και να έχει, πάντως, ο νεοεκλεγείς αρχηγός του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δείχνει να τολμάει, αφού, όπως διαβάζουμε στο «Θέμα» που κυκλοφορεί, τάσσεται υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο Δημόσιο.

Και μπράβο του, διότι, εκτός του ότι προοδευτικοί πολίτες είναι οι λογικοί πολίτες, συμβαίνει στις κάλπες να προσέρχονται οι ζωντανοί και όχι οι… τεθνεώτες!

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Αν σπάσεις το θερμόμετρο, δεν πέφτει ο… πυρετός!


Αν εξαιρέσει κανείς την αφορμή που ήταν τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αυστρία και οδήγησαν στην παραίτηση του καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κουρτς, καθόλου δεν πρωτοτυπεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την επιλογή του να στοχοποιήσει τις δημοσκοπήσεις και τα μέσα ενημέρωσης προτείνοντας να συσταθεί Εξεταστική των πραγμάτων Επιτροπή για να γίνει διερεύνηση των υποψιών που έχουν στην Κουμουνδούρου ότι το σύνολο των εταιριών που διεξάγουν μετρήσεις μετέχουν σε μια συνωμοσία εις βάρος τους. 

Έχει συμβεί πάμπολλες φορές κατά το παρελθόν οι πολιτικοί σχηματισμοί που υστερούν στις μετρήσεις να αντιδρούν στρεφόμενοι εναντίον των δημοσκόπων. Άλλοτε αντιδρούν αμφισβητώντας τη μεθοδολογία των ερευνών τους ή την αξιοπιστία των στοιχείων που συλλέγουν οι εταιρίες και δημοσιοποιούν τα media. Τις περισσότερες φορές, όμως, ξιφουλκούν εκτοξεύοντας βαρύτατες καταγγελίες, οι οποίες, συχνά, πυκνά, συνοδεύονται με απειλές για μηνύσεις και κάθε άλλου είδους δικαστικές προσφυγές. Απειλές, όμως, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν τελεσφορούν. Για τον απλούστατο λόγο ότι η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι δεν έχουν αντικείμενο.

Είναι, άλλωστε, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες οι οποίοι όταν οι μετρήσεις των ίδιων ακριβώς εταιριών είναι ευνοϊκές για τις επιδιώξεις τους, όχι μόνον τις αποδέχονται, αλλά τις επικροτούν, τις επικαλούνται και τις διατυμπανίζουν. Και αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή,   χωρίς να παραβλέπει κανείς ότι σε κάποιες λίγες περιπτώσεις υπήρξαν όντως αστοχίες, ο γενικός κανόνας είναι ότι οι έρευνες των αναγνωρισμένων εταιριών για τις πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται στη χώρα μας δεν τα έχουν άσχημα.

Ακόμη και στην κραυγαλέα εξαίρεση που καταγράφηκε τον Ιούλιο του 2015 με τις ατυχείς, όπως απεδείχθησαν, προβλέψεις για το αποτέλεσμα του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι στην ίδια παγίδα έπεσαν όλες ανεξαιρέτως οι εταιρίες που έκαναν μετρήσεις είτε για λογαριασμό των υποστηρικτών του «ναι» είτε με ανάθεση από τους θιασώτες του «όχι» το οποίο επικράτησε πανηγυρικά. Όπως επίσης δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι πολίτες μάλλον δεν επηρεάστηκαν από τα λανθασμένα ευρήματα των δημοσκόπων και ψήφισαν εκείνο που θεωρούσαν οι ίδιοι σωστό. Ανεξαρτήτως αν στην πορεία είδαν να εφαρμόζεται το ακριβώς αντίθετο…

Οι περιπτώσεις, άλλωστε, που οι δημοσκοπήσεις πέφτουν έξω, είναι ίσως το ισχυρό επιχείρημα που μαρτυρά τη σχετικότητα των ισχυρισμών περί χειραγώγησης της κοινής γνώμης που διατυπώνουν όσοι αναζητούν άλλοθι για την κακοδαιμονία τους. Αν, εξάλλου, αρκούσε η επίκληση μιας ή και περισσότερων δημοσκοπήσεων – «μαϊμού» για να αλλάξουν οι απόψεις των πολιτών, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε χάσει με τον συντριπτικό τρόπο που έχασε τις τελευταίες εκλογές, αφού η κοινή γνώμη θα είχε πειστεί ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα ήταν ο νικητής της κάλπης, όπως προεξοφλούσαν τα φιλικά του μέσα που επικαλούνταν μετρήσεις από εταιρίες «φαντάσματα».

Δεν ξέρω ειλικρινά αν «εξ ιδίων κρίνουν τα αλλότρια» εκεί στην Κουμουνδούρου, επειδή πέφτουν οι ίδιοι θύματα της ψευδούς πραγματικότητας που κατασκευάζουν, αλλά η τακτική της στρουθοκαμήλου, που ακολούθησαν όταν είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και εξακολουθούν να ακολουθούν και τώρα που είναι στην αντιπολίτευση, δεν τους έχει βγει σε καλό. Ενθυμούμαι για παράδειγμα ότι τόσο ο Νίκος Παπάς όταν άρχισε να ξετυλίγει το σχέδιο ελέγχου των τηλεοπτικών καναλιών όσο και ο Νίκος Κοτζιάς όταν υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών διερρήγνυαν τα ιμάτια τους ότι είχαν στα γραφεία τους (μυστικές;) μετρήσεις που διέψευδαν τις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις που κατέγραφαν την έντονη διαφωνία της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών.

Δύο φορές ως τώρα, την πρώτη όταν ήταν ακόμη στο Μέγαρο Μαξίμου και τη δεύτερη πρόσφατα όταν ρωτήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης αν έχει αλλάξει αφότου έχασε την εξουσία, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει επικαλεστεί τον Μπρεχτ για να πει ότι δεν θέλει να αποτελέσει «μνημείο του εαυτού του». Η τακτική, ωστόσο, που ακολουθούν ο ίδιος και το κόμμα του δείχνει ότι ισχύει το ακριβώς. Όσο ήταν στην κυβέρνηση επιδόθηκαν σε ένα λυσσαλέο πόλεμο κατά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων που δεν έδιναν γη και ύδωρ στην εξουσία τους, εμφανίζοντας τους συλλήβδην ως «αργυρώνητους».

Φαίνεται ότι δεν διδάχθηκαν τίποτε από το αποτέλεσμα που είχαν οι προσπάθειες τους οι οποίες κατέληξαν σε φιάσκο. Γι΄ αυτό και μάλλον συνεχίζουν απτόητοι, παρόλο που όλο δείχνουν ότι η Εξεταστική που ζήτησαν θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Το ίδιο λάθος, άλλωστε, που είχαν κάνει με τις Πρέσπες και την επιχείρηση καθυπόταξης των ΜΜΕ κάνουν και τώρα μα την καταψήφιση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και όχι μόνον. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, αγνοούν τις μετρήσεις που δείχνουν ότι κινούνται στον αντίποδα όσων επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών και ανάμεσά τους ένα μεγάλο μέρος και εκείνων που στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ.             

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα που οι άνθρωποι έχουμε καταφέρει να μετρούμε τον πυρετό μας, κανείς δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος του, επειδή… έσπασε το θερμόμετρο. Η λύση της… παρακεταμόλης ήταν και παραμένει η μόνη αποτελεσματική μέθοδος για να πέσει ο πυρετός. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τις δημοσκοπήσεις που προσφυώς έχουν αποκληθεί «φωτογραφίες της στιγμής». Τα ευρήματα τους είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν με απειλές, συκοφαντίες και προπηλακισμούς των δημοσκόπων και των μέσων που τα φιλοξενούν…

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Το «παράδοξο» των δημοσκοπήσεων: Άλλος κυβερνά και άλλος φθείρεται

 Η μια μετά την άλλη, όλες οι μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα επιβεβαιώνουν τη μοναδική… παραδοξότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό στην τρέχουσα περίοδο: η κυβερνητική παράταξη, αντί να φθείρεται από την άσκηση της διακυβέρνησης, ενισχύει το πολιτικό της κεφάλαιο, διευρύνοντας το προβάδισμά της έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ποιο είναι το… παράδοξο; Το γεγονός ότι ακόμη και όταν έφθασε στην κορύφωσή της η διπλή κρίση –υγειονομική και οικονομική- που βιώσαμε τον τελευταίο ενάμισι χρόνο που επέλαυνε ο κορωνοϊός, το κυβερνών κόμμα και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αύξησαν την απόσταση που τους χώριζε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του Αλέξη Τσίπρα. Ορισμένοι έσπευσαν να μιλήσουν για το φαινόμενο της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία» που εμφανίζεται σε περιόδους κρίσης και οδηγεί στην ενίσχυση της δημοφιλίας των κυβερνώντων.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, μόλις η κρίση αρχίσει να ξεπερνιέται, η… πλαστή αποδοχή, την οποία απολαμβάνουν οι ασκούντες εξουσία, σιγά σιγά υποχωρεί. Το τοπίο γρηγορότερα ή αργότερα ξεδιαλύνεται. Τα πραγματικά διλήμματα επανέρχονται στο προσκήνιο. Οι προτιμήσεις των πολιτών απαλλάσσονται από τις επιδράσεις της συγκυρίας. Και ο καθένας εισπράττει τα επίχειρα των πράξεων και των παραλείψεων του τόσο στη διάρκεια της κρίσης όσο πριν αλλά και έπειτα από αυτή. Η παράδοση της εξουσίας στην οποία υποχρεώνεται αυτές τις μέρες ο επί δωδεκαετία πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος εμβολίασε νωρίτερα από ολόκληρο τον πλανήτη τους συμπατριώτες του, είναι άκρως χαρακτηριστική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όποιος δεν εθελοτυφλεί διαπιστώνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ότι στην εγχώρια πολιτική σκηνή τα πράγματα εξελίσσονται προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία θα ήθελε η αντιπολίτευση. Σε πείσμα, εξάλλου, των δαιμονολογικών θεωρήσεων ότι τάχατες τα λεγόμενα «συστημικά» -ή και… «πετσωμένα» αποκληθέντα- μέσα ενημέρωσης διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, οι πολίτες κάνουν τις δικές τους επιλογές αποδοκιμάζοντας τους φορείς των μηδενιστικών απόψεων που κυριάρχησαν μέσα στην πανδημία, αλλά και πριν από αυτήν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τη διάρκεια της σκληρής μάχης που δόθηκε για την αντιμετώπιση αυτής της τεράστιας απειλής έγιναν και στη δική μας χώρα λάθη, παραλείψεις και αστοχίες. Από την άλλη, όμως, ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι κατείχε τη συνταγή της απόλυτης αλήθειας που οδηγούσε στην αποτελεσματική αντίδραση. Με λιγότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, εξάλλου, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη τα ίδια πρωτόκολλα ίσχυσαν και πάνω κάτω τα ίδια περιοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν από όλες τις κυβερνήσεις, είτε αυτές ήταν δεξιές, κεντρώες ή αριστερές.

Είναι βέβαιο ότι η διαχείριση της πανδημίας που έγινε στη χώρα μας δεν υστερούσε εμφανώς από τον αντίστοιχο τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν άλλες χώρες. Αν δεν ήμασταν μεταξύ των καλύτερων, όπως αυτάρεσκα υποστηρίζουν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, σίγουρα δεν ήμασταν μεταξύ των χειρότερων, όπως χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα διατείνονται κάποιοι φανατικοί της απέναντι όχθης. Άλλωστε, παρά τις μεγάλες παθογένειές του, όπως το γερασμένο ιατρικό προσωπικό, οι δυσανάλογα λίγοι νοσηλευτές, ο πολυκερματισμός και η απουσία αξιολόγησης προσωπικού και δομών, το Εθνικό Σύστημα Υγείας άντεξε. Ενώ και η ελληνική κοινωνία, στη μεγάλη πλειονότητά της, υπέμεινε με καρτερία τις δυσκολίες, κατανοώντας την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων.

Εκείνο, ωστόσο, το οποίο φάνηκε να κατανοεί η κοινωνία, δεν έδειξε να το αντιλαμβάνεται η αξιωματική αντιπολίτευση. Με αποτέλεσμα να επιδοθεί σε μια ισοπεδωτική κριτική, η οποία την απομάκρυνε από την πραγματικότητα. Κι αυτό διότι, αντί να γίνεται συμμέτοχη στην αισιόδοξη προοπτική ότι η ατομική ευθύνη ενός εκάστου ήταν ο πιο αποφασιστικός παράγων άμυνας στην πανδημία, επιδόθηκε σε έναν ατελέσφορο πόλεμο αμφισβήτησης της πραγματικότητας ότι οι ευθύνες του κράτους και της κυβέρνησης είναι πεπερασμένες.

Η αλληλουχία, για παράδειγμα, των αρνητικών δηλώσεων για το εμβολιαστικό πρόγραμμα υπήρξε μόνον ένα από τα «βατερλώ» στο οποίο κατέληξε η ευκολία της άσκησης κριτικής χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι πραγματικές συνθήκες. Το ίδιο ίσχυσε με τις ασταμάτητες γκρίνιες για το άνοιγμα των σχολείων ή τη χρήση της μάσκας, τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τα lockdown, όπως και τη θερμή συνηγορία στις συναθροίσεις, αν όχι και την υποκίνησή τους.

Με αυτά και με πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχο λόγο έχει η δυσκολία να αναγνωριστούν τα πάμπολλα λάθη και οι άπειρες αστοχίες των οποίων γίναμε μάρτυρες όσο ήταν στα πράγματα η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η ψαλίδα της διαφοράς ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει, αντί να κλείνει, όπως είναι το πλέον σύνηθες σε αντίστοιχες χρονικές συγκυρίες. Πρόκειται για πρωτοφανές γεγονός στα ελληνικά δημοσκοπικά χρονικά, αφού δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο κατά το οποίο κυβερνών κόμμα να διευρύνει στο μέσον της κυβερνητικής του θητείας το προβάδισμα που κατέχει.

Το πλέον αξιοσημείωτο ίσως είναι ότι η διεύρυνση του προβαδίσματος δεν προέρχεται τόσο από την αύξηση της επιρροής του κυβερνώντος κόμματος όσο από την υποχώρηση της απήχησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με λίγα λόγια, άλλος κυβερνά κι άλλος φθείρεται. Κι αυτό δεν είναι καλό για τη Δημοκρατία μας. Αφού η καλή αντιπολίτευση υποχρεώνει την κυβέρνηση είτε να γίνεται καλύτερη είτε να ετοιμάζεται να της παραδώσει τα ηνία.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»

 

Το μεσημέρι της Πέμπτης έγινε (ένα ακόμη) «πανεκπαιδευτικό» συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας, όπως και στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες λίγες χιλιάδες συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν ούτε το ένα εκατοστό όσων με τον έναν ή τον άλλο σχετίζονται με τον χώρο της εκπαίδευσης, αψήφησαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τις απαγορεύσεις των συναθροίσεων για να διαδηλώσουν κατά των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως για την ανώτατη εκπαίδευση.

Ευδιάκριτη θέση ανάμεσα στους διαδηλωτές είχαν προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που με τη συμμετοχή τους στις συγκεντρώσεις και στις πορείες ήταν προφανές ότι ήθελαν να δώσουν πολιτική κάλυψη στη διοργάνωση των συλλαλητηρίων τα οποία έλαβαν χώρα σε μια μέρα που ήταν διάχυτη η αγωνία στην κοινή γνώμη για την έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού που παρατηρείται ιδίως στην Αττική και πιο συγκεκριμένα στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Το βράδυ της ίδιας μέρας είδαν το φως της δημοσιότητας δύο νέες δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν έκαναν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να επιβεβαιώσουν ένα -από πρώτη όψη- παράδοξο σκηνικό που διαδραματίζεται τον τελευταίο ενάμιση χρόνο: η κυβερνητική παράταξη αντί να φθείρεται, όπως συνήθως συμβαίνει όσο απομακρυνόμαστε από τις εκλογές, ενισχύεται, ενώ ο επικεφαλής της, Κυριάκος Μητσοτάκης, εδραιώνει μια όλο και πιο αδιαμφισβήτητη κυριαρχία.

Στον αντίποδα, στις συγκεκριμένες μετρήσεις, όπως και σε όλες τις προηγούμενες του τελευταίου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάμψη της εκλογικής δύναμης που συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές, καθώς ένας στους τρεις που τον ψήφισε δηλώνει ότι δεν προτίθεται να το ξανακάνει. Ενώ και η απήχηση του αρχηγού του, Αλέξη Τσίπρα, βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση με αποτέλεσμα όχι μόνον να αυξάνεται το προβάδισμα του βασικού του αντιπάλου, αλλά η επίδοσή του στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό να υπολείπεται ακόμη και έναντι του… «κανένα».

Για όποιον δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται αυτή η εικόνα, αρκεί μια ματιά στα επιμέρους ευρήματα των δημοσκοπήσεων για να βρει επεξηγηματικές απαντήσεις. Στο ερώτημα, για παράδειγμα, σχετικά με την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση και για την οποία οργανώθηκαν τα πρόσφατα συλλαλητήρια, η πλειονότητα της κοινής γνώμης απαντά ότι διάκειται ευνοϊκά. Και αυτό δεν χωρά καμία αμφιβολία, διότι στο σύνολο των ερωτηθέντων θετική απάντηση έδωσε (σύμφωνα με τη μέτρηση της Metron Analysis) το 64%, ενώ αρνητική μόνον το 31%.

Οι υπερασπιστές της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης υπερτερούν σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και τέσσερις στους δέκα (39%) από όσους στις τελευταίες εκλογές έριξαν την ψήφο τους στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι υπέρ της κυβερνητικής πρωτοβουλίας τάσσεται το 84% όσων ψήφισαν ΚΙΝΑΛ, το 73% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» και το 46% όσων δηλώνουν «κεντροαριστεροί». Με λίγα λόγια η μεγάλη πλειονότητα εκείνων στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει και πάλι πλειοψηφία κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που χαράσσουν η ηγεσία και τα στελέχη του τα οποία συμμετείχαν στα συλλαλητήρια.

Η αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι βεβαίως το μόνο ζήτημα με το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πλειοψηφική βούληση της ελληνικής κοινωνίας του 2021. Από τη μίζερη και αντιφατική κριτική για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας και την επίμονη προσπάθεια να κατασκευαστεί μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως οι χαρακτηρισμοί περί «Ψωροκώσταινας», μέχρι τη «νευρόσπαστη» αντιπολιτευτική τακτική, με την οποία επιχειρεί ματαίως να πείσει τους Έλληνες ότι ζουν υπό συνθήκες αστυνομικού κράτους, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκρούεται όχι με την κυβέρνηση αλλά με την πραγματικότητα.

Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρόλο που είναι περισσότερο από προφανές ότι έχει υποπέσει σε ουκ ολίγα λάθη και αστοχίες, δείχνει ισχυρή ανθεκτικότητα στη φθορά του χρόνου, αφενός διότι είναι έντονος ακόμη ο αρνητικός απόηχος της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και αφετέρου επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να αντιπαραβάλει μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που να απαντά στις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας.

Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μη θέλει και να μη μπορεί να κατανοήσει τα προτάγματα του σήμερα. Γι΄ αυτό και όταν δεν βρίσκει βολικό άλλοθι στην αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων, συμπεριφέρεται σαν τον βουκόλο της γνωστής λαϊκής ρήσης που αναρωτιόνταν για τα ζωντανά του: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».