Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δικαιοσύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δικαιοσύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Θα απαντήσουν και στον οίκο Moody’s οι δικαστές;

 

Από την εποχή που ηγείτο της Δικαιοσύνης, αρχικά ως αρχισυνδικαλίστρια και κατόπιν ως πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ex officio υπηρεσιακή πρωθυπουργός, η… αξέχαστη Βασιλική Θάνου είχαμε να δούμε τους Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς να ξιφουλκούν κατά των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Για όσους ενδεχομένως δεν θυμούνται εκείνες τις «επικές» καταστάσεις, υπενθυμίζουμε ότι η αξιότιμη κυρία Θάνου αλληλογραφώντας με τον τότε πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον καλούσε (στις 13.2. 2015) να παρέμβει προς τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης (Τσίπρα-Καμμένου) «για να εξευρεθεί λύση, η οποία θα εξασφαλίσει την ανάπτυξη, χωρίς μέτρα λιτότητας…».

Λίγους μήνες μετά και ούσα πλέον στην κορυφή του Ανώτατου Δικαστηρίου έστελνε την επαύριο του ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιστολή προς τους Ευρωπαίους ομολόγους της ζητώντας τη συμβολή τους, «προκειμένου να βρεθεί λύση στο ελληνικό ζήτημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα και ευρωπαϊκό ζήτημα». Η Νέα Δημοκρατία, ως αξιωματική αντιπολίτευση που ήταν τότε, είχε ψέξει την κ. Θάνου για την πρωτοβουλία της χαρακτηρίζοντας την επιστολή της «πολιτική παρέμβαση, ανεπίτρεπτη για πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου».

Μετά βασάνων και κόπων, η ελληνική Δικαιοσύνη απηλλάγη από την παρουσία της κ. Θάνου, παρότι η ίδια έδωσε σκληρό αγώνα για να παρακαμφθεί το συνταγματικά οριζόμενο ηλικιακό όριο για την παραμονή της στο δικαστικό σώμα, συνεχίζοντας τη δημόσια παρουσία της ως πρωθυπουργική σύμβουλος και κατόπιν ως επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Φαίνεται, όμως, ότι η «παρακαταθήκη» της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου παραμένει ενεργή στα ανώτατα κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας.

Δεν εξηγούνται αλλιώς οι επανειλημμένες αντιδράσεις κορυφαίων θεσμικών και συνδικαλιστικών παραγόντων του δικαστικού κόσμου που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα. Το έναυσμα έδωσε τον περασμένο μήνα η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία συνεκλήθη με πρωτοβουλία της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Δικαστηρίου για να απαντήσει στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο οποίο γινόταν μια σειρά αρνητικές επισημάνσεις για το κράτος δικαίου στη χώρα μας. Με ισχυρή πλειοψηφία 49 μελών της Ολομέλειας του Δικαστηρίου που ψήφισαν υπέρ, έναντι 13 που διαφώνησαν, οι αρεοπαγίτες κατέληξαν ότι «τα αναφερόμενα στο Ψήφισμα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης».

Η άποψη της μειοψηφίας των 13 αρεοπαγιτών ότι το θέμα είναι που ήγειρε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι «πολιτικής φύσεως» και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, απερρίφθη άνευ επαίνων. Και κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στη συνέχεια η οποία δίνεται αυτές τις μέρες με τους εκπροσώπους του εγχώριου δικαστικού συστήματος να στηλιτεύουν τα λεγόμενα της Λάουρα Κοβέσι, η οποία είναι από το 2020 η πρώτη Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας και αποτελεί ένα εμβληματικό πρόσωπο που απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση εξαιτίας του πολύχρονου αγώνα κατά της διαφθοράς που έδωσε νωρίτερα στην πατρίδα της, τη Ρουμανία.

Έχοντας στις αρμοδιότητες της τη διερεύνηση οικονομικών εγκλημάτων στην Ε.Ε., όπως για παράδειγμα απάτες στο ΦΠΑ, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη διαφθορά, η κ. Κοβέσι μιλώντας σε ελληνικά μέσα ενημέρωσης για την τραγωδία των Τεμπών, έπειτα από επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Ελλάδα, εξέφρασε την άποψη ότι θα είχε αποφευχθεί το μοιραίο δυστύχημα εάν είχε υλοποιηθεί εγκαίρως το έργο της τηλεδιοίκησης με τη περίφημη σύμβαση 717, που χρηματοδοτήθηκε με ευρωπαϊκούς πόρους.

Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, η ευρωπαϊκή εισαγγελία άσκησε ήδη ποινική δίωξη σε 23 δημόσιους λειτουργούς, αλλά, όπως είπε η Ρουμάνα εισαγγελέας, με βάση αυτά που ορίζει το ελληνικό σύνταγμα, «δεν καταφέραμε να διεξάγουμε την έρευνα σε βάρος πρώην υπουργών που ήταν ενδεχομένως ύποπτοι για την υπόθεση».

Η ίδια, μεταφέροντας εμπειρία από τη δική της χώρα, ανέφερε: «Είχαμε και μια αντίστοιχη περίπτωση στη Ρουμανία, μια παρόμοια τραγωδία και γνωρίζω καλά ότι πρόκειται για τραύμα και αυτού του είδους το τραύμα δεν μπορεί να επουλωθεί χωρίς την απονομή δικαιοσύνης».

Για να καταλήξει: «Αυτή η ασυλία δεν θα έπρεπε να υπάρχει και θα έπρεπε να μας επιτραπεί να ολοκληρώσουμε την έρευνα μας. Γιατί τώρα με τον τρόπο που εξελίσσεται η έρευνα, είναι σαν να προσπαθείς να πνίξεις ένα ψάρι, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι ένα ψάρι δεν πνίγεται».

Δεν προκάλεσε εντύπωση που ο -διόλου εγκρατής όταν πρόκειται να υπερασπιστεί την κυβερνητική γραμμή- υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης υποστήριξε ότι πρέπει να κινηθούν διαδικασίες… αποπομπής της Ευρωπαίας εισαγγελέως. Είναι άλλωστε ίδιον των Ελλήνων πολιτικών -γνωστή ήδη από τις καταγγελίες των υπουργών της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή για τους… «χαμηλόβαθμους υπαλλήλους» των Βρυξελλών που τους κατέρριψαν τον νόμο για τον λεγόμενο «βασικό μέτοχο»- να επικαλούνται κατά το δοκούν το λεγόμενο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Τις ίδιες μέρες, άλλωστε, που με επίκληση του ενωσιακού δικαίου περνούσε από τη Βουλή ο νόμος για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, τα οποία το Σύνταγμά μας ρητά απαγορεύει, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες θέλουν να απαγορεύσουν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς την έρευνα για το που κατέληξαν τα χρήματα του κοινοτικού προϋπολογισμού που δόθηκαν για τους ελληνικούς σιδηροδρόμους.

Εντύπωση, όμως, προκάλεσε ότι, εκτός από την κυβέρνηση,… παρεξηγήθηκαν και οι Έλληνες δικαστές με όσα είπε η Ευρωπαία συνάδελφός τους και έτσι αισθάνθηκαν την ανάγκη να της απαντήσουν δικαστικές ενώσεις αλλά και η ηγεσία του Αρείου Πάγου. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κατελόγισε στην κ. Κοβέσι «υπέρβαση κατά πολύ των αρμοδιοτήτων» και έκανε λόγο για προσβολή της «θεσμικής αυτονομίας των κρατών-μελών της Ε.Ε.».

Ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι επί της ουσίας δίκιο οι θεσμικοί και συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι του δικαστικού κόσμου να ξιφουλκούν κατά του Ευρωκοινοβουλίου ή της Ευρωπαίας εισαγγελέως, το παράδοξο είναι ότι δεν επέδειξαν αντίστοιχη ευαισθησία για το γεγονός ότι λοιδορείται η χώρα, εξαιτίας του απαρχαιωμένου συστήματος απονομής δικαιοσύνης στο οποίο πρωταγωνιστούν οι ίδιοι και έχει ως αποτέλεσμα τις τεράστιες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων και φθάνει στα όρια της αρνησιδικίας.

Με αποφάσεις τόσο των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, όσο συνηθέστερα και δικών τους, αφού έχουν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι αυθεντικοί ερμηνευτές του Συντάγματος, οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς είναι οι πιο καλοπληρωμένοι λειτουργοί του ελληνικού Δημοσίου. Παρά ταύτα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ο «μεγάλος ασθενής» στην εγχώρια δημόσια διοίκηση.

Όποιος το αμφισβητεί δεν έχει παρά να διατρέξει την πρόσφατη έκθεση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος προβάλει ως έναν από τους λόγους για τους οποίους δεν αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας την υστέρηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Έχουν, άραγε, γι΄ αυτή την έκθεση κάποιο σχόλιο οι δικαστές μας;

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς


Ο 15χρονος Κωνσταντίνος είναι ένας πολύ επιμελής μαθητής που φοιτά σε δημόσιο Γυμνάσιο μιας μεσοαστικής περιοχής της πρωτεύουσας και όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν σταθερά και με άποψη απέναντι στους συμμαθητές του που ήθελαν να κάνουν κατάληψη για να… χάσουν μάθημα.

Την περασμένη Τετάρτη, όμως, που συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την τραγωδία των Τεμπών, ο Κωνσταντίνος πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια να αποφασίσουν οι συμμαθητές του αποχή από τα μαθήματα ώστε να διαμαρτυρηθούν επειδή καθυστερεί η απονομή δικαιοσύνης για τον άδικο χαμό των 57 συνανθρώπων μας που θυσιάστηκαν στο συγκλονιστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα της αποφράδας 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Ο νεαρός πρωταγωνιστής της ιστορίας μας δεν πτοήθηκε από τις απειλές της διευθύντριας του σχολείου του ότι θα τιμωρηθεί με αποβολή. Ως επιμελής που, όπως προείπαμε, είναι, επικαλέστηκε τον υφιστάμενο κανονισμό με τα δικαιώματα των μαθητών και η διευθύντρια υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας του μαθητή της και να αποσύρει τις απειλές.

Το συγκεκριμένο περιστατικό είναι απολύτως αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως των νεότερων γενιών το τραύμα τόσο από αυτή καθεαυτή την τραγωδία των Τεμπών, όσο, ενδεχομένως και πολύ περισσότερο, από τους μετέπειτα χειρισμούς της επίσημης Πολιτείας, είτε αυτή εκφράζεται από την καθ΄ έξιν βραδυπορούσα ελληνική Δικαιοσύνη, είτε από τη χρόνια παθογένεια του εγχώριου πολιτικού συστήματος το οποίο για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων και υποτάσσει τα πάντα στον βωμό των μικροκομματικών υπολογισμών.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς από εκείνους που θεωρούν ότι η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να αποδίδεται εν θερμώ και χωρίς ενδελεχή μελέτη των στοιχείων που συνθέτουν κάθε υπόθεση, για να μη θυμώνει με το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό μιας άλλης υπόθεσης που συγκλόνισε την κοινωνία μας, όπως ήταν η τραγωδία με την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, από την οποία μας χωρίζουν σχεδόν έξι ολόκληρα χρόνια.

Ούτε απαιτείται να είναι κάποιος προκατειλημμένος για την «ποιότητα» του πολιτικού συστήματος μας για να αναγνωρίσει ότι τα πρόσωπα που επελέγησαν για να διευθύνουν τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής που συγκρότησε η Βουλή για να διερευνήσει το δυστύχημα των Τεμπών ήταν παντελώς ακατάλληλα για να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο. Όσο και αν ισχύει ο αποκαρδιωτικός ισχυρισμός ότι «σπανίως οι Εξεταστικές της Βουλής συνέβαλαν ουσιωδώς στη διαλεύκανση των υποθέσεων τις οποίες κλήθηκαν να διερευνήσουν», στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα υπήρξαν χειρότερα από κάθε άλλη φορά.

Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει έστω και για λίγο τις εργασίες της Επιτροπής διαπίστωνε εύκολα την προκατάληψη από την οποία διακατέχονταν το προεδρείο και η πλειοψηφία των μελών της. Χρησιμοποιώντας συχνά ακόμη και αγοραίες εκφράσεις, οι οποίες μόνον κοινοβουλευτικό ύφος δεν απέπνεαν, συμπεριφέρονταν με τρόπο που μαρτυρούσε κραυγαλέα πρόθεση για συγκάλυψη των ευθυνών που βαρύνουν τους πραγματικούς υπαίτιους.

Το γεγονός ότι μπορεί να υπήρξαν προκλήσεις και εκ μέρους κάποιων από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, επ΄ ουδενί δεν δικαιολογεί την απροκάλυπτη διάθεση για άρον άρον ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής χωρίς να περιγραφούν και να αποτυπωθούν στα πρακτικά οι αναμφισβήτητες πολιτικές ευθύνες που οδήγησαν στην ανείπωτη τραγωδία.

Προς τι, άραγε, η σπουδή των κυβερνητικών βουλευτών να τελειώσουν όλα το συντομότερο; Και που, αλήθεια, κατέτεινε ο αποκλεισμός μαρτύρων τους οποίους, καλώς ή κακώς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θεωρούσαν κρίσιμους; Και αν ήταν τόσο δύσκολο να το αντιληφθούν οι ίδιοι θερμοκέφαλοι (αν)εγκέφαλοι της Επιτροπής, γιατί δεν βρέθηκε κάποιος από την κυβέρνηση να τους το πει;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, βοηθούντων και των προσεγγίσεων που έκαναν οι βασικοί αντίπαλοί τους, οι οποίοι, κακά τα ψέματα, απεδείχθησαν υπέρ του δέοντος «ερασιτέχνες», οι ιθύνοντες του επικοινωνιακού μηχανισμού της κυβέρνησης κατέγραψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια αναρίθμητες επιτυχίες. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, σε όλες τις πολιτικές συγκρούσεις της τελευταίας πενταετίας, κέρδιζαν κατά κράτος στο πεδίο των εντυπώσεων.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι το επικοινωνιακό επιτελείο, το οποίο επέλεξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να τον πλαισιώσει, υπήρξε ο αναμφισβήτητος νικητής σε όλες τις κρίσεις και τις μοιραίες πολιτικές συγκρούσεις με τις οποίες αυτές συνοδεύτηκαν από το 2019: από τη διαχείριση της πανδημίας και των ελληνοτουρκικών κρίσεων έως τους αμφιλεγόμενους χειρισμούς στην Παιδεία, στην Υγεία και στο μεγάλο πρόβλημα της ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων, το πρόσημο για την κυβέρνηση ήταν θετικό, ακόμη και όταν ήταν εμφανείς οι παλινωδίες και τα πισωγυρίσματα.

Χωρίς να είναι συγκρίσιμα μεγέθη, ακόμη και η πρόσφατη διελκυστίνδα γύρω από τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, που προκάλεσε τη μήνη του συντηρητικού εκλογικού κοινού της κυβερνητικής παράταξης, μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί λιγότερο επώδυνη για την κυβέρνηση όσο από τις αρχές δεν δίνονται ξεκάθαρες και πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με την τραγωδία των Τεμπών. Όπως, ενδεικτικά:

1. Ποιος, για παράδειγμα, και γιατί αποφάσισε να μπαζωθεί ο τόπος μαρτυρίου των 57 συνανθρώπων μας που έχασαν τόσο άδικα τη ζωή τους; Όσο και αν ο πολίτης Κώστας Αγοραστός έχει νόμιμο δικαίωμα να σιωπά, επειδή είναι κατηγορούμενος, ο τέως περιφερειάρχης που είναι πολιτικός, ο οποίος τόσο απλόχερα στηρίχθηκε από την κυβέρνηση, έχει υποχρέωση να πει όλη την αλήθεια.

2. Ποιο πραγματικά ήταν το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας που συγκρούστηκε με το μοιραίο επιβατηγό τρένο το οποίο βρέθηκε στην λάθος γραμμή και προκάλεσε την έκρηξη; Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ερώτημα έθεσαν από την πρώτη ώρα εγνωσμένοι συνωμοσιολόγοι, οι επίσημες αρχές είχαν και έχουν υποχρέωση να απαντήσουν αναλυτικά.

Το 41% που έλαβε η ΝΔ στις τελευταίες εκλογές δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι ούτε για τη σιωπή του τέως περιφερειάρχη κ. Αγοραστού ούτε για την αμετροέπεια του προέδρου της Εξεταστικής Επιτροπής, «γαλάζιου» βουλευτή Δημήτρη Μαρκόπουλου.

Διότι ο δικαιολογημένος θρήνος όχι μόνον των συγγενών των θυμάτων, αλλά και της μεγάλης πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας, που ταυτίζεται μαζί τους, δεν τιθασεύεται και ούτε χειραγωγείται από επικοινωνιακούς χειρισμούς. Όσο «επαγγελματικοί» και αν είναι. Και όσο αποτελεσματικοί και αν έχουν αποδειχθεί σε άλλες περιπτώσεις.

Όποιος το αμφισβητεί, μπορώ να τον παραπέμψω στον νεαρό φίλο μου, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος υπερασπίστηκε το δικαίωμα του να απέχει για πρώτη φορά από τα μαθήματά του επειδή πιστεύει ότι κάποιοι δεν θέλουν να αποδοθεί Δικαιοσύνη στην τραγωδία των Τεμπών.

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Να τους… κλείσουμε όλους μέσα, αλλά σε ποιες φυλακές;


Ο Παλαιστίνιος Σιρχάν Σιρχάν, ο οποίος καταδικάστηκε για τη δολοφονία του υποψήφιου για την προεδρία των ΗΠΑ Ρόμπερτ Κένεντι το μακρινό 1968, παραμένει κρατούμενος στις φυλακές της Καλιφόρνιας, εκτίοντας ποινή ισόβιας κάθειρξης, όπως μετατράπηκε η αρχική καταδίκη του σε θάνατο.

Τα επανειλημμένα αιτήματα για αποφυλάκιση που έχει υποβάλει ο 79χρονος πλέον κατάδικος απορρίπτονται διότι οι αρμόδιες αμερικανικές αρχές θεωρούν ότι, παρότι κρατείται επί 55 ολόκληρα χρόνια, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για να αφεθεί ελεύθερος. Βλέπετε σε κάποιες χώρες ισχύει η ρήση που φημολογείται ότι έχει βγει από τα χείλη Έλληνα πολιτικού, ο οποίος λέγεται ότι, αναφερόμενος στους πρωταίτιους του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, είχε πει «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».

Στην πράξη, βεβαίως, η καταδίκη σε ισόβια από την ελληνική Δικαιοσύνη σχεδόν ποτέ ως τώρα δεν ξεπέρασε την εικοσαετή παραμονή στις φυλακές. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι αν ήταν στην Ελλάδα ο καταδικασμένος για τη δολοφονία του δεύτερου διάσημου πολιτικού από την οικογένεια Κένεντι, που έπεσε νεκρός από τα πυρά ενός οπλοφόρου με αμφιλεγόμενα κίνητρα και ενδεχομένως άγνωστους ηθικούς αυτουργούς, θα είχε αποκτήσει την ελευθερία του εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.

Η περίπτωση του Παλαιστίνιου Σιρχάν δεν είναι η μόνη που δείχνει ότι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στον αντίποδα της μεταχείρισης την οποία «απολαμβάνουν» όσοι παραβιάζουν τον νόμο, δικάζονται και καταδικάζονται είτε για ήπια πλημμελήματα είτε για βαριά κακουργήματα. 

Με τη δικαιολογία ή και κάποιες φορές το πρόσχημα ότι η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές, που μαστίζονται κυρίως από τον υπερπληθυσμό των κρατουμένων, είναι αφόρητη και μόνον σε σωφρονισμό δεν οδηγεί, στη δική μας χώρα, εδώ και πάνω τρεις δεκαετίες ψηφίζονται νόμοι για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης.

Με αποκορύφωμα την αλλαγή των Ποινικών Κωδίκων, που ψηφίστηκε στο άψε σβήσε λίγο πριν επικυρωθεί από τη λαϊκή ετυμηγορία η παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη ΝΔ, υιοθετήθηκαν από τις περισσότερες κυβερνήσεις ρυθμίσεις οι οποίες οδήγησαν σε αποποινικοποίηση αδικημάτων, παραγραφές διώξεων και δραστικές μειώσεις των ποινών που επιβάλλονται και πολύ περισσότερο εκείνων που εκτίονται.

Με τον τρόπο αυτό γίναμε επανειλημμένα μάρτυρες καταστάσεων στις οποίες ειδεχθείς εγκληματίες (παιδεραστές, έμποροι ναρκωτικών, «άνθρωποι της νύκτας», εκβιαστές, μεγαλοκαταχραστές του δημοσίου πλούτου και άλλοι), κυρίως όταν είχαν εκπροσώπηση από επώνυμους και ακριβούς νομικούς παραστάτες, δεν πέρασαν ποτέ το κατώφλι των φυλακών ή, όταν το πέρασαν, έμειναν εκεί για δυσανάλογα μικρό χρονικό διάστημα.

Παρά ταύτα, ούτε τα καταστήματα κράτησης στη χώρα μας απηλλάγησαν από τον ασφυκτικό συνωστισμό, ούτε οι τρόφιμοι τους γλύτωσαν από τις απάνθρωπες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι από όσους εκτίουν ποινές και δεν διαθέτουν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να βελτιώσουν τη διαβίωση τους πίσω από τα κάγκελα. 

Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές αντί να σωφρονίζονται, όπως υποτίθεται ότι είναι ο λόγος του εγκλεισμού τους, αποφυλακίζονται έχοντας κάνει εντατικά μεταπτυχιακά μαθήματα στην παραβατικότητα.

Συχνά, άλλωστε, συμμορίες που δρουν στον έξω κόσμο συντονίζονται μέσα από τις φυλακές, αφού μπορεί τύποις να ισχύουν περιορισμοί στις επικοινωνίες αλλά όποιος διαθέτει τους ανάλογους πόρους δεν δυσκολεύεται να αποκτήσει απεριόριστη πρόσβαση σε συνεργούς εκτός φυλακής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ουδείς νομίζω ότι μπορεί να αρνηθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας πάσχει. Και πάσχει, μάλιστα, βαρύτατα. Είναι στην πραγματικότητα ο «μεγάλος ασθενής» της ελληνικής Πολιτείας, καθώς για μια σειρά από λόγους (πολιτικούς και κοινωνιολογικούς) ο τρόπος με τον οποίο απονέμεται το δίκαιο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας. 

Γι΄ αυτό και η λύση στο πολύπτυχο αυτό πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να βρεθεί με μόνη την επαύξηση των ποινών την οποία προωθεί η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Έχει γίνει άραγε κάποια μελέτη για το που θα «φιλοξενηθούν» όλοι αυτοί οι οποίοι, με βάση τις ρυθμίσεις που πομπωδώς ανακοίνωσε ο κ. Γιώργος Φλωρίδης, δεν θα αφήνονται πλέον ελεύθεροι αλλά θα οδηγούνται στις φυλακές; Ακόμη και αν είναι δημοσιογράφοι που θα καταδικαστούν πρωτοδίκως για το αμφιλεγόμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. 

Η σημερινή κυβέρνηση πασχίζει από τις πρώτες εβδομάδες της συγκρότησής της να μεταφέρει στον Ασπρόπυργο τις φυλακές του Κορυδαλλού, χωρίς ακόμη να έχει καταφέρει τίποτε περισσότερο από την προκήρυξη του διαγωνισμού για την οικοδόμηση του νέου κτιριακού συγκροτήματος στην πρώην «αμερικανική ευκολία».

Έχω την αίσθηση ότι δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς τι θα συμβεί αν ισχύσουν οι ρυθμίσεις Φλωρίδη και αρχίσουν ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές να στέλνουν σωρηδόν στη «στενή» κάθε είδους παραβάτες που μπορεί να βαρύνονται ακόμη και για εξ αμελείας τροχαία ατυχήματα. 

Τα πράγματα προοιωνίζονται να γίνουν ακόμη χειρότερα από τη στιγμή που η τωρινή κυβέρνηση αποφάσισε η ευθύνη των φυλακών να έχει περάσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα δύο αυτά χαρτοφυλάκια -της Δικαιοσύνης και της «Δημόσιας Τάξης» που το δεύτερο σπανίως συναντάται- είναι ενιαία ακριβώς για να μην υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που αποφασίζουν τις κρατήσεις και σε εκείνους που τις υλοποιούν. 

Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς και ας ακούμε χρόνια τώρα το υπουργείο Δημόσιας Τάξης να κατηγορεί τους δικαστές ότι αφήνουν ελεύθερους ή ρίχνουν ποινές χάδι στους εγκληματίες, την ίδια ώρα που το υπουργείο Δικαιοσύνης αντιτείνει ότι η Αστυνομία ευθύνεται που συντάσσει ελλιπείς και χωρίς στοιχεία δικογραφίες που δεν είναι ικανές να επιφέρουν καταδίκες των παρανόμων. Για να μην αναφερθούμε στους υφ΄ όρων απολυόμενους που, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα, είναι στη… διακριτική τους ευχέρεια αν θα τους τηρήσουν, αφού κανείς δεν τους ελέγχει.

Να τους κλείσουμε μέσα, λοιπόν, όλους τους παραβάτες, αλλά σε ποιες φυλακές; Μήπως, εν τέλει, το πρόβλημα είναι πιο πολύπλοκο από τους εύηχους λαϊκισμούς για «μηδενική ανοχή στο έγκλημα»;

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη.

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.

Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις:

*Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής, και

*Δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα.

Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη.

Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά.

Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Τα βελγικά μαθήματα και η ελληνική ατιμωρησία


Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το τεράστιο σκάνδαλο των δωροδοκιών στην Ευρωβουλή με (συμ)πρωταγωνίστρια την Ελληνίδα αντιπρόεδρο Εύα Καϊλή, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε η βελγική δικαιοσύνη και εν γένει οι θεσμοί της χώρας, που αποτελεί την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγιναν αντικείμενο πολλών και έντονων συζητήσεων στην Ελλάδα.

Δυστυχώς η σύγκριση, αν διανοηθεί να αποτολμήσει κανείς κάτι τέτοιο, με τα ισχύοντα στη δική μας χώρα είναι συντριπτικά εις βάρος μας, εκθέτοντας συλλήβδην την πολιτική τάξη, τη Δικαιοσύνη και τους φορείς της ενημέρωσης.

Μόνον σε μελαγχολικές σκέψεις, άλλωστε, μπορεί να καταλήξει όποιος επιχειρήσει να αντιπαραθέσει τα ισχύοντα στη δική μας χώρα με τον επαγγελματικό τρόπο δράσης των αρχών του Βελγίου στο Qatargate χωρίς, μάλιστα, παρέκκλιση από την προσήλωση στην τήρηση της νομιμότητας και με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα όσων θεωρούνται ύποπτοι για εμπλοκή σε έκνομες ενέργειες.

Από που να ξεκινήσει και που να καταλήξει κάποιος; Από την μεθοδικότητα της αστυνομικής έρευνας η οποία διήρκεσε επί μήνες και κύλησε χωρίς περιττές διαρροές που θα έβλαπταν την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης; Από τη διακριτικότητα των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που κράτησαν μακριά από την περιττή δημοσιότητα τους συλληφθέντες, ενώ απείχαν και οι ίδιοι από τη σαγήνη της αυτοπροβολής τους; Ή μήπως από την υπεύθυνη στάση των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι παρότι είχαν πληροφορίες για την έρευνα περίμεναν να τις δημοσιοποιήσουν μόνον όταν όλα είχαν πάρει την πορεία τους.

Θυμηθείτε λίγο κάποια εγχώρια προηγούμενα, όπως για παράδειγμα η υπόθεση Novartis που κυριάρχησε στην επικαιρότητα επί των ημερών της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Φέρτε στη μνήμη σας την επίσκεψη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου στον Άρειο Πάγο για να πιέσει προς την κατεύθυνση της άμεσης αποστολής δικογραφίας στη Βουλή.

Ανατρέξτε στην πανηγυρική φιέστα που στήθηκε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τότε υπουργό Σταύρο Κοντονή (αλήθεια τώρα που έχει εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άραγε μετανιώσει για εκείνη τη στάση του;) και τον αναπληρωτή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ο οποίος μίλησε για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους».

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Με μόνες τις -κατά βάση προαναγγελθείσες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα- καταθέσεις κουκουλοφόρων μαρτύρων στήθηκε στη Βουλή το κακόγουστο σόου με τις δέκα κάλπες για να «κρεμαστούν στα μανταλάκια» ισάριθμοι πολιτικοί αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Η μια μετά την άλλη οι κατηγορίες κατέρρευσαν, παρόλο που έγιναν έφοδοι σε σπίτια και ανοίχθηκαν θυρίδες, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνδέουν κάποιον από τους διασυρθέντες με τους ισχυρισμούς που αποτέλεσαν τη βάση για την παραπομπή τους. 

Στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλον, απηλλάγησαν άπαντες αλλά συγνώμη δεν ψέλλισε ούτε ένας από όσους ενορχήστρωσαν την όλη υπόθεση. Η ίδια η Δικαιοσύνη παρέστησε την… «τυφλή» και έδωσε άφεση αμαρτιών σε θύματα και θύτες.

Με αρκετές παραλλαγές το έργο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στην ευρισκόμενη ακόμη σε εξέλιξη υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και αυτό διότι η Δικαιοσύνη διστάζει να πιάσει στα χέρια της την «καυτή πατάτα» της διερεύνησης του σκανδάλου με αποτέλεσμα αυτή μοιραία να γίνεται μπαλάκι το οποίο από την πολιτική εξουσία πετιέται στα μέσα ενημέρωσης και τούμπαλιν. 

Διότι όσο παράδοξο είναι οι λειτουργοί της ενημέρωσης να μετατρέπονται σε διαδίκους, επικαλούμενοι την γενική και αόριστη «δημοσιογραφική αλήθεια», άλλο τόσο και ακόμη περισσότερο προβληματικό είναι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να κινούνται με ταχύτητα αραμπά όταν δεν σφυρίζουν αδιάφορα στις καταγγελλόμενες παρακολουθήσεις.

Τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Ή οι καταγγελίες δεν ισχύουν και οι ψευδώς καταγγέλλοντες πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ή οι καταγγελίες είναι βάσιμες και, άρα, πρέπει να διερευνηθούν πέρα για πέρα έτσι ώστε εκείνοι που παραβίασαν τη νομιμότητα και καταχράστηκαν την εξουσία που τους ανατέθηκε να μη μείνουν στο απυρόβλητο. 

Το μόνο που δεν μπορεί να γίνεται είναι, ενώ συνεχίζονται οι καταγγελίες για παρακολουθήσεις, να μην συγκινούνται εκείνοι που έχουν καθήκον και υποχρέωση να αντιδρούν και να οδηγούν τα πράγματα στην κάθαρση.

Η σκοπιμότητα του «ούτε γάτα, ούτε ζημιά» που επικράτησε στην υπόθεση της Novartis, η οποία για την ελληνική Δικαιοσύνη δεν ήταν ούτε σκάνδαλο, αφού όλοι οι εγκαλούμενοι και κατηγορηθέντες απηλλάγησαν, ούτε σκευωρία, αφού η διάψευση των καταγγελιών δεν κόστισε το παραμικρό στους καταγγέλλοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα για την εμπέδωση νοοτροπιών που οδηγούν στην παντελή ατιμωρησία.

Εκτός και αν ζηλώσαμε συλλογικά την ειρωνεία που εξέπεμπαν τα έργα και οι ημέρες του μεγάλου πρωταγωνιστή του Qatargate του Ιταλού πρώην ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι ο οποίος «ξέπλενε» τις μίζες που εξασφάλιζε σε μετρητά μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Fight Impunity» την οποία είχε ιδρύσει γι΄αυτόν τον σκοπό. 

Στα ελληνικά ο τίτλος της μεταφράζεται «Καταπολεμήστε την Ατιμωρησία»!

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Η Αλιστράτη και το ξεστράτισμα

Η υπόθεση με τους δύο γονείς από την Αλιστράτη Σερρών που για δεύτερη συνεχή χρονιά δεν στέλνουν τα τέσσερα παιδιά τους στο σχολείο επειδή διαφωνούν με τις μάσκες και τη διενέργεια διαγνωστικών τεστ για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί ίσως την επιτομή για το ξεστράτισμα στο οποίο έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία.

Ένα ζευγάρι αποφάσισε να αυθαιρετήσει εις βάρος των παιδιών του, στερώντας τους το αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα της Παιδείας και καταδικάζοντάς τα όχι μόνον στην αμάθεια αλλά και σε κοινωνική απομόνωση. Παρά ταύτα, τα πολυποίκιλα όργανα της ελληνικής Πολιτείας που είχαν την αρμοδιότητα να παρέμβουν για να σταματήσουν την απάνθρωπη και αναμφισβήτητα παράνομη συμπεριφορά τους, δεν συγκινήθηκαν.

Μέχρις ότου το ίδιο το ζευγάρι βγει στην τηλεόραση για να διατυμπανίσει την… αντιστασιακή του δράση, ουδείς αισθάνθηκε την ανάγκη να αντιδράσει. Ούτε οι φορείς της εκπαίδευσης, που είναι οι πρώτοι που θα έπρεπε να κινητοποιηθούν. Ούτε οι υπηρεσίες της κοινωνικής πρόνοιας, που, από κοινού με τις τοπικές αρχές, έχουν υποχρέωση να παρεμβαίνουν όταν οι γεννήτορες καταπατούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των παιδιών τους. Ούτε οι αστυνομικές και οι εισαγγελικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να επιβλέπουν την εφαρμογή των νόμων και να οδηγούν τους παραβάτες ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Δυσκολεύεται κάποιος να φανταστεί ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκει και η Ελλάδα, θα μπορούσαν δύο άνθρωποι επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα να παραβιάζουν τόσο κατάφωρα τη νομιμότητα χωρίς να συγκινείται κανείς. Αν είχαμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο απλώς διέλαθε της προσοχής των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας, ίσως δεν θα είχε τη σημασία που προσλαμβάνει εξαιτίας του γεγονότος ότι αποτελεί μάλλον μια γενικευμένη κατάσταση που επικρατεί στην εποχή μας.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, αλλά κυρίως κατά τη διάρκειά της, είναι πολλά τα γεγονότα που μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ιδιότυπο «αβδηριτισμό» που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα δημόσια πράγματα στη χώρα μας. Από την εφαρμογή των στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής συμβίωσης έως την τήρηση των νόμων που σωρηδόν ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στην πράξη όλα φαίνεται να... επαφίενται αποκλειστικά και μόνον στον πατριωτισμό των Ελλήνων.

Για κάποιον παράδοξο λόγο, σε ένα μάλλον μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας έχει επικρατήσει η λανθασμένη αντίληψη ότι μπορεί μεν να υφίστανται περιορισμοί και να θεσπίζονται σωρηδόν νέες υποχρεώσεις, αυτό, όμως, δεν χρειάζεται να συνοδεύονται από συνέπειες ή κυρώσεις για όσους τους παραβιάζουν.

Οι γονείς, για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένοι να μεριμνούν για να παρακολουθούν τα παιδιά τους τα σχολικά μαθήματα, αλλά, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την υποχρέωσή τους, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτομάτως θα βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια συνέπεια ή κύρωση. Όχι τόσο για λόγους τιμωρητικούς, όσο για παιδευτικούς.

Τα περισσότερα ζητήματα, εξάλλου, σε αυτή τη χώρα αντιμετωπίζονται με μια χαρακτηριστική χαλαρότητα και έναν «ωχαδερφισμό» που συχνά γίνεται παραλυτικός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ένα μέρος του πολιτικού κόσμου υποστήριζε μεν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για το υγειονομικό προσωπικό, πλην, όμως, εξέφραζε έντονη διαφωνία με το καθεστώς της διαθεσιμότητας στο οποίο τέθηκαν όσοι επέμεναν να μείνουν ανεμβολίαστοι.

Τι είδους υποχρεωτικότητα, άραγε, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια τέτοια περίπτωση; Ενδεχομένως όσοι το πρότειναν να είχαν κατά νου ένα είδος… εθελοντικής υποχρεωτικότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, αν ήταν εφικτό να λειτουργήσει θα το είχαν εφαρμόσει και κάπου αλλού στον πλανήτη.

Όπως σε καμία άλλη χώρα δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες η προκλητική πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Γρεβενών να αφαιρεί προκλητικά και μπροστά στις κάμερες τις μάσκες των πιστών που τον πλησίαζαν για να ασπαστούν το χέρι του. Η πράξη του ήταν, χωρίς αμφιβολία, παράνομη και καταδικαστέα, αλλά ουδείς από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση αισθάνθηκε την ανάγκη να πάρει θέση και να αποδοκιμάσει τη συμπεριφορά του που βάζει σε κίνδυνο τους εκκλησιαζόμενους οι οποίοι κατά τεκμήριο ανήκουν στις πλέον ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.

Αντίστοιχης λογικής είναι και οι πιο πρόσφατοι ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους χαρακτηρίζεται «ρατσιστικό» και «διχαστικό» επιχείρημα να γίνεται λόγος για «πανδημία των ανεμβολίαστων», επειδή οι τελευταίοι μπορεί να… νιώσουν άβολα. Παρόλο που η έκφραση έχει χρησιμοποιηθεί πάμπολλες φορές από ξένους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν (που, όπως και να έχει, δεν τον λες και ρατσιστή), μόνον στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Είναι και αυτό ένα ακόμη επεισόδιο στο σίριαλ του ξεστρατίσματος που βιώνουμε αρκετά χρόνια. Και το οποίο οι συνθήκες της πανδημίας επανέφεραν στο προσκήνιο. Στο τέλος- τέλος, η έλλειψη σεβασμού στους κανόνες, που αποτελεί προστάδιο της ανομίας, έχει πολλές μορφές, ενώ συχνά ισχύει η αρχαιοελληνική ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα»…