Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δραγασάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δραγασάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ποιος θα πάρει τον…«Μουτζούρη» του λαϊκισμού;


Πέντε ολόκληρα χρόνια πήρε στην ηγετική ομάδα της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για να διανθίσει τον αλαζονικό μικρομεγαλισμό της με κάποια ελάχιστα ψήγματα αυτοκριτικής για τις λαϊκίστικες ψευδαισθήσεις και ιδεοληπτικές αυταπάτες με τις οποίες προσήλθε στην καταστροφική «διαπραγμάτευση» του 2015 που οδήγησε στον διπλασιασμό της παραμονής της χώρας στη μνημονιακή μέγγενη.
Όπως γράφεται στα μέσα ενημέρωσης, στο απολογιστικό κείμενο, το οποίο ετοίμασαν οι «σοφοί γέροντες» Γιάννης Δραγασάκης Αριστείδης Μπαλτάς και Θοδωρής Δρίτσας και συζητήθηκε κατά την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος, αναγνωρίζεται πως υπήρξαν λάθος εκτιμήσεις για τους συσχετισμούς δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και για τις δυνατότητες της Αθήνας να «εκβιάσει» με ένα πιστωτικό γεγονός.
Στο ογδόντα σελίδων κείμενο, το οποίο δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα, υπάρχει παραδοχή για την απουσία προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των κυβερνητικών καθηκόντων που ανέλαβε το 2015, ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι είχαν παραγνωριστεί οι πραγματικές συνθήκες. Ανάμεσα στις παρερμηνείες της τότε ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, όπως αναφέρεται, ότι θεώρησε δεδομένη τη στήριξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο και άλλων χωρών που ήταν χρεωμένες, κάτι που ωστόσο δεν συνέβη.
Όσοι εξ αρχής επισήμαιναν ότι δεν είναι λογικό να υποστηρίζει κάποιος ότι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ήταν «γερμανοτσολιάδες». Και όποιος τολμούσε να προειδοποιήσει ότι «οι αγορές χορεύουν στον δικό τους σκοπό και δεν ακούν τα νταούλια των πολιτικάντηδων» λοιδωρούνταν ως «Νενέκοι». Το να περιμένει κανείς να ζητηθεί συγνώμη από τους συκοφαντηθέντες, είναι μάλλον μια πολύ μεγάλη πολυτέλεια σε μια χώρα που ο λαϊκισμός ζει και βασιλεύει, διαπερνώντας οριζοντίως το πολιτικό σύστημα και κατ΄ επέκταση την ελληνική κοινωνία.
Οι όροι, για παράδειγμα, υπό τους οποίους γίνεται το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για το μείζον πρόβλημα του Μεταναστευτικού είναι απολύτως αποκαλυπτικοί για το πόσο εδραιωμένος είναι ο λαϊκισμός και πόσο έχει υποκαταστήσει τη σοβαρότητα με την οποία απαιτείται να προσεγγίζονται περίπλοκα ζητήματα με πολλαπλές κοινωνικές και πολιτικές πτυχές και διαστάσεις που ξεπερνούν τα στενά όρια της ελληνικής Επικράτειας.
Πως αλήθεια μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την πρόσφατη απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Βορείου Αιγαίου να σταματήσει κάθε διάλογο με την κυβέρνηση; Όσο δίκιο και αν έχουν οι κάτοικοι της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου για το δυσανάλογο βάρος της μεταναστευτικής κρίσης που τους έχει επιμεριστεί, τόσο άστοχες είναι λαϊκίστικες αντιδράσεις αυτού του είδους από τους τοπικούς άρχοντες τους.
Αν πάψει, άραγε, ο περιφερειάρχης κ. Κώστας Μουτζούρης να μιλάει και να συνεργάζεται με τους αρμόδιους κυβερνητικούς αξιωματούχους θα μειωθεί ο αριθμός των μεταναστών που είναι εγκλωβισμένοι στα νησιά ή θα μετριαστούν οι ροές που φθάνουν από την Τουρκία; Είναι αστείο και μόνον που σκέφτηκε κάποιος να καταφύγει σε μια τέτοια «απειλή». Καλώς ή κακώς, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα και όχι καλύτερα στην απολύτως υποθετική περίπτωση κατά την οποία θα διακοπτόταν ο διάλογος Κεντρικού Κράτους – Αυτοδιοίκησης και θα έπαυε πράγματι να εμπλέκεται η κυβέρνηση.
Άλλωστε, αν είναι αποτελεσματικό μέσο για τους Αιγαιοπελαγίτες η διακοπή του διαλόγου με την κυβέρνηση, το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους της ενδοχώρας που αντιδρούν στη μετακίνηση προσφύγων στις δικές τους περιοχές. Αν όλοι σταματούσαν να μιλούν με μιλούν όλους, εκείνοι που θα την πληρώσουν περισσότερο είναι όσοι έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Θυμάστε την ολέθρια τακτική που ακολουθούσε ο –επικρινόμενος τώρα και από τον ΣΥΡΙΖΑ- Για(ν)νης Βαρουφάκης στα Eurogroup που είχε ως αποτέλεσμα στο τέλος να απομονωθεί πλήρως και να μην του μιλάει κανείς ομόλογός του; Ε, αυτό κινδυνεύει να πάθει ο κ. Μουτζούρης με τις αλλοπρόσαλλες απειλές του….
Από την άλλη, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για να συνεχιστεί η απραξία το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση υποτίμησε εμφανώς το πρόβλημα και καθυστέρησε χαρακτηριστικά να εμπλακεί αποτελεσματικά στην προσπάθεια αντιμετώπισής του. Είναι προφανές ότι και οι ίδιοι υπήρξαν θύματα του δικού τους λαϊκισμού που βολευόταν στη δογματική θεώρηση ότι για «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ» και ότι η πολιτική αλλαγή θα εξαφάνιζε από τη μια στιγμή στην άλλη ένα τόσο πολυσύνθετο πρόβλημα.
Εξαιτίας αυτού ακριβώς του λόγου, θα έλεγε κανείς ότι επιβάλλεται σε όλους να κινηθούν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, απαιτεί, περισσότερο από ποτέ, να καθίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ίδιο τραπέζι. Και, αντί να καταφεύγουν σε εύκολες λαϊκίστικες μεταθέσεις ευθυνών, να καταρτίσουν συνεκτικό σχέδιο και να αναζητήσουν αποτελεσματικές λύσεις που δεν εκθέτουν συνολικά τη χώρα.
Λύσεις, οι οποίες, από τη μια, θα απαλείψουν φαινόμενα όπως η «Ζούγκλα» της Μόριας, που αποτελούν προσβολή για τον δυτικό πολιτισμό, και, από την άλλη, θα στέλνουν το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν είναι «ξέφραγο αμπέλι» ούτε θα γίνει η ανοικτή φυλακή για κάθε φτωχό, κατατρεγμένο ή τυχοδιώκτη (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) από τις δύο πολυανθρωπότερες ηπείρους που είναι η Ασία και η Αφρική.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι πολύ σοβαρά για να νομίζουν κάποιοι ότι παίζουν το παιχνίδι του «Μουτζούρη» και να περιμένουν ποιος θα μείνει τελευταίος με τον Ρήγα Μπαστούνι (τον Μουτζούρη) στο χέρι του για να θεωρηθεί ο χαμένος και να αποφασίσουν οι υπόλοιποι παίχτες για την ποινή του. Σε όποιον και αν μείνει ο «Μουτζούρης» του λαϊκισμού, χαμένοι θα είμαστε όλοι…

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Τελευταίες μέρες της Πομπηίας


Αν «ο πόλεμος είναι πολύ σημαντικό πράγμα για να τον αφήσουμε στους στρατηγούς», όπως έλεγε ο Ζορζ Κλεμανσό, ο πολιτικός που οδήγησε τη Γαλλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο, αλήθεια, ασφαλής μπορεί να αισθάνεται ο καθείς σε αυτή τη χώρα με την ηγεσία που εγκατέστησε ο Αλέξης Τσίπρας στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας;
Η πρωτοφανής διακωμώδηση που γνώρισε από την πρώτη στιγμή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η τοποθέτηση του Φώτη Κουβέλη σε θέση υφισταμένου του Πάνου Καμμένου, συνιστά ίσως το πλέον παραστατικό δείγμα της γενικευμένης θεσμικής κατάπτωσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και αποτελεί συνάμα το μέτρο της εκτεταμένης ανυποληψίας που χαρακτηρίζει το πολιτικό δυναμικό που διαχειρίζεται τις τύχες του τόπου.
Με ποια, άραγε, κριτήρια ένας συνταξιούχος πολιτικός, ο οποίος έκλεισε την πολιτική του δράστη αποδοκιμαζόμενος ηχηρά από τους πολίτες, επιβραβεύεται με την ανάθεση του χαρτοφυλακίου του αναπληρωτή υπουργού Άμυνας; Ποια είναι τα προσόντα που διαθέτει και τα οποία τον έκαναν κατάλληλο για αυτό το αξίωμα; Ξέρει από όπλα; Έχει εμπειρίες από το Στράτευμα; Απέκτησε κάποια διάκριση, πέραν ίσως της δικηγορικής του ιδιότητας;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά διότι ακόμη και οι φανατικότεροι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν το προφανές που είναι ότι εκείνο που μέτρησε στην απόφαση του κ. Τσίπρα δεν είναι παρά η προσπάθειά του να στείλει το μήνυμα ότι όποιος προσκολλάται στην κυβέρνηση και κολακεύει την ηγεσία της μπορεί να ελπίζει σε ανταποδοτικά ωφελήματα.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο και αν είναι ανεξήγητο για όσους κατά καιρούς είχαν εντελώς άλλη εικόνα για τον πρώην πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, το μόνο για το οποίο διακρίθηκε ο κ. Κουβέλης την τελευταία τριετία ήταν οι απροσδόκητοι έπαινοι που επεφύλασσε προς τους κυβερνώντες και η διαρκής προσπάθεια την οποία κατέβαλε ώστε να γίνει αρεστός προς αυτούς, εκφράζοντας θέσεις και απόψεις που δεν θύμιζαν σε τίποτε το δικό του παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η περίπτωση Κουβέλη αν έχει κάποια ουσιαστική αξία είναι επειδή καταδεικνύει τα αδιέξοδα ενώπιον των οποίων βρίσκεται η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και, αναμφισβήτητα, δεν είναι η μόνη ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συνονθύλευμα που λειτουργεί όπως λειτουργούσαν οι κάτοικοι στις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.
Η καθυστερημένη αποπομπή του ζεύγους Αντωνοπούλου – Παπαδημητρίου κατέδειξε την απόλυτη έλλειψη πολιτικών ανακλαστικών που χαρακτηρίζει πλέον τους ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου. Το ίδιο επίσης μαρτυρά η δυστοκία να βρεθεί ένα φρέσκο και δυναμικό πρόσωπο για να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ανάπτυξης που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ο ελληνοαμερικανός καθηγητής χωρίς καν να έχει καταφέρει να προσελκύσει στη χώρα ούτε… μισό επενδυτή.
Χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα για να αποφασίσει ο κ. Τσίπρας να χρίσει διάδοχο του Δ. Παπαδημητρίου τον αντιπρόεδρο Γ. Δραγασάκη. Και είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι περισσότερο μπορεί να προσφέρει τώρα με το επιπλέον υπουργικό χαρτοφυλάκιο που δεν μπόρεσε να προσφέρει τα τρία χρόνια της αντιπροεδρίας. Εκτός και αν τον εμπόδιζε ο Παπαδημητρίου αλλά δεν το έλεγε περιμένοντας να αποκαλυφθεί η… απληστία της συζύγου του που την οδήγησε να εισπράττει επίδομα ενοικίου.
Το μόνο βέβαιο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι πλέον σε θέση ούτε ανασχηματισμό της κυβέρνησης του να κάνει, αφού δεν μπόρεσε να μετακινήσει κανένα από τα στελέχη του υπουργικού του συμβουλίου, με εξαίρεση τον παραιτηθέντα Γ. Μουζάλα. Διατήρησε στις καρέκλες τους ακόμη και πρόσωπα τα οποία κατά γενική ομολογία δεν έχουν προσφέρει απολύτως τίποτε, τοποθετώντας έναν επιπλέον υφυπουργό στο υπουργείο Πολιτισμού, επειδή δεν μπορούσε να διώξει την υπουργό Λυδία Κονιόρδου.
Συνήθως, όμως, έτσι συμβαίνει με τις κυβερνήσεις που βρίσκονται σε φάση αποδρομής. Συμπεριφέρονται όπως οι κάτοικοι της Πομπηίας οι οποίοι, παρά τα προμηνύματα του Βεζούβιου, συνέχιζαν τη ράθυμη και εύθυμη ζωή τους μέχρι που θάφτηκε κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Κατώτεροι των περιστάσεων!



Μαζί με την υπομονή όλων μας, μου φαίνεται ότι έχει εξαντληθεί και το απόθεμα των δημοσιογραφικών στερεοτύπων στα οποία εδώ και μήνες καταφεύγουμε για να αποτυπώσουμε τα όσα διαμείβονται στις –υποτιθέμενες- διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών της χώρας.
Από Eurogroup σε Eurogroup, το ένα μετά το άλλο τα χρονικά ορόσημα ξεπερνιούνται χωρίς να βρίσκεται λύση σε μια εκκρεμότητα, η παράταση της οποίας είναι πασιφανές ότι επιδεινώνει –μονομερώς, κατά τα φαινόμενα- τις συνθήκες, καθιστώντας ολοένα και πιο επώδυνο το αποτέλεσμα, όποιο τελικά και αν είναι αυτό.
Ποιος, αλήθεια, αμφιβάλει ότι οι όροι υπό τους οποίους διεξάγονται πλέον οι διαβουλεύσεις θα ήταν πολύ διαφορετικοί αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του, που δέχθηκαν όσα δέχθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου, είχαν από τότε παρουσιάσει τις κοστολογημένες προτάσεις που μόλις την τελευταία εβδομάδα έβαλαν «στο χαρτί»;
Από την άλλη, υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί πως, ακόμη και αν υιοθετηθεί από την κυβερνητική ηγεσία η ακραία και συνάμα αποτρόπαια εκδοχή της ρήξης, την οποία, όπως ορισμένοι διατείνονται, είχαν εξαρχής κατά νου πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ, το επικίνδυνο παιχνίδι της ανεξέλεγκτης σύγκρουσης κρίθηκε ήδη πριν καν παιχθεί.
Και κρίθηκε μέσα από την ασταμάτητη διαρροή των καταθέσεων που εκτοξεύτηκε σε ασύλληπτα ύψη, όπως και από την αχαρακτήριστη απραξία που επιδεικνύουν κυβερνητικά στελέχη και κυρίως όσοι είναι επιφορτισμένοι με τα έσοδα του δημοσίου που καταρρέουν.
Όταν είσαι ανίκανος, ίσως και λόγω προτέρου βίου και συμμετοχής στα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», να προασπίσεις το δημόσιο συμφέρον –γιατί αυτό είναι πρωτίστως η συλλογή των φόρων και η είσπραξη των εισφορών-, αναρωτιέμαι πως μπορείς να είσαι έτοιμος για τη μεγάλη ρήξη.
Η οργάνωση διαδηλώσεων και καταλήψεων, που στη φαντασίωση της συντριπτικής πλειονότητας των σημερινών κυβερνώντων αποτελούσε την «πανάκεια» για την επίλυση των κάθε είδους κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων, αποδεικνύεται, εν τοις πράγμασι, ότι δεν συνιστά αποτελεσματική μέθοδο διακυβέρνησης, όπως αφελώς πίστευαν πολλοί από όσους βρέθηκαν τελευταία σε θέσεις εξουσίας.
Σκεφθείτε πόσο περισσότερο ισχύει αυτό όταν τα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη μια νεοπαγής κυβέρνηση έχουν διεθνή διάσταση. Και, όπως είναι φυσικό, η επίλυσή τους δεν επηρεάζεται επειδή κάποιες μικρές ομάδες της άκρας Αριστεράς βγαίνουν στους δρόμους του Βερολίνου και του Παρισιού.
Είναι άχαρο να υπενθυμίζει κάποιος αυτονόητες αλήθειες όπως τα πιο πάνω ή, ακόμη χειρότερα, το γεγονός ότι από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία αποταθήκαμε για «διάσωση», το 2010, όταν οι αγορές μας έκλεισαν τις στρόφιγγες του δανεισμού, δεν μπορούμε παρά να παίζουμε με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει όλοι όσοι συμμετέχουν στον συγκεκριμένο υπερεθνικό οργανισμό.
Για να το πω κι αλλιώς: Ούτε ο Βαρουφάκης με τον Τσακαλώτο, ούτε ο Τσίπρας με τον Δραγασάκη βρέθηκαν τόσες φορές το τελευταίο διάστημα στις Βρυξέλλες ή σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επειδή τους… απήγαγαν ο Μέρκελ με τον Σόιμπλε ή ο Γιούνκερ με τον Ολάντ και ζητούν… λύτρα για να τους αφήσουν να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Και, όμως, αυτό θα μπορούσε να εικάσει κάποιος αδαής ακούγοντας τις -μάλλον δραματοποιημένες- διαστάσεις που δίνονται στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, οι οποίες, αν πιστέψουμε τον πρωθυπουργό, που τον επιβεβαιώνουν και πολλοί άλλοι από το εξωτερικό, μόλις την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησαν. 
Δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω το δίκιο που διεκδικούν όσοι ισχυρίζονται ότι μεγάλη συμβολή σε όσα (μας) συμβαίνουν έχει και η έλλειψη αποτελεσματικής ευρωπαϊκής ηγεσίας, με τρανή ίσως απόδειξη την καταφυγή στο ΔΝΤ για να βρεθεί η υποτιθέμενη «τεχνογνωσία» αντιμετώπισης της κρίσης.
Ακόμη, όμως, και έτσι αν είναι, ακόμη και αν όλοι ανεξαιρέτως βγούμε στους δρόμους για να βροντοφωνάξουμε με στεντόρεια φωνή ότι «η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία είναι κατώτερη των περιστάσεων», έχω την αίσθηση ότι τίποτε δεν θα αλλάξει.
Όσο δεν φέρνουμε τους εταίρους και δανειστές αντιμέτωπους με το δικό μας σχέδιο, πολλοί φοβούμαι ότι θα εξακολουθήσουμε να βιώνουμε με τον ίδιο μαρτυρικό τρόπο την παραλυτική αβεβαιότητα η οποία γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο δυσβάσταχτη, όσο ενισχύεται η αίσθηση ότι οδηγούμαστε στον όλεθρο χωρίς να κάνουμε σχεδόν τίποτε για να αποτρέψουμε το επερχόμενο μοιραίο.
Στο τέλος-τέλος, ίσως να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία αν και πως θα καταγράψει η Ιστορία τον προεδρεύοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Πολωνό πολιτικό Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος, με την ευκολία ενός ανθρώπου που ανδρώθηκε σε ένα (κομμουνιστικό) καθεστώς που ο ίδιος ήθελε να καταρρεύσει, προφητεύει το «game over» για τη δική μας χώρα.
Αντιθέτως, για όλους εμάς είναι σημαντικό να μην αποδειχθούν κατώτεροι των ξεχωριστών περιστάσεων που βιώνουμε οι δικοί μας κυβερνώντες. Και ειδικά ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έμελλε να βρίσκεται στην κορυφή της εξουσίας σε αυτή τη σημαντική συγκυρία για την Ελλάδα. Και γι΄ αυτό, το όνομά του είναι απολύτως βέβαιο ότι θα περάσει στην Ιστορία. Το ερώτημα, όμως, είναι πως: Δίπλα στους πολλούς μοιραίους και άβουλους πολιτικούς; Ή πλάι στους λίγους Ηγέτες; Κυριακή, κοντή γιορτή…