Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κίνημα Αλλαγής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κίνημα Αλλαγής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Δύο εικόνες, πολλές σκέψεις για τον διχασμό και τη συμφιλίωση

Το χειροκρότημα με το οποίο έγινε δεκτή η Ντόρα Μπακογιάννη από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη Μητρόπολη Αθηνών για το κατευόδιο της Φώφης Γεννηματά, αλλά και οι αποδοκιμασίες με τις οποίες υποδέχθηκε μια μερίδα συνδικαλιστών τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία, με επικεφαλής τον Τρύφωνα Αλεξιάδη, βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά για να συμπαρασταθούν στους εργαζόμενους, που είχαν κάνει συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τον θάνατο ενός συναδέλφου τους, είναι δύο τόσο αντικρουόμενες όσο και αντιπροσωπευτικές εικόνες της ελληνικής πραγματικότητας.

Η εκδημία της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, μιας γυναίκας πολιτικού που σε όλη τη διαδρομή της στον δημόσιο βίο αγωνίστηκε με θέρμη για τις ιδέες της, αλλά έχοντας ως γνώμονα το μέτρο στις αντιπαραθέσεις που είχε με τους αντιπάλους της, έγινε αφορμή για πάνδημο πένθος και καταλλαγή των πολιτικών παθών. Στον αντίποδα ο άδικος θάνατος ενός εργαζομένου, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του στο λιμάνι και θα επέστρεφε στην οικογένειά του, αντί να αποτελέσει το έναυσμα για να συμβάλουν όλες οι παρατάξεις στην προσπάθεια να ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα ασφαλείας που θα αποτρέψουν την επανάληψη ενός ανάλογου τραγικού δυστυχήματος, έγινε η αιτία για να αναμοχλευθούν τα πάθη και να συντηρηθούν οι διχαστικές πρακτικές και οι διαχωρισμοί.

Κακά τα ψέματα, η κοινωνία μας έχει μακρύ παρελθόν εσωτερικών διχασμών και εμφυλίων συγκρούσεων. Ένα παρελθόν που μας στοίχισε πολύ ακριβά σε αίμα, σε οικονομική δύναμη και εν γένει σε σπατάλη δυνάμεων εξαιτίας της οποίας, ήδη από τα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας, τέθηκε πολλές φορές εν αμφιβόλω η εθνική κυριαρχία και η εδαφική μας ακεραιότητα. Μεταπολεμικά, ως αποτέλεσμα των συνεπειών του Εμφυλίου, αλλά κυρίως μεταπολιτευτικά -και αφού πληρώσαμε το βαρύ τίμημα του ακρωτηριασμού της Κύπρου στο οποίο μας οδήγησε η χουντική εκτροπή, στην πολιτική ζωή του τόπου έγιναν μεγάλα και σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης.

Στο Κοινοβούλιο, στην Αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, αλλά και στην καθημερινή ζωή, άνθρωποι από διαφορετικές παρατάξεις μιλούσαν, συνδιαλέγονταν, συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν χωρίς ο ένας να αντιμετωπίζει τον άλλο ως θανάσιμο εχθρό που έπρεπε να προλάβει να τον εξοντώσει για να μην κινδυνεύσει η δική του ζωή. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, ακόμη και τα διαβόητα «γαλάζια» και «πράσινα» καφενεία έπαψαν να λειτουργούν με θαμώνες από μια παράταξη κάνοντας τους οπαδούς της αντίπαλης να αναζητούν τον δικό τους χώρο. Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 η ευημερούσα ευρωπαϊκή Ελλάδα άφηνε σιγά σιγά πίσω της τα οξυμένα κομματικά πάθη και τις ακραίες αντιπαραθέσεις. Κανείς δεν χρειαζόταν πλέον να κρύβει την εφημερίδα που διάβαζε, ούτε του απαγορευόταν να εκφράζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις του.

Δυστυχώς, οι αυτονόητες για μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «κατακτήσεις» αυτές, δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα κατά την προηγούμενη μνημονιακή δεκαετία. Ο σεβασμός στους δημοκρατικούς κανόνες υποχώρησε και έδωσε τη θέση τους στη μισαλλοδοξία που συκοφαντούσε και απειλούσε ακόμη και με φυσική εξόντωση όσους εξέφραζαν διαφορετική άποψη που δεν ακολουθούσε το κυρίαρχο λαϊκίστικο αφήγημα. Ετερόκλητες δυνάμεις από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος συνασπίστηκαν, καταλαμβάνοντας πλατείες, στήνοντας κρεμάλες, πολιορκώντας τις ταβέρνες που έτρωγαν πολιτικοί αντιπάλων παρατάξεων και φθάνοντας μέχρι του σημείου να διαλύσουν τη στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2011 και να αποδοκιμάσουν τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, έναν σεβάσμιο πολιτικό που στα νιάτα του είχε αγωνιστεί κατά της φασιστικής Κατοχής.

Με το τέλος, ωστόσο, των ψευδαισθήσεων στο οποίο οδήγησε κατά βάση η διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που κατέδειξε την αυταπάτη των απλουστευτικών προτάσεων για «κατάργηση του Μνημονίου με ένα νόμο και ένα άρθρο», τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή. Από τη μια η χρεωκοπία των διακηρύξεων του τύπου «ή αυτοί ή εμείς», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», από την άλλη η καταδίκη της «Χρυσής Αυγής» ως εγκληματικής οργάνωσης, τα πάθη φάνηκε ότι άρχισαν βαθμηδόν να καταλαγιάζουν. Χωρίς να εξαφανιστούν οι ακραίοι, οι οποίοι λιγότερο ή περισσότερο δεν λείπουν σχεδόν από κανέναν πολιτικό χώρο, οι δυνάμεις της λογικής και της συνεννόησης άρχισαν να ξαναπαίρνουν το πάνω χέρι.

Το πνεύμα της ενότητας και της ομοψυχίας που ενέπνευσε η αδόκητη φυγή της Φώφης Γεννηματά έδειξε ότι, όσο και αν αντιστέκονται τα ζιζάνια του διχασμού, σαν αυτά που έκαναν κάποιους άλλους να συμπεριφέρονται στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συμπεριφέρονταν και οι τελευταίοι παλαιότερα, η ελληνική κοινωνία θέλει να προχωρήσει μπροστά. Στο τέλος - τέλος, αν χειροκροτούν τη Ντόρα Μπακογιάννη άνθρωποι που δακρύζουν για την απώλεια της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής και, κατά τεκμήριο, ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, γιατί δεν μπορούν να τιμήσουν όλοι μαζί οι αριστεροί τη μνήμη ενός αδικοχαμένου εργαζομένου;            

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Ποιος κομίζει το «νέο» στο ΚΙΝΑΛ;

 Πολλά λέγονται και γράφονται υπέρ και κατά της απόφασης του Γιώργου Παπανδρέου να διεκδικήσει την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής. Εκείνο, ωστόσο, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί είναι ότι η υποψηφιότητα του πρώην πρωθυπουργού τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα και έδωσε νέα διάσταση σε μια πολιτική διαδικασία, όπως είναι η κούρσα για την ηγεσία του ενός ιστορικού κομματικού σχηματισμού, η οποία κινδύνευε να περάσει απαρατήρητη και να αποτελέσει υπόθεση μόνον των δεκάδων χιλιάδων μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ που ανόρεκτα και με βαριά καρδιά θα πήγαιναν να ψηφίσουν στις 5 Δεκεμβρίου.

Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με την τωρινή ή την παλαιότερη στάση του, αποτελεί αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η παρουσία του κ. Παπανδρέου και –μην το ξεχνάμε!- γιου του ιδρυτή της παράταξης σε αυτή τη διεκδίκηση αύξησε κατακόρυφα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και, αναπόφευκτα, των μέσων ενημέρωσης. Με τον τρόπο αυτό είναι βέβαιο ότι μπήκε ψηλότερα ο πήχης για το σύνολο των επτά υποψηφίων, ή όσων τελικά θα είναι εκείνοι που μείνουν μέχρι τέλους στην κούρσα, στη διάρκεια των έξι εβδομάδων που απομένουν ως τις εσωκομματικές κάλπες.

Ο καθένας εξ αυτών θα πρέπει να δικαιολογήσει την υποψηφιότητά του, αποδεικνύοντας ότι έχει κάτι να εισφέρει στην παράταξή του και ευρύτερα στην πολιτική. Διότι οι κεντροαριστεροί πολίτες που θα πάνε στις κάλπες θα αξιολογήσουν κατ΄ αρχήν την προσωπικότητα και την μέχρι τώρα προσφορά ενός εκάστου των υποψηφίων. Πλην όμως, όπως διδάσκει η ιστορία, η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν μένει μόνον σε αυτά τα στοιχεία τα οποία κατά βάση κινητοποιούν όσους είναι ενταγμένοι σε οργανωτικούς μηχανισμούς ή λειτουργούν ατταβιστικά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βασικό χαρακτηριστικό που τις περισσότερες φορές σταθμίζουν οι πολίτες κάθε φορά που καλούνται να συμμετάσχουν σε κάποια εκλογική διαδικασία είναι οι προοπτικές που διανοίγονται μπροστά τους για ανατροπή των υφιστάμενων συσχετισμών και κυρίως για βελτίωση των συνθηκών της καθημερινής ζωής όλων μας που φέρνουν οι ιδέες από τις οποίες εμφορείται κάθε υποψήφιος που διεκδικεί είτε κάποιον κομματικό θώκο είτε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.    

Όποιος δεν έχει παρωπίδες και δεν φορά παραμορφωτικούς φακούς εύκολα αναγνωρίζει ότι κατά το παρελθόν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε πει και είχε κάνει πολλά πρωτοπόρα πράγματα. Από την εποχή που ήταν ο πρώτος πολιτικός ο οποίος εμφανιζόταν με laptop σε κομματικές συνεδριάσεις και οι περισσότεροι τον έβλεπαν ως… «εξωγήινο» έως την περίοδο που μιλούσε με άγνωστους για το εγχώριο πολιτικό σύστημα όρους και έννοιες, όπως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η διαύγεια, η ψηφιοποίηση, η δια βίου μάθηση, η κλιματική αλλαγή και η πράσινη ανάπτυξη, ο πρώην πρωθυπουργός άνοιξε δρόμους στους οποίους λιγότερο η περισσότερο περπατούν όλοι στις μέρες μας.

Η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι διακηρύξεις του κ. Παπανδρέου έλαβαν χώρα σε μια άλλη, μάλλον μακρινή, εποχή. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι οι απόψεις του ήταν πολύ πρόωρες και, ως εκ τούτου, ανεφάρμοστες διότι δεν συγχρονίζονταν με τις τότε προσλαμβάνουσες της ελληνικής κοινωνίας. Άλλοι αντιτείνουν ότι απλώς ήταν… άτυχος διότι ως πρωθυπουργός ήρθε αντιμέτωπος με τα ελλείμματα των προκατόχων του και η οικονομική κρίση που μοιραία προέκυψε, από τη στιγμή που η χώρα δεν μπορούσε πλέον να δανειστεί από τις αγορές για να καλύψει τις υπέρογκες κρατικές δαπάνες, η προσφυγή στο ΔΝΤ ήταν αναπόφευκτη και οι δυνατότητες εφαρμογής των ρηξικέλευθων μεταρρυθμιστικών ιδεών που λάνσαρε στη δημόσια σφαίρα ήταν άκρως περιορισμένες.

Όσο βάσιμος, ωστόσο, και αν είναι ο ισχυρισμός ότι «μνημόνια εφάρμοσαν και οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που διαδέχθηκαν την κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου», η αναζήτηση… δικαίωσης δεν συνιστά ουσιαστική πολιτική πρόταση που μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους πολίτες για να αποκαταστήσουν το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του που πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα, το οποίο, κατά πολλούς, ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο από το μερίδιο των ευθυνών που τους αναλογούσαν.

Καλώς ή κακώς οι πολίτες δεν ψηφίζουν για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, επιβραβεύοντας όσους τυχόν τους ευνόησαν κατά το παρελθόν. Τις περισσότερες φορές η ψήφος τους κατευθύνεται προς όσους καλλιεργούν ελπίδες και δημιουργούν προσδοκίες για το μέλλον. Ο σχεδόν απαράβατος αυτός κανόνας δεν μπορεί παρά να ισχύσει και στην εκλογική αναμέτρηση για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής.

Με άλλα λόγια, μπορεί ο κ. Παπανδρέου, λόγω του αδιαμφισβήτητου ειδικού βάρους το οποίο διαθέτει, αλλά και του αμφιλεγόμενου παρελθόντος που τον συνοδεύει, να κατάφερε να ανεβάσει τον δείκτη του ενδιαφέροντος για την κούρσα ηγεσίας στη συρρικνωμένη πλέον παράταξή του, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η μάχη κρίθηκε υπέρ του. Πολύ περισσότερο, επίσης, δεν σημαίνει ότι οι παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι στις βουλευτικές κάλπες που στήθηκαν μετά το 2009 σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους, κάνοντας διαφορετικές επιλογές, θα σπεύσουν να… επαναπατριστούν άμα τη εμφανίσει του στην εκλογική κονίστρα.

Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, το (πρόσκαιρο;) ενδιαφέρον που προκαλείται εξαιτίας και του γεγονότος ότι το Κίνημα Αλλαγής έχει, ενόψει και της απλής αναλογικής, ρόλο - κλειδί στις προσεχείς πολιτικές εξελίξεις, δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε ενίσχυση της εκλογικής επιρροής του. Εκείνο που απαιτείται από τους υποψηφίους για την ηγεσία του είναι να πείσουν ότι εκπροσωπούν το «νέο» όσους θα πάνε να ψηφίσουν, σε πρώτη φάση, για την ηγεσία του χώρου τους και, εν συνεχεία, το ευρύ εκλογικό σώμα που θα αποφασίσει ποιοι θα κυβερνήσουν, ποιοι θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση και ποιοι θα εξαφανιστούν από προσώπου… πολιτικής!   

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Έχουν, τελικά, μεγάλη δύναμη οι «ψεκασμένοι»

 Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του. Το ποσοστό των εμβολιασμένων στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι τόσο χαμηλό, που τα όρια για την επίτευξη του πολυαναμενόμενου τείχους ανοσίας δεν πρόκειται να τα προσεγγίσουμε προτού στις περισσότερες σοβαρές χώρες του πλανήτη κηρυχθεί το τέλος της πανδημίας.

Δυστυχώς, όμως, με τους ρυθμούς που πάμε, αφού μόλις και μετά βίας φθάνει τις 20 χιλιάδες ο μέσος ημερήσιος όρος όσων από τα εκατομμύρια των ανεμβολίαστων προσέρχονται για να εμβολιαστούν, η μακάβρια λίστα με τους ανθρώπους που καθημερινά χάνουν τη ζωή τους από τον κορωνοϊό θα συνεχίσει να μακραίνει.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην πρώτη φάση της εξάπλωσης της πανδημίας, κατά την οποία η κυβέρνηση υπερηφανευόταν για την αποτελεσματική άμυνα που είχε κάνει, μήνα με τον μήνα οι επιδόσεις της χώρας μας κατρακυλούν σε όλο και χαμηλότερες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης.

Μια κατρακύλα για την οποία η μόνη εξήγηση είναι η χαμηλή προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα. Καθημερινά καταγράφονται απώλειες ζωών δεκάδων ανθρώπων, οι συντριπτικά περισσότεροι από τους οποίους αφορούν συνανθρώπους που αρνούνταν ή δίσταζαν να εμβολιαστούν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παντού στον κόσμο υπάρχουν αρνητές των εμβολίων ή άνθρωποι που φοβούνται ή δεν πείθονται για την αποτελεσματικότητά τους. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι η χώρα μας αν δεν κατέχει τα παγκόσμια πρωτεία, είναι σίγουρα στην κορυφή της λίστας των θεωρούμενων προηγμένων χωρών που έχουν μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αμφισβητούν την επιστημονική γνώση και συμπεριφέρονται ανορθολογικά.

Από έρευνες που έγιναν κατά το παρελθόν είχε διαπιστωθεί ότι περίπου το 30% των συμπατριωτών μας ενστερνίζονταν (ή απλώς «φλέρταραν» με) τις απίθανες θεωρίες συνωμοσίας που ήθελαν κάποιες αόρατες δυνάμεις να ψεκάζουν τη χώρα μας προκειμένου ο… ανυπότακτος λαός της να αποδεχθεί τα Μνημόνια και να χάσει την εθνική του ταυτότητα.

Είναι αλήθεια ότι πάνω σε αυτές τις γελοίες δοξασίες χτίστηκαν καριέρες πολιτικές -και όχι μόνον…- καθώς ακόμη και πολιτικά στελέχη που ήταν προφανές ότι δεν πίστευαν σε τέτοιες αηδίες, έκλειναν το μάτι σε όλους εκείνους που έκτοτε συνηθίσαμε να λέμε «ψεκασμένους» με σκοπό να τους έχουν αφιονισμένους ώστε όχι μόνον να τους αποσπούν την ψήφο τους αλλά να τους ποδηγετούν γενικότερα.

Ας μην αυταπατώμεθα, λοιπόν, αυτά τα δύο με τρία εκατομμύρια των Ελλήνων «ψεκασμένων» δεν εξαφανίστηκαν. Είναι δίπλα μας και είναι παντού. Πρέπει, λοιπόν, να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι ζουν ανάμεσά μας και αποτελούν τη βασική «δεξαμενή» από την οποία προέρχεται το ισχυρό κύμα των αρνητών των εμβολίων με το οποίο, περισσότερο από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έρχεται αντιμέτωπη η χώρα μας.

Από τη στιγμή, μάλιστα, που οι κάθε λογής ταγοί τούτου του τόπου (πολιτικοί, πνευματικοί, συνδικαλιστικοί, θρησκευτικοί και πάει λέγοντας) σιωπούν, το φαινόμενο της άρνησης της πραγματικότητας θα παραμένει αναλλοίωτο. Συνάνθρωποί μας θα συνεχίσουν να χάνουν αδίκως τις ζωές τους. Και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία θα εξακολουθήσει να δοκιμάζεται αφού η συμπεριφορά των «ψεκασμένων» θα εμποδίζει την επιστροφή στην κανονικότητα, την οποία χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, όπως η Δανία και η Πορτογαλία, έχουν αρχίσει να απολαμβάνουν.

Η πρώτη και κύρια ευθύνη για να αναλάβει δράση, ώστε να αλλάξει η δυσμενής πραγματικότητα, ανήκει αναμφίβολα στην κυβέρνηση, η οποία, δυστυχώς, δεν φαίνεται να δείχνει την αποφασιστικότητα που εμφάνισε στις πρώτες φάσεις της πανδημίας. Για παράδειγμα, οι έλεγχοι για την τήρηση των εναπομεινάντων περιοριστικών μέτρων έχουν ατονήσει σε βαθμό εξαφανίσεως.

Την ίδια ώρα, η επέκταση της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών στους εργαζόμενους στο Δημόσιο αναβάλλεται από εβδομάδα σε εβδομάδα. Οι ένστολοι και οι ιερωμένοι παραμένουν στο απυρόβλητο και ειδικά οι δεύτεροι έχουν αφεθεί ασύδοτοι να προπαγανδίζουν τις πιο ακραίες και επικίνδυνες θεωρίες  των «ψεκασμένων» αντιεμβολιαστών.

Είναι προφανές ότι επικράτησε ο φόβος για το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» και οι κυβερνώντες διστάζουν να κάνουν όλα όσα επιτάσσει το καθήκον τους. Τη στάση αδράνειας που τηρούν τη διευκολύνει σίγουρα και το γεγονός ότι δεν εκδηλώνεται πίεση από καμία άλλη πλευρά.

Ούτε κάποια από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ούτε άλλος συλλογικός φορέας της κοινωνίας αισθάνθηκε μέχρι στιγμής την ανάγκη να πάψει να είναι ουδέτερος θεατής μιας κατάστασης που έχει βαρύ κόστος πρωτίστως σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε συνολική κοινωνική ευημερία.

Κάποια στιγμή φάνηκε ότι το Κίνημα Αλλαγής, οι οπαδοί του οποίου καταγράφονται στις περισσότερες μετρήσεις ως οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές του ορθού λόγου, είχε τάση να κινηθεί προς την κατεύθυνση που επιτάσσει η λογική, αλλά η διάθεση που έδειξε να ηγηθεί της καμπάνιας υπέρ των εμβολιασμών δεν είχε την ανάλογη συνέχεια, ίσως και λόγω της εσωτερικής μάχης για την ηγεσία.

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι, εν τέλει, οι «ψεκασμένοι» έχουν μεγάλη δύναμη. Και εξ αυτού ουδείς θέλει να τους κακοκαρδίσει. Πόσω μάλλον να συγκρουστεί μαζί τους. Βλέπεις αυτοί ψηφίζουν, ενώ οι νεκροί… στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων!

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Άμα είσαι δημιούργημα του κομματικού σωλήνα…


«Κουτσομπολιά» είναι σύμφωνα με τον ευρωβουλευτή του Κινήματος Αλλαγής Νίκο Ανδρουλάκη οι πρόσφατες αποκαλύψεις ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Δημήτρης Παπαδημούλης αγόρασε οκτώ ακίνητα σε έναν χρόνο και τα μίσθωσε σε ΜΚΟ για να… εκπληρώσει την προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων που έλεγαν «πάρτε τους μετανάστες στα σπίτια σας…».
Με μια ανεξήγητη αμηχανία, ο 41χρονος σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, όταν ρωτήθηκε στον «Θέμα FM» από τον Γιάννη Πρετεντέρη για το ζήτημα που ανέκυψε με το «πόθεν έσχες» του κ. Παπαδημούλη, προτίμησε να «καταπιεί αμάσητη» την ακραία υποκρισία του συναδέλφου του στα ευρωβουλευτικά έδρανα και να καταφύγει σε «ξύλινες» φραστικές κοινοτυπίες που θύμιζαν τα μοντέλα των καλλιστείων που, ό,τι και αν τους ρωτήσουν οι κριτές, απαντούν για το πόσο λαχταρούν την… παγκόσμια ειρήνη.
Θαυμάστε την «επιχειρηματολογία» με την οποία επιχείρησε να εξηγήσει τον χαρακτηρισμό «κουτσομπολιά» που εξ αρχής εκστόμισε: «Όλα τα υπόλοιπα είναι θέματα καθαρά επικοινωνιακά. Γι΄ αυτό πρέπει να πάμε σε μία ουσιώδη διαδικασία του πόθεν έσχες και όχι αυτό που συμβαίνει μία πασαρέλα ειδήσεων, που πολλές φορές είναι και άνευ αντικρίσματος», είπε.
Δεν έμεινε, όμως, εκεί, αλλά με την με την ίδια διάθεση κενής τιποτολογίας, συνέχισε ακάθεκτος: «Και πρέπει η Βουλή να κάνει μία ειδική μέριμνα για αυτό, διότι αραχνιάζουν τα πόθεν έσχες σε διάφορα υπόγεια, χωρίς να έχουν έναν πραγματικό έλεγχο που αυτό πρέπει να γνωρίζει ο απλός πολίτης, εάν ο πλούτος που έχει κάθε πολιτικός είναι από νόμιμες δραστηριότητες ή υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες πλήττουν το δημόσιο συμφέρον».
Είναι ειλικρινά πολύ λυπηρό να ακούει κανείς έναν φέρελπι πολιτικό, ο οποίος μάλιστα υποτίθεται ότι επιδιώκει να διαδραματίσει κεντρικό πολιτικό ρόλο, όπως έδειξε η απόπειρά του να διεκδικήσει την ηγεσία της παράταξης του, να μην είναι σε θέση να αρθρώσει πολιτικό λόγο που να είναι ουσιαστικός και να γίνεται καταληπτός από εκείνους στους οποίους απευθύνεται.
Τι είναι, αλήθεια, εκείνο που κάνει τον κ. Ανδρουλάκη να υποστηρίζει ότι φταίνε τα (ανύπαρκτα) αραχνιασμένα υπόγεια της Βουλής για το γεγονός ότι ένας υπέρμαχος της παραμονής στην Ελλάδα όλων των μεταναστών που φτάνουν στη χώρα σπεύδει να αγοράσει ακίνητα για να μισθώσει προκειμένου να αυξήσει το ήδη μεγάλο οικογενειακό του εισόδημα;
Πόσο δύσκολο είναι, άραγε, να αντιληφθεί την οφθαλμοφανή σύγκρουση συμφερόντων, που προκύπτει ακόμα και από τα… ανέλεγκτα πόθεν έσχες του κ. Παπαδημούλη, όταν ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος καρπώνεται χρήματα από ευρωπαϊκούς πόρους για τους οποίους πιέζει; Ακόμη και αν δεν διαπιστώνει κάτι μη νόμιμο σε όλα αυτά, από ηθικής πλευράς είναι όλα εντάξει;
Μια εξήγηση για το γεγονός ότι τέτοια ερωτήματα δεν απασχολούν τον κ. Ανδρουλάκη, ίσως βρίσκεται στο βιογραφικό. Εκεί διαπιστώνει κανείς ότι «εξ απαλών ονύχων» και ήτοι από το 2001, οπότε «εξελέγη για πρώτη φορά μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ», ο γεννημένος το 1979 πολιτικός μηχανικός από το Ηράκλειο Κρήτης έχει μακρά θητεία στα κομματικά αξιώματα του κόμματός του.
Είναι, με άλλα λόγια, παραδοσιακό «γέννημα του κομματικού σωλήνα» και δημιούργημα των κλειστών κομματικών μηχανισμών που –κακά τα ψέματα- για να γίνεις ο εκλεκτός τους χρειάζεται να ελίσσεσαι και απαιτείται να αποφεύγεις τις μετωπικές συγκρούσεις. Με προίκα, άλλωστε, αυτές τις ιδιότητες, ο κ. Ανδρουλάκης εξελέγη δύο φορές ευρωβουλευτής χάρις στο δίκτυο των «δικών του ανθρώπων» που διέθετε σε όλη τη χώρα.
Αντιθέτως, όταν χρειάστηκε να απευθυνθεί στην κοινωνία για να ηγηθεί της παράταξης του, απεδείχθη άτολμος και έχασε καθαρά από την Φώφη Γεννηματά, αναβάλλοντας για κάποια στιγμή στο μέλλον τη ρεβάνς που σχεδιάζει να πάρει, αλλά πιστεύει ότι θα του δοθεί στο… πιάτο επειδή ο μηχανισμός, του οποίου ηγείται, θα είναι εκεί και θα δουλεύει για να βολεύεται εκείνος στις Βρυξέλλες.
Ως τότε θα ακολουθεί το κύμα, δεν θα σπάει κανένα αυγό, θα αναμασά αφόρητες πολιτικάντικες κοινοτυπίες, θα είναι αλληλέγγυος με όλα τα δημιουργήματα του κομματικού σωλήνα και δεν αποκλείεται να πιστεύει ότι μπορεί μεγαλώνοντας να γίνει… Παπαδημούλης, ο οποίος στην ηλικία του είχε ένα χωράφι και τώρα μετρά 28 ακίνητα.
Πως το έλεγε ο Βάρναλης; «Aχ, πού ΄σαι, νιότη, πού ΄δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!». Δεν είναι αποκαρδιωτικό να το αναρωτιούνται για κάποιον πριν καν… γεράσει;

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Αφού είναι «νίκη», γιατί δεν ερωτάται ούτε η Βουλή ούτε ο λαός;



Εν τη ρύμη του λόγου του ο Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξη που παραχώρησε στην  ΕΡΤ για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους συνομολόγησε τη συμφωνία με τον ΖόρανΖάεφ για το Μακεδονικό, αναρωτήθηκε:«Ποιο είναι το εθνικό συμφέρον; Να κλείσουμε ένα θέμα ή να το αφήσουμε ανοικτό;».
Στη φράση αυτή που μάλλον αυθόρμητα ξεστόμισε και πιο συγκεκριμένα στο ρήμα «κλείσουμε» περιέχεται όλη η ουσία των κυβερνητικών επιδιώξεων και των χειρισμών που προηγήθηκαν της συμφωνίας για την οποία κάποια στιγμή θα ερωτηθεί το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Με άλλα λόγια ο κ. Τσίπρας ομολόγησε ότι στις προθέσεις του δεν ήταν να επιλύσει αλλά να «κλείσει» το ζήτημα με την ονομασία του κράτους των βόρειων γειτόνων μας οι οποίοι δεν θέλουν απλώς να λέγονται «Μακεδόνες» αλλά –κι εδώ ακριβώς είναι το επίδικο- επιδιώκουν συνάμα να εμφανίζονται ως κληρονόμοι της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, αρνούμενοι την αδιαμφισβήτητη σλαβική εθνική τους καταγωγή.
Κατόπιν τούτου, μάλλον δεν πρέπει να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η κατηγορηματική ευκολία με την οποία ο Έλληνας πρωθυπουργός απέρριψε κάθε ενδεχόμενο να ερωτηθεί η Βουλή για το αν διαθέτει η κυβέρνησή του την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση να δεσμεύσει τη χώρα σε ένα τόσο κρίσιμης σημασίας ζήτημα.
Θα ανέμενε κανείς ότι αν επρόκειτο για «μεγάλη διπλωματική νίκη», όπως ο ίδιος έσπευσε να χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης την οποία έκανε, να ήταν δική του η πρωτοβουλία για να πάει η συμφωνία στη Βουλή και να εισπράξει τα εύσημα για την υποτιθέμενη επιτυχή κατάληξη.
Παραδόξως, όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αντί να είναι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του οι επισπεύδοντες για την πανηγυρική επικύρωση της συμφωνίας από το Κοινοβούλιο, διαβλέπει κανείς μια προσπάθεια να παρακαμφθεί ο θεσμός του Κοινοβουλίου και να δημιουργηθούν τετελεσμένα με μόνη την υπογραφή του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά.
«Δεν βλέπω κανένα λόγο να βάλουμε εμπόδια στον εαυτό μας…», ισχυρίστηκε, εξάλλου, ο κ. Τσίπρας όταν ρωτήθηκε τόσο για την άρνησή του να ζητήσει κοινοβουλευτική έγκριση, όσο και για την πιθανότητα να ζητηθείηέκφρασητης λαϊκής ετυμηγορίας με την  προκήρυξη δημοψηφίσματος, όπως αντιστοίχως προτίθενται να κάνουν στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Η προσχηματική επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται είναι οι συνταγματικοί τύποι. «Δεν προβλέπεται τέτοια διαδικασία και ο υπουργός των Εξωτερικών διαθέτει την εξουσία και την αρμοδιότητα να υπογράφει διακρατικές συμφωνίες», είναι ο αντίλογος. Αντίλογος που δεν λαμβάνει υπόψιν του ότι πέραν των τύπων, υπάρχει και η ουσία.
Η ουσία στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν δεσμεύτηκε η χώρα για κάτι τόσο σημαντικό χωρίς να ερωτηθεί η Βουλή των Ελλήνων. Και αυτή την ουσία δεν μπορεί να την παρακάμψει ο κ. Τσίπρας για να καλύψει τον κυβερνητικό εταίρο του Πάνο Καμμένο με τον οποίο έχουν «δέσει»τις πολιτικές τους τύχες.
Ο αμοραλισμός, ο οποίος αναδύεται από τη προφανή μεθόδευση που έχει επιλέξει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για να έχει «την πίττα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο», ας προβληματίσει όλους όσοι -από ωφελιμισμό ή αυταπάτη;- σπεύδουν να δώσουν άλλοθι στα παιδαριώδη πολιτικά παιχνίδια των κυβερνώντων που έχουν μοναδικό γνώμονα την –πάση θυσία- μακροημέρευση στην εξουσία.
Κακά τα ψέματα αυτή η συμφωνία δεν ήρθε για να επιλύσει το Μακεδονικό. Ήρθε για να επιχειρηθεί η διαβόητη αναδιάρθρωσητου πολιτικού σκηνικού, όπως ομολογείται από παράγοντες του κυβερνητικού χώρου. Ακόμη και ο ίδιος ο Τσίπρας, που είχε κάνει «παντιέρα» προ τριετίας τον όρο «αργυρώνητοι βουλευτές», τώρα επικαλείται εξασφαλισμένη πλειοψηφία υπέρ του αποτελέσματος της διαπραγμάτευσής του, χωρίς, ωστόσο, να επιζητεί την έκφρασή της.
Στην αξιωματική αντιπολίτευση αντελήφθησαν εγκαίρως τις σκοπιμότητες πίσω από τις κινήσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλαβε τα μέτρα του, ξεκαθαρίζοντας εξαρχής τη θέση του με το «Όχι»στη συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ. Στο Κίνημα Αλλαγής φαίνεται να αδυνατούν να αντιληφθούν ακόμη και τα προφανή. Και μάλλον θα χρειαστεί να δουν ξανά και ξανά το βίντεο με τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στην ΕΡΤ για να αποφασίσουν τι θα κάνουν…

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Το κάρο (της συνεργασίας) μπροστά από το άλογο (των εκλογών)



            Απορεί κανείς παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση που γίνεται εδώ και καιρό για τις εξελίξεις οι οποίεςμπορεί να προκύψουν την επομένη της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης και μένει έκπληκτος με τη σεναριολογία που αναπτύσσεται και τους υπολογισμούς που γίνονται τόσο από πολιτικά στελέχη όσο και απόαυτοαναγορευθέντες «αναλυτές».
            Η πρώτιστη απορία που δημιουργείται είναι πως μπορεί να προεξοφλεί κάποιος το μετεκλογικό σκηνικό όταν δεν είναι, ούτε κατά προσέγγιση, γνωστός ο χρόνος που θα στηθούν οι επόμενες κάλπες. Πολύ περισσότερο, όταν είναι άγνωστες οι συνθήκες υπό τις οποίες θα πορευθεί η χώρα προς τις εκλογές και γίνονται ακόμη πιο περίπλοκες με τα σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα που μας περιβάλει. 
Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει είναι η πιθανολόγηση που κάνουν ορισμένοι για τη στάση που μπορεί να τηρήσει το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο εμφανίζεται ως «πολύφερνη νύφη» που φλερτάρεται ένθεν κακείθεν. Ενώ ακόμη πιο εκπληκτική είναι η απαίτηση που έχουν ένιοι εξ αυτών να δεσμευτεί εκ των προτέρων η ηγεσία τουνεοσύστατου φορέα για τις συνεργασίες που είναι διατεθειμένη να κάνει μετά τις εκλογές. Αν, δηλαδή, θα συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία.
Τα διλήμματα αυτού του είδουςμαρτυρούν, από τη μια, παντελή άγνοια των κανόνων διεξαγωγής του εκλογικού παιχνιδιού, κυρίωςόταν τίθενται από στελέχη του ίδιου του Κινήματος Αλλαγής. Από την άλλη, όμως, αποκαλύπτουν σκόπιμη κουτοπονηριά, όταν προβάλλονται από τους αντιπάλους του. Οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν επιδιώκουν παρά τον εγκλωβισμό και τη λεηλασία των ψηφοφόρων του Κέντρου οι οποίοι απορρίπτουν εξίσου την κλασσική Δεξιά και την παραδοσιακή Αριστερά.
Όποιος διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις για τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, ξέρει ότι ο ρυθμιστικός ρόλος τον οποίο, ως τρίτο κόμμα και ανεξαρτήτως του ποσοστού, θα διαθέτει το Κίνημα Αλλαγής δεν είναι παρά να συνάψει κυβερνητική συμμαχία με το κόμμα που θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Και αυτό, μάλιστα, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι ο νικητής των εκλογών δεν θα έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρά το «μπόνους» των 50 εδρών,το οποίο θα καρπωθεί είτε έχει προβάδισμα δέκα μονάδων είτε… μιας ψήφου.
Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα των προσεχών εκλογών και η διάρθρωση του εγχώριου σκηνικού -μετους βουλευτές της Χρυσής Αυγής και του ΚΚΕ να μην  υπολογίζονται για τον σχηματισμό συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος- δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για βιώσιμη συνεργασία ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο κόμμα. Αποκλείεται δηλαδή να εφαρμοστεί στα καθ΄ ημάς το προηγούμενο της κυβέρνησης Κόστα στην Πορτογαλία ανάμεσα στους δεύτερους Σοσιαλιστές και στο τρίτο σε δύναμη κόμμα της Αριστεράς.
Στην ελληνική εκδοχή, ο δεύτερος με τον τρίτο ή και τον τέταρτο δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, επειδή δεν βγαίνουν οι αριθμοί. Και γι΄ αυτό τη μόνη συμμαχία την οποία μπορεί να συνάψουν, εφόσον το πρώτο κόμμα δεν διαθέτει151 βουλευτές, είναι για να οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογέςοι οποίες αυτή τη φορά -πρέπει να υπομνηστεί ότι- θα γίνουν με απλή αναλογική.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, την επομένη των προσεχών εκλογών τα πράγματα για το Κίνημα Αλλαγήςείναι πολύ απλά: Θα βρεθεί ενώπιον διλήμματος μόνον εφόσον το πρώτο κόμμα δεν έχει αυτοδυναμία. Και το δίλημμά του θα είναι ένα και μόνο: Θα συνεργαστεί με το πρώτο κόμμα ή θα προκαλέσει εκλογές; Καλώς ή κακώς, οποιοδήποτε άλλο σενάριο είναι άνευ αντικειμένου. Όπως άνευ αντικειμένου είναι και οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει και θυμίζουν τη ρήση με το κάρο που μπαίνει μπροστά από το άλογο.
Το Κίνημα Αλλαγής, εν ολίγοις, αν θέλει να κατοχυρώσει την αυθυπαρξία του, δεν έχει παρά να προβάλει τις όποιες διαφορές έχει από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Και να περιμένει να δει εάν οι ψηφοφόροι που θα πείσει στις επερχόμενες εκλογές θα είναι τόσο πολλοί ώστε να του δώσουν τον μοναδικό ρυθμιστικό ρόλο τον οποίο μπορεί να διεκδικήσεικαι που είναι να συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τον πρώτο ή να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές.
Εφόσον είναι πρώτη και χωρίς αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να διαβουλευτεί μαζί της. Ό,τι και αν λένε τώρα ο Κουρουμπλής με τον Σκουρλέτη. Το ίδιο θα κάνειεφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ, ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά, καταφέρει να καλύψει τη διαφορά του τον χωρίζει με τη Νέα Δημοκρατία και δεν είναι στη Βουλή οι ΑΝΕΛ του Καμμένου για να συγκυβερνήσουν. Ό,τι και αν λέει ο Σαμαράς ή όποιος άλλος νεοδημοκράτης, το Κίνημα Αλλαγής με τον (υποθετικά πρώτο) ΣΥΡΙΖΑ θα συζητήσει για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Άρα, στην κούρσα των εκλογών, ας μπει το άλογο μπροστά από το κάρο της συνεργασίας και όλα θα επιλυθούν από τη λαϊκή ετυμηγορία.