Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαπραγμάτευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαπραγμάτευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Να έμαθε ο Τσίπρας στον Τουσκ πώς «παίζονται οι κουμπάρες»;



«Παιχνίδι χωρίς ειδικούς κανόνες, στο οποίο τα παιδιά παριστάνουν τις νοικοκυρές», είναι η ερμηνεία που δίνει το «Βικιλεξικό» στην έκφραση «παίζουμε τις κουμπάρες» την οποία χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις που έκανε ενώπιον του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, μετά τη συνάντηση που είχαν στο Μέγαρο Μαξίμου.
Χρειάστηκε να καταφύγω στο λεξικό, καθότι, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα, πρέπει να ομολογήσω δεν γνώριζα σε ποιο ακριβώς παιχνίδι αντιστοιχεί η συγκεκριμένη έκφραση. Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι μετά τη διαδικτυακή αναζήτηση που έκανα, αλλά και τις σχετικές ερωτήσεις που υπέβαλα στον περίγυρο μου, δεν μπορώ να πω ότι διαφωτίστηκα επαρκώς για το πως παίζεται.
«Ρώτησε τον Τσίπρα, αυτός θα ξέρει…», ήταν η πιο συχνή απάντηση που έλαβα στα ερωτήματά μου. Ενώ ορισμένοι από εκείνους στους οποίους αποτάθηκα, με μάλλον κακεντρεχή διάθεση, με… προέτρεπαν να καταφύγω στη μετάφραση με την οποία αποδίδεται η πρωθυπουργική έκφραση στα αγγλικά ή στα πολωνικά που είναι η μητρική γλώσσα του Ντ. Τουσκ. Επειδή και το ένα και το άλλο –να ρωτήσω, δηλαδή, τον πρωθυπουργό και να βρω την πολωνική μετάφραση- δεν ήταν εύκολη υπόθεση, προτίμησα να διαβάσω ξανά και ξανά τα όσα ειπώθηκαν στις κοινές δηλώσεις των δύο πολιτικών ανδρών.
«Διαρκώς έχουμε καλά νέα, αλλά στο παρά πέντε βλέπουμε κάποιους να προσπαθούν να μεταφέρουν τα “γκολπόστ”, να μεταφέρουν τον στόχο λίγο παραπέρα. Και επειδή εδώ δεν παίζουμε ένα παιχνίδι, όπως παίζαμε όταν ήμασταν μικροί, που παίζαμε τις “κουμπάρες”, εδώ παίζουμε με το μέλλον ενός ολόκληρου λαού, αυτό πρέπει να σταματήσει», είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Σε άλλη αποστροφή του λόγου του, μάλιστα, ο ίδιος ζήτησε επιτακτικά «να τελειώσει εδώ αυτή η ατέρμονη και ατελείωτη διαπραγμάτευση», δικαιώνοντας όλους όσοι ασκούν κριτική για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης με το επιχείρημα ότι πλήττεται βαρύτατα η ελληνική οικονομία. Διότι, όπως συμπλήρωσε ο άνθρωπος που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε «χρήσιμο ηλίθιο» και «υπερασπιστή του ΔΝΤ και του Σόιμπλε» όποιον ψέλλιζε κάτι ανάλογο, «κάθε μέρα που περνάει επιβαρύνει την ελληνική οικονομία και δημιουργεί ζημιές, θα έλεγα, καταστρέφοντας όλα όσα με τόσο μεγάλο κόπο ο ελληνικός λαός έχει καταφέρει και αυτό το δικαίωμα δεν το έχει κανείς».
Θέλοντας, εξάλλου, να αποκτήσει ακόμη πιο δραματική διάσταση ο λόγος του, εμφανίστηκε να δίνει τελεσίγραφο στον συνομιλητή του, ζητώντας σύγκληση της Συνόδου των κρατών-μελών του ευρώ: «Είχα την υποχρέωση να θέσω στον Πρόεδρο τις ανησυχίες μου ότι εάν, παρά τις προβλέψεις, αυτή η συμφωνία δεν επιτευχθεί την ερχόμενη Παρασκευή στο πλαίσιο αυτού του άτυπου οργάνου, του άτυπου οικονομικού διευθυντηρίου της Ευρώπης, του Eurogroup, θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε ένα ανώτερο επίπεδο, ώστε να έχουμε θετική εξέλιξη», είπε.
Με τόσο υψηλούς τόνους, θα περίμενε κανείς από τον Ευρωπαίο αξιωματούχο που βρισκόταν στο απέναντι πόντιουμ να επιδείξει ανάλογη ανησυχία. Δεν είναι, άλλωστε, και το πλέον σύνηθες να στέλνεται ένα τέτοιο τελεσίγραφο. Παραδόξως, όμως, ο πολύπειρος Πολωνός, ο οποίος πρόσφατα αντιμετώπισε την απαίτηση των λαϊκιστών που έχουν τη διακυβέρνηση της χώρας του να μην ανανεωθεί η θητεία του στην προεδρία της ΕΕ, με αποτέλεσμα να είναι οι συμπατριώτες του οι μόνοι από τους 27 που τον καταψήφισαν, αντέδρασε με απόλυτη ψυχραιμία.
Επιστράτευσε ορισμένες μάλλον «παρηγορητικές» διατυπώσεις, όπως το «κάθε ημέρα φτάνουμε πιο κοντά σε μια συμφωνία» ή το «ελπίζω ότι θα είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε μια συμφωνία την Παρασκευή στο Eurogroup». Αλλά ως εκεί. Γιατί κατά τα λοιπά δεν έδειξε να… τρομάζει από την ένταση των λόγων του Αλέξη Τσίπρα ούτε να συμμερίζεται θέσεις, απόψεις και εκτιμήσεις για τα κινούμενα «γκολπόστ» ή το παιχνίδι με τις «κουμπάρες».
«Θέλω να υπογραμμίσω ότι η ευθύνη επίτευξης της συμφωνίας αυτής είναι κάτι το οποίο μοιραζόμαστε όλοι όσοι συμμετέχουμε σε αυτή τη διαδικασία», είπε ο Ντ. Τουσκ. Και με την ίδια ψυχραιμία ξέκοψε τη συζήτηση για σύγκληση έκτακτης Συνόδου, αρνούμενος, όπως με διπλωματικό τρόπο σχολίασε, να απαντήσει επί υποθετικών αρνητικών σεναρίων. «Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου, ξέρω τις υποχρεώσεις μου, ξέρω τα εργαλεία που έχω στη διάθεσή μου. Όμως, αυτή τη στιγμή, αυτό που θέλω να κάνω μαζί με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα είναι να υποστηρίξω τους συναδέλφους μας να φτάσουν σε μια συμφωνία την Παρασκευή», κατέληξε.
Η συγκεκριμένη κατάληξη μού δημιούργησε την υποψία ότι πιθανότατα ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε εξηγήσει στον Πολωνό πολιτικό πως παίζεται το παιχνίδι με τις «κουμπάρες» στην εκδοχή της… σκληρής διαπραγμάτευσης. Δεν ερμηνεύεται αλλιώς ότι, αφενός, δεν είχε καμία απορία για το παιχνίδι και, αφετέρου, επέδειξε τόσο ψύχραιμη απάθεια ακούγοντας το… δραματικό –ή μήπως δραματοποιημένο;- αφήγημα του συνομιλητή του. Σε μια δεύτερη απόδοση, άλλωστε, το «παίζουμε τις κουμπάρες» έχει, πάλι κατά το «Βικιλεξικό», την έννοια του «κοροϊδευόμαστε, αντιμετωπίζουμε ένα θέμα ειρωνικά».

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ολοταχώς για νέα… πρωτιά στη «λίστα του Χάρβαρντ»



Όποιος άκουσε τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη να βρίσκει συμβατή τη βαριά καταγγελία που εκτόξευσε ο Αλέξης Τσίπρας κατά της αντιπολίτευσης ότι, τάχατες, αρνείται την ελάφρυνση του χρέους, με τον ισχυρισμό του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη ότι «το χρέος είναι βιώσιμο μέχρι το 2022», μάλλον δεν θα χρειαστεί να καταναλώσει ούτε κόκκο φαιάς ουσίας για να αντιληφθεί τι κρύβεται πίσω από την κακότεχνη σκηνοθεσία της καθοδηγημένης από το Μαξίμου κρίσης με το ΔΝΤ.
«Το θέμα της βιωσιμότητας έχει να κάνει με τη δανειακή σύμβαση. Δεν έχει να κάνει με την ουσία. Το χρέος πολιτικά δεν είναι βιώσιμο και το έχουμε πει», είναι ο ακριβής βερμπαλισμός με τον οποίο ο πρώην δημοσιογράφος πήρε θέση στο μέγα ζήτημα των ημερών. Και όταν, μάλιστα, ρωτήθηκε ποιον τίτλο θα έβαζε, εάν είχε παραμείνει διευθυντής στην «Αυγή», δεν είχε πρόβλημα να ισχυριστεί ότι θα ήταν ότι «ο Σταθάκης δεν θεωρεί βιώσιμο το χρέος… μετά το 2022».
Η απίστευτη διαστροφή της πραγματικότητας, που αναδύεται από τις συγκεκριμένες αναφορές του νυν υπουργού και πρώην διευθυντή της «Αυγής», δεν θα είχε και τόσο μεγάλη σημασία αν η νοοτροπία αυτού του είδους ήταν ίδιον του υπουργού Παιδείας (για τον οποίο φαντάζομαι ότι τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, που κάνουν «ποινική» αξιολόγηση των απόψεων, θα είναι περήφανοι που είναι συνάδελφός τους). Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η συγκεκριμένη νοοτροπία αποτελεί τον κανόνα που χαρακτηρίζει σχεδόν στο σύνολό των στελεχών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ.
Είναι ο κανόνας που επιτρέπει σε υπουργούς που κορόιδευαν τους πολίτες ισχυριζόμενοι ότι τη Δευτέρα μετά το δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου θα άνοιγαν οι τράπεζες, και τώρα, αντί να ζητούν συγνώμη, εγκαλούν αδιάντροπα και με απύθμενη θρασύτητα όλους εμάς που δεν πανηγυρίζουμε μαζί τους, επειδή, λέει, η ύφεση, στην οποία ξαναέβαλαν τη χώρα, ενώ την παρέλαβαν με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ήταν, εν τέλει μικρότερη του αναμενομένου.
Είναι προφανές ότι η δικαιολογημένη, ως ένα βαθμό, αλαζονεία την οποία απέκτησαν από το γεγονός ότι τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής τους η ψοφοδεής, όπως αποδείχθηκε, «διαπλοκή» τούς παραδόθηκε αμαχητί, δεν τους αφήνει να δουν την πραγματικότητα, όπως είναι, και όχι όπως προσπαθούν να τη «φτιασιδώσουν» οι πολυποίκιλοι επικοινωνιακοί μηχανισμοί που είτε προσφέρθηκαν να τους υπηρετούν είτε έστησαν οι ίδιοι.
Δεν είναι, πάντως, να εκπλήσσεται κανείς καθώς όλοι αυτοί δεν είναι παρά υπουργοί που μετέχουν σε ένα κυβερνητικό σχήμα του οποίου ο επικεφαλής αρνείται το δικαίωμα της αντιπολίτευσης να ζητεί Εξεταστική Επιτροπή για όσα οι μέχρι πρότινος συνεργάτες του τού καταμαρτυρούν. Και φθάνει, όντας πρωθυπουργός της Ελλάδας, μέχρι του σημείου να προτρέπει τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων να καταθέσουν, λέει, πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πάλι καλά, δηλαδή, που δεν τους ζήτησε να καταθέσουν το αίτημά τους στη… Μπούντεσταγκ, τώρα που φαντασιώνεται ότι συγκυβερνά με την Άνγκελα Μέρκελ την Ευρώπη και δηλώνει ότι «δεν θα αφήσουμε τον Τόμσεν να τη διαλύσει».
Εκτός από έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, όλα τούτα μαρτυρούν επιπλέον ότι το διεθνές ρεζίλι στο οποίο υποβάλουν διαρκώς τη χώρα, δεν τους πτοεί. Εξακολουθούν να βαυκαλίζονται ότι δήθεν διαπραγματεύονται ενώ ουσιαστικά κωλυσιεργούν με μόνο στόχο να παραμείνει ευπώλητος ο… σανός με τον οποίο ταΐζουν όσους -όλο και λιγότερους, όπως δείχνουν οι μετρήσεις- συνεχίζουν να τους πιστεύουν.
Σε κάθε περίπτωση, ο «κουτσαβακισμός» του περασμένου Σαββατοκύριακου, με την τεχνητή τρικυμία που προκάλεσαν, θα κοστίσει πολύ ακριβά και στους ίδιους και στη χώρα. Ο κ. Τσίπρας, με τους απίθανους χειρισμούς του, το μόνον που μπορεί να καταφέρει είναι να «κερδίσει», για δεύτερη συνεχή χρονιά, την πρωτιά στη λίστα του Χάρβαρντ με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις.
Δεν έχει περάσει πολύ καιρός αφότου, ο επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος του αμερικανικού Πανεπιστημίου περιέγραφε με ενάργεια τους λόγους για τους οποίους είχε… απονείμει την περυσινή πρωτιά στους Έλληνες «διαπραγματευτές». Ο καθηγητής Ρόμπερτ Μονούκιν είχε δηλώσει (στην «Καθημερινή») πως εκείνο που πρέπει πάντα να έχει στο μυαλό του αυτός που διαπραγματεύεται -και παίζει ιδιαίτερη σημασία για το αποτέλεσμα - είναι ότι «οι διαπροσωπικές σχέσεις παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς η διαπραγμάτευση δεν στηρίζεται σε αφηρημένες έννοιες».
Σε πείσμα του συγκεκριμένου, μάλλον αυτονόητου, κανόνα, όπως επεσήμανε ο Αμερικανός καθηγητής, τόσο ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης που «διαφήμιζε τον εαυτό του ως έξυπνο και ειδικό στη θεωρία των παιγνίων και έφτιαχνε μία κατάσταση στην οποία η τρόικα θα υπαναχωρούσε», όσο και ο κ. Τσίπρας, «είχαν καταφέρει να γίνουν μισητοί»!
Αν όλα αυτά ίσχυσαν πέρυσι, οπότε, παρά τη σχετική συγκατάβαση, αν όχι και συμπάθεια, προς τους νεόφερτους της ελληνικής εξουσίας, δεν αποφύγαμε το βαρύτερο 3ο Μνημόνιο που φορτώθηκε στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών, ας αναρωτηθεί ο οιοσδήποτε εχέφρων τι μας περιμένει τώρα που η εκβιαστική απαίτηση για έξωση του ΔΝΤ κατέληξε σε μπούμερανγκ που μάλλον μονιμοποίησε την παραμονή των στελεχών του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το ύψος που θα έχει το επιπλέον τίμημα το οποίο είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα κληθούμε να καταβάλουμε, επειδή η ηγεσία της χώρας μας απεδείχθη για ανεπίδεκτη μαθήσεως, θα το πληροφορούμε τις προσεχείς ημέρες που, εκόντες άκοντες, οι δήθεν… υπερήφανοι διαπραγματευτές θα πάνε στη Βουλή και θα εκλιπαρούν για το «ναι» των βουλευτών τους, που θα τους επιτρέψει να κάνουν Πάσχα στις καρέκλες τους.
Όσο για τους ιθύνοντες του Χάρβαρντ σε θέματα διαπραγματεύσεων, θα έχουν μάλλον μια ήσυχη ακαδημαϊκή χρονιά, αφού δεν θα δυσκολευθούν να βρουν εκείνον που θα φιγουράρει στην κορυφή της λίστας με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις της τρέχουσας χρονιάς. Μπορούν από τώρα να ανακηρύξουν τον κ. Τσίπρα, ο οποίος με τη σκηνοθετημένη επίθεση κατά του ΔΝΤ, ξεπέρασε και το περιβόητο chicken game του Βαρουφάκη.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ο χρόνος είναι χρήμα, όπως και το... «χασομέρι»



Αν όλα αυτά που ζούμε τα τελευταία εικοσιτετράωρα δεν είναι μέρος μιας «ενορχηστρωμένης δραματοποίησης», όπως θέλουν να πιστεύουν ορισμένοι καλοπροαίρετοι (ή μήπως αθεράπευτα αφελείς;), τότε μάλλον βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ιστορικών διαστάσεων φάρσα που συνιστά το γεγονός ότι οι άνθρωποι στους οποίους έχουν ανατεθεί οι τύχες της χώρας δεν έχουν μόνον άγνοια κινδύνου αλλά είναι και ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθούν οι διαρκείς παλινωδίες και οι πελώριες αντιφάσεις για την -υποτίθεται- επερχόμενη συμφωνία η οποία, κατά την ελληνική πλευρά, τη μια στιγμή είναι “ολοένα και πιο κοντά” και την επομένη διαπιστώνεται ότι τις δύο πλευρές χωρίζει ένα απροσμέτρητο χάος; Δικαιολογούνται, άραγε, να εμφανίζονται έκπληκτοι για την τροπή που έχουν λάβει οι -ούτω καλούμενες- «διαπραγματεύσεις» όταν έχει προηγηθεί το κείμενο της 20ής Φεβρουαρίου στο οποίο αποτυπώθηκε με ενάργεια η ένθεν κακείθεν βούληση;
Αν, όντως, στους τέσσερις μήνες που πέρασαν από εκείνη την πρώτη καταγραφή των επιδιώξεων ή και επιθυμιών της μιας και της άλλης πλευράς, η ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να αναλύσει την διαμορφωμένη -και εν πολλοίς γνωστή από το παρελθόν- πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι μπορεί να υπάρξει θετική κατάληξη στο εναπομείναν ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο που έχει οδηγήσει το πολύμηνο «χασομέρι» στο οποίο επιδόθηκε -ή παρασύρθηκε;- η δική μας πλευρά.
«Ο χρόνος είναι χρήμα» και, δυστυχώς, στην προκειμένη περίπτωση η συγκεκριμένη ρήση δεν είναι «σχήμα λόγου». Το παιχνίδι της καθυστέρησης, ανεξαρτήτως του ποιος το επέβαλε -η ελληνική πλευρά υπαινίσσεται ότι το έκαναν οι άλλοι, αλλά από «έξω» όλες οι ευθύνες επιρρίπτονται στην Αθήνα- κοστίζει ακριβά. Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι ότι το κόστος δεν επιμερίζεται στις δύο πλευρές, αλλά σχεδόν μονομερώς πίπτει επί των κεφαλών μας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο «λογαριασμός» των μέτρων που θα συνοδεύουν τη νέα «μνημονιακή», ή όπως αλλιώς αποκληθεί, συμφωνία, αντί να μειώνεται από τις ατέρμονες «υπερήφανες», τάχατες, διαπραγματεύσεις, μάλλον αυξάνει μέρα με τη μέρα, με τη δικαιολογία ή το πρόσχημα ότι, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, όλοι σχεδόν οι οικονομικοί δείκτες έχουν χειροτερεύσει.
Η κυβέρνηση δείχνει να είναι απολύτως εγκλωβισμένη στην ίδια την πλανεύτρα ρητορική της, για την οποία όσα ελαφρυντικά και αν της δοθούν για τον τρόπο που την άσκησε προεκλογικά, είναι απορίας άξιον γιατί δεν προσπαθεί να την προσαρμόσει τώρα που όλα τα αδιέξοδα είναι μπροστά της. Κανείς εχέφρων, εξάλλου, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. οδηγείται σε έναν επώδυνο συμβιβασμό ακόμη και αν όλως αιφνιδίως η πλευρά των εταίρων και δανειστών αποφασίσει να δεχθεί στο σύνολό τους τις πιο πρόσφατες προτάσεις της δικής μας πλευράς που μόλις το τελευταίο δεκαπενθήμερο πήραν συγκεκριμένη μορφή.
Αν μέχρι πρότινος είχαν το «άλλοθι» της άγνοιας και έλεγαν -πριν αλλά και μετά τις εκλογές- όσα έλεγαν κατά των αντιπάλων τους και υπέρ των συμμαχιών που εκείνοι θα συγκροτούσαν για να... αλλάξουν τον ρου της παγκόσμιας Ιστορίας, τώρα πλέον δεν δικαιούνται να προβάλουν τους ίδιους ισχυρισμούς. Δοκίμασαν τους Ρώσους, «έπαιξαν» με τους Αμερικανούς, έφθασε η χάρη τους και στη Λατινική Αμερική, πλην, όμως, στο τέλος με τους Ευρωπαίους κάθισαν, έστω καθυστερημένα στο ίδιο τραπέζι.
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και στην Ευρώπη θα παραμείνει. Για πολλούς και αρκετών ειδών λόγους. Κυρίως, όμως, επειδή έχει αποδειχθεί ότι εκεί είναι το συμφέρον της, τόσο της ίδιας ως χώρας όσο και των πολιτών της. Γι΄ αυτό ακριβώς και οι τελευταίοι, παρά τις τεράστιες δυσκολίες των προηγούμενων χρόνων και εκείνες που προοιωνίζεται ότι έχουμε ακόμη μπροστά μας, παραμένουν πλειοψηφικά θιασώτες της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης, απορρίπτοντας τις «Σειρήνες» του δήθεν αξιοπρεπούς απομονωτισμού.
Αν, λοιπόν, πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του εννοούν όσα λένε και, στο μεταξύ, διδάχθηκαν κάτι από όσα εκτυλίχθηκαν μπροστά τους το τελευταίο πεντάμηνο, δεν έχουν παρά να τερματίσουν μια ώρα αρχύτερα το επικίνδυνο παιχνίδι στο οποίο -εκόντες ή άκοντες- παίζουν υπό τον φόβο του πως θα γίνει δεκτή η συμφωνία στο στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι κυβερνώντες λένε ότι είναι κοντά σε συμφωνία και έχουν συμβιβαστεί με τους στόχους που αυτή θα υπηρετεί, ας μη δεχθούν όσα τους προτείνονται (ΕΚΑΣ, ΦΠΑ στο ρεύμα, κ.ά.). Ας φροντίσουν, όμως, να κάνουν τις δικές τους αντιπροτάσεις που να είναι ουσιώδεις και να ξεπερνούν το σύνηθες... μπαλαμούτι «θα βρούμε έσοδα από την καταπολέμηση της... διαφθοράς και τις... άδειες των τηλεοπτικών καναλιών».
Ο χρόνος τρέχει. Και τρέχει αποκλειστικά και μόνον εις βάρος μας. Εκτός πια και αν πιστεύει κανείς ότι η ύφεση, η κατάρρευση των δημοσίων εσόδων και η διαρροή των τραπεζικών καταθέσεων είναι εξίσου βλαπτικά φαινόμενα και για τους «έξω». Αν είναι έτσι, ας τους... τιμωρήσουμε συνεχίζοντας το «χασομέρι».

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Αλλάζουν οι κάλπες την κοινή λογική;



Σε ολόκληρο τον πλανήτη δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος –με την έννοια του έχοντος την ευθύνη για αυτά που λέει ή πράττει- ηγέτης ο οποίος να έχει πάρει θέση στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους πιστωτές της χώρας και να μην έχει ταχθεί υπέρ του συμβιβασμού και της ανάληψης από τη δική μας πλευρά της υποχρέωσης να φέρουμε εις πέρας μεταρρυθμίσεις που να –επιχειρούν, έστω, να- αλλάξουν το λανθασμένο παραγωγικό πρότυπο που δεκαετίες τώρα ακολουθούμε.
Δεν είναι μόνον η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που επιμένουν στερεότυπα, ήδη από των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι η Ελλάδα πρέπει «να κάνει τα μαθήματα της» και μόνον έτσι θα μπορεί να απαιτεί την έκφραση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Είναι και ο Μάρτιν Σουλτς με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, όπως και ο Φρανσουά Ολάντ με τον Ματέο Ρέντσι, αλλά και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και τόσοι άλλοι από τον δυτικό –για να μιλήσουμε με παραδοσιακούς όρους- κόσμο που, λίγο ως πολύ, κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή.
Από τους –πέστε τους και «γκρινιάρηδες»- Σλοβάκους ή τους –ας τους θεωρήσουμε, λόγω «Ποδέμος», «φοβητσιάρηδες»- Ισπανούς, έως τους Αυστριακούς, τους Βέλγους, τους Λουξεμβούργιους, ακόμη και τους ομοεθνείς Κυπρίους, δεν υπάρχει ούτε μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που να στέκεται στο πλευρό μας και να συμμαχεί μαζί μας στο Eurogoup ή σε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο forum.
Για όλους όσοι έχουν επίγνωση της πραγματικότητας των διαπραγματεύσεων, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι έχουν μικρή σχέση με την πραγματικότητα οι «διαρροές» περί δήθεν διαφωνιών είτε ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε ή μεταξύ των  εκπροσώπων των τριών «θεσμών», που παλαιότερα λέγαμε «τρόικα». Σε κάθε περίπτωση, οι υποτιθέμενες αυτές διαφωνίες, οι οποίες και επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης προβαλλόταν ως άλλοθι για τα συνεχή «ναυάγια», δεν είναι αρκετές για να δικαιολογηθούν τη διάσταση που επιχειρείται να τους δοθούν.
 Αν σε όλους αυτούς προσθέσουμε Ρώσους και Κινέζους, οι οποίοι όχι μόνον δεν ανοίγουν πιστωτικές γραμμές, όπως φαντασιώνονται διάφοροι από αριστερά και δεξιά, αλλά μας προτρέπουν να βρούμε λύση στα προβλήματά μας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας στην οποία ανήκουμε, δεν είναι να απορεί κανείς για την τύχη που θα μας επιφυλαχθεί αν, παρ΄ ελπίδα, συμβεί το αδιανόητο της εξόδου από την ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα ενός πτωχευτικού «ατυχήματος», και χρειαστούμε βοήθεια για να σταθούμε στα πόδια μας.
 Όπως και να έχει, όμως, τεσσεράμισι μήνες μετά τις εκλογές, η προεκλογική «προφητεία» του Αλέξη Τσίπρα για «τα νταούλια και τις αγορές» μοιάζει να… εκπληρώνεται. Μόνον που μάλλον εκπληρώνεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε προφητέψει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνες που χορεύουν δεν είναι οι αγορές, οι οποίες μια… χαρά την βγάζουν. Είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ο οποίος επί 130 μέρες τώρα βολοδέρνει αδύναμος να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει».
Γιατί τι άλλο από αδυναμία και αναποφασιστικότητα εκπέμπει η στάση που τηρεί η ελληνική κυβέρνηση, η οποία την ίδια ακριβώς ώρα που προετοιμάζει τον συμβιβασμό, με συναντήσεις και τηλεφωνήματα προς εκείνους που κρατούν τα κλειδιά της λύσης στο εξωτερικό, για λόγους εσωτερικών ισορροπιών διστάζει να ολοκληρώσει την προσαρμογή στην πραγματικότητα, όπως σε όλους τους τόνους και σε όλες τις γλώσσες της ζητείται με επίκληση της κοινής λογικής που ενστερνίζονται οι πάντες στον υπόλοιπο πλανήτη;
 Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση, αντί να προσπαθεί να αίρει την διάχυτη αβεβαιότητα που προκαλεί η αναποφασιστικότητά της επιδεινώνοντας την αδηφάγο ύφεση, που υποτίθεται ότι θέλει να αποφύγει, πυροδοτεί την παραλυτική ανασφάλεια με την μάλλον παιδαριώδη αντίδραση της καλλιέργειας εκλογικών σεναρίων.
Αλήθεια, ποιο ακριβώς πρόβλημα της κυβέρνησης -και πολύ περισσότερο της χώρας- θα μπορούσε να επιλυθεί με το πρόωρο στήσιμο κάλπης για βουλευτικές εκλογές; Μάλλον κανένα, αφού και μετά τις εκλογές οι συσχετισμοί είναι μάλλον απίθανο να αλλάξουν. Και διότι, αν ήταν να αλλάζουν έτσι εύκολα τα πράγματα δεν είχαμε παρά να κάνουμε κάθε τρεις και λίγο εκλογές. Και εννοείται με όλο και πιο… φιλολαϊκά προεκλογικά προγράμματα… 
Δεν νομίζω να αμφιβάλει κανείς ότι μόνον ασυγχώρητα αφελείς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι ξένοι –εταίροι και δανειστές μας- θα μας έδιναν μια καλύτερη συμφωνία επειδή θα εκφραζόταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός λαός. Έχουμε, νομίζω, υποστεί πολλές διαψεύσεις τα τελευταία χρόνια και από πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις για να πιστέψουμε ότι με τις κάλπες μπορεί να ανατραπεί αυτό που για όλους τους άλλους συνιστά κοινή λογική. Ή μήπως όχι;