Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοντονής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοντονής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων που εκκρεμεί από τον καιρό του Ροΐδη


         Αντιπαρατέθηκαν, σύμφωνα με κάποιες διαρροές από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό αναπληρωτής υπουργός Γιάννης Βρούτσης με τον έχοντα την ευθύνη του ίδιου χαρτοφυλακίου μέχρι τον περασμένο Ιούνιο Λευτέρη Αυγενάκη. 

Λέγεται ότι ο τελευταίος ενοχλήθηκε επειδή ο συνάδελφός του στην κυβέρνηση όταν αναφερόταν στη νομοθεσία για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας μνημόνευε τις ρυθμίσεις που είχε νομοθετήσει επί των ημερών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ο Σταύρος Κοντονής και παρέλειψε κάθε αναφορά σε όσα έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή κατόπιν εισηγήσεων του κ. Αυγενάκη. Και τα οποία έγιναν ενόσω ο κ. Βρούτσης ήταν είτε μέλος της ίδιας κυβέρνησης ή κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της κυβερνητικής παράταξης.

Δεν έγινε γνωστό πως δικαιολόγησε την παράλειψή του ο νυν πολιτικά υπεύθυνος για τα αθλητικά δρώμενα στη χώρα, αλλά αν ήθελε να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του θα απαντούσε θαρρετά στον προκάτοχό του ότι δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος υφυπουργός Αθλητισμού που τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν περάσει από τη Βουλή «δρακόντειες» διατάξεις κατά της βίας στα γήπεδα και γύρω από αυτά, διατάξεις οι οποίες όμως, εκτός του ότι είναι περίπου ίδιες μεταξύ τους, έχουν και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. 

Από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα και την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη εξαγγέλθηκαν ή και νομοθετήθηκαν πάμπολλες φορές μέτρα όπως η εγκατάσταση καμερών στα γήπεδα για να εντοπίζονται οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων, η ονομαστικοποίηση των εισιτήριων και ο έλεγχος της εισόδου στους αθλητικούς χώρους, ο ισόβιος αποκλεισμός για όσους συμμετέχουν σε επεισόδια βίας εντός και εκτός των σταδίων, η διάλυση των συνδέσμων οπαδών που λειτουργούν άλλοτε ως στρατοί των ομάδων και άλλοτε ως εγκληματικές οργανώσεις, στρατολογώντας νέους και υποθάλποντας κάθε είδους παραβατικά στοιχεία με δέλεαρ τα φθηνά εισιτήρια, την ικανοποίηση του «ανήκειν» και την (συγ)κάλυψη μικρών ή μεγαλύτερων εγκλημάτων.

Στην πορεία των ετών δεν υπήρξε κυβέρνηση -προμνημονιακή, μνημονιακή ή μεταμνημονιακή, δεξιά, αριστερή ή κεντρώα, αυτοδύναμη ή συνεργασίας- που να απέφυγε την πεπατημένη και να μην έκανε έπειτα από κάποιο νέο κρούσμα βίας μεγαλόστομες εξαγγελίες οι οποίες κατέτειναν στη στερεότυπη δήθεν δέσμευση ότι «αυτή τη φορά το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκκαλο». 

Δεν βρέθηκε, ωστόσο, ούτε μία κυβέρνηση που να κάνει τη μάλλον αυτονόητη παραδοχή: «αρκετά πια με την ψήφιση καινούργιων νόμων, είναι ώρα να εφαρμόσουμε τους υπάρχοντες». O «νόμος Λιάνη», ο «νόμος Ορφανού», ο «νόμος Κοντονή», ο «νόμος Αυγενάκη» και κάποιοι ακόμη, που κανείς πια δεν θυμάται, είχαν ακριβώς την ίδια κατάληξη: δεν εφαρμόστηκαν ποτέ! 

Η ψήφιση νόμων οι οποίοι δεν εφαρμόζονται δεν αφορά φυσικά αποκλειστικά και μόνον την οπαδική βία. Το φαινόμενο είναι γενικευμένο και εκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Οι αριθμοί, εξάλλου, είναι απολύτως αποκαλυπτικοί. Στα 49 χρόνια που παρήλθαν από τη Μεταπολίτευση του 1974, η Βουλή των Ελλήνων έχει ψηφίσει συνολικά 5.080 νόμους, γεγονός που ίσως και να αποτελεί ρεκόρ σε πανευρωπαϊκό, αν όχι και σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Όπερ σημαίνει ότι κάθε χρόνο ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο περισσότεροι από 100 νόμοι. Ή, με άλλα λόγια, κάθε εβδομάδα που περνάει προστίθεται στο δικαιικό μας σύστημα δύο νεότεροι νόμοι. Μάλιστα, οι περισσότεροι εξ αυτών συνοδεύονται από την πρόβλεψη για δεκάδες προεδρικά διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις που πρέπει να εκδοθούν για να εφαρμοστούν. Και που τις περισσότερες φορές ή δεν εκδίδονται ή και, αν εκδίδονται, στην πράξη παραμένουν ανεφάρμοστοι οι ψηφισθέντες από τη Βουλή νόμοι.

Αλλά από την άλλη, μη βιαστεί κανείς να υποστηρίξει ότι μιλάμε για «σημεία των καιρών». Δυστυχώς, δυστυχέστατα, το φαινόμενο ανατρέχει σε βάθος χρόνου και έρχεται από το μακρύ παρελθόν του νεοελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν από πολλές δεκαετίες, ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες και δημοσιογράφους του 19ου αιώνα, ο οξυδερκέστατος Εμμανουήλ Ροΐδης είχε διατυπώσει την περίφημη ρήση, σύμφωνα με την οποία: «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Τόσες δεκαετίες αφότου διατυπώθηκε η συγκεκριμένη έκφραση του Ροΐδη, τα πράγματα μοιάζουν σαν να παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα. Οπότε μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα που το επόμενο διάστημα θα ψηφιστεί ένας ακόμη νόμος για την καταπολέμηση της οπαδικής βίας. Διότι ο κ. Βρούτσης δεν πρέπει να… υστερήσει των προκατόχων του. 

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων, μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη…

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Τα βελγικά μαθήματα και η ελληνική ατιμωρησία


Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το τεράστιο σκάνδαλο των δωροδοκιών στην Ευρωβουλή με (συμ)πρωταγωνίστρια την Ελληνίδα αντιπρόεδρο Εύα Καϊλή, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε η βελγική δικαιοσύνη και εν γένει οι θεσμοί της χώρας, που αποτελεί την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγιναν αντικείμενο πολλών και έντονων συζητήσεων στην Ελλάδα.

Δυστυχώς η σύγκριση, αν διανοηθεί να αποτολμήσει κανείς κάτι τέτοιο, με τα ισχύοντα στη δική μας χώρα είναι συντριπτικά εις βάρος μας, εκθέτοντας συλλήβδην την πολιτική τάξη, τη Δικαιοσύνη και τους φορείς της ενημέρωσης.

Μόνον σε μελαγχολικές σκέψεις, άλλωστε, μπορεί να καταλήξει όποιος επιχειρήσει να αντιπαραθέσει τα ισχύοντα στη δική μας χώρα με τον επαγγελματικό τρόπο δράσης των αρχών του Βελγίου στο Qatargate χωρίς, μάλιστα, παρέκκλιση από την προσήλωση στην τήρηση της νομιμότητας και με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα όσων θεωρούνται ύποπτοι για εμπλοκή σε έκνομες ενέργειες.

Από που να ξεκινήσει και που να καταλήξει κάποιος; Από την μεθοδικότητα της αστυνομικής έρευνας η οποία διήρκεσε επί μήνες και κύλησε χωρίς περιττές διαρροές που θα έβλαπταν την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης; Από τη διακριτικότητα των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που κράτησαν μακριά από την περιττή δημοσιότητα τους συλληφθέντες, ενώ απείχαν και οι ίδιοι από τη σαγήνη της αυτοπροβολής τους; Ή μήπως από την υπεύθυνη στάση των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι παρότι είχαν πληροφορίες για την έρευνα περίμεναν να τις δημοσιοποιήσουν μόνον όταν όλα είχαν πάρει την πορεία τους.

Θυμηθείτε λίγο κάποια εγχώρια προηγούμενα, όπως για παράδειγμα η υπόθεση Novartis που κυριάρχησε στην επικαιρότητα επί των ημερών της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Φέρτε στη μνήμη σας την επίσκεψη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου στον Άρειο Πάγο για να πιέσει προς την κατεύθυνση της άμεσης αποστολής δικογραφίας στη Βουλή.

Ανατρέξτε στην πανηγυρική φιέστα που στήθηκε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τότε υπουργό Σταύρο Κοντονή (αλήθεια τώρα που έχει εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άραγε μετανιώσει για εκείνη τη στάση του;) και τον αναπληρωτή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ο οποίος μίλησε για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους».

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Με μόνες τις -κατά βάση προαναγγελθείσες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα- καταθέσεις κουκουλοφόρων μαρτύρων στήθηκε στη Βουλή το κακόγουστο σόου με τις δέκα κάλπες για να «κρεμαστούν στα μανταλάκια» ισάριθμοι πολιτικοί αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Η μια μετά την άλλη οι κατηγορίες κατέρρευσαν, παρόλο που έγιναν έφοδοι σε σπίτια και ανοίχθηκαν θυρίδες, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνδέουν κάποιον από τους διασυρθέντες με τους ισχυρισμούς που αποτέλεσαν τη βάση για την παραπομπή τους. 

Στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλον, απηλλάγησαν άπαντες αλλά συγνώμη δεν ψέλλισε ούτε ένας από όσους ενορχήστρωσαν την όλη υπόθεση. Η ίδια η Δικαιοσύνη παρέστησε την… «τυφλή» και έδωσε άφεση αμαρτιών σε θύματα και θύτες.

Με αρκετές παραλλαγές το έργο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στην ευρισκόμενη ακόμη σε εξέλιξη υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και αυτό διότι η Δικαιοσύνη διστάζει να πιάσει στα χέρια της την «καυτή πατάτα» της διερεύνησης του σκανδάλου με αποτέλεσμα αυτή μοιραία να γίνεται μπαλάκι το οποίο από την πολιτική εξουσία πετιέται στα μέσα ενημέρωσης και τούμπαλιν. 

Διότι όσο παράδοξο είναι οι λειτουργοί της ενημέρωσης να μετατρέπονται σε διαδίκους, επικαλούμενοι την γενική και αόριστη «δημοσιογραφική αλήθεια», άλλο τόσο και ακόμη περισσότερο προβληματικό είναι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να κινούνται με ταχύτητα αραμπά όταν δεν σφυρίζουν αδιάφορα στις καταγγελλόμενες παρακολουθήσεις.

Τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Ή οι καταγγελίες δεν ισχύουν και οι ψευδώς καταγγέλλοντες πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ή οι καταγγελίες είναι βάσιμες και, άρα, πρέπει να διερευνηθούν πέρα για πέρα έτσι ώστε εκείνοι που παραβίασαν τη νομιμότητα και καταχράστηκαν την εξουσία που τους ανατέθηκε να μη μείνουν στο απυρόβλητο. 

Το μόνο που δεν μπορεί να γίνεται είναι, ενώ συνεχίζονται οι καταγγελίες για παρακολουθήσεις, να μην συγκινούνται εκείνοι που έχουν καθήκον και υποχρέωση να αντιδρούν και να οδηγούν τα πράγματα στην κάθαρση.

Η σκοπιμότητα του «ούτε γάτα, ούτε ζημιά» που επικράτησε στην υπόθεση της Novartis, η οποία για την ελληνική Δικαιοσύνη δεν ήταν ούτε σκάνδαλο, αφού όλοι οι εγκαλούμενοι και κατηγορηθέντες απηλλάγησαν, ούτε σκευωρία, αφού η διάψευση των καταγγελιών δεν κόστισε το παραμικρό στους καταγγέλλοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα για την εμπέδωση νοοτροπιών που οδηγούν στην παντελή ατιμωρησία.

Εκτός και αν ζηλώσαμε συλλογικά την ειρωνεία που εξέπεμπαν τα έργα και οι ημέρες του μεγάλου πρωταγωνιστή του Qatargate του Ιταλού πρώην ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι ο οποίος «ξέπλενε» τις μίζες που εξασφάλιζε σε μετρητά μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Fight Impunity» την οποία είχε ιδρύσει γι΄αυτόν τον σκοπό. 

Στα ελληνικά ο τίτλος της μεταφράζεται «Καταπολεμήστε την Ατιμωρησία»!

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Κι αν ο Κοντονής μιλούσε και για τη Novartis…

 Κανείς από τους παροικούντες στην… πολιτική Ιερουσαλήμ δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα με την επίθεση που εξαπέλυσε η ηγεσία της Κουμουνδούρου κατά του Σταύρου Κοντονή όταν ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θύμισε τις παλαιότερες επισημάνσεις του σύμφωνα με τις οποίες ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρον άρον ψηφίστηκε τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, διευκόλυνε τη Χρυσή Αυγή.

Με αποκορύφωμα, άλλωστε, τη διαβόητη άποψη που διατύπωσε τον Ιούνιο του 2016 ο τότε πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης περί μη διαχωρισμού των ψήφων σε «ευπρόσδεκτες» και «μη ευπρόσδεκτες», όταν το κόμμα του είχε βάλει στόχο να περάσει πάση θυσία την απλή αναλογική, δεν είναι η πρώτη φορά που, είτε ως ψίθυρος είτε ως δημόσια καταγγελία, κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα βάσιμες υποψίες για υπόγειους υπολογισμούς της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με την παρουσία του νεοναζιστικού μορφώματος στο πολιτικό στερέωμα.

Εκείνο, ωστόσο, που ξένισε σε αυτή την οξεία αντιπαράθεση, ίσως περισσότερο ακόμη και από τη διαγραφή του που αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ήταν το περιεχόμενο της λιτής ανακοίνωσης με την οποία ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμασε τον άλλοτε υπουργό του. Χρειάστηκαν μόλις 31 λέξεις για να τον εξουδετερώσουν πολιτικά και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των καταγγελιών του, τόσο των τωρινών όσο και των ενδεχόμενων μελλοντικών.

«Οι δηλώσεις του Σταύρου Κοντονή, που υιοθετούν την προπαγάνδα και τα fake news της Νέας Δημοκρατίας, είναι απαράδεκτες και αντικειμενικά εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα εχθρικά προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία», ήταν το σχόλιο με το οποίο ανασύρθηκαν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας φρασεολογία και πρακτικές της Αριστεράς του Μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά: Πώς ορίζονται, αλήθεια, τα «πολιτικά συμφέροντα» που είναι «εχθρικά προς την Αριστερά»; Και με ποιον τρόπο τα «εξυπηρέτησε» ο πρώην υπουργός; Όποιος διατυπώνει μια άποψη που δεν βολεύει την ηγεσία καθίσταται αυτομάτως «εχθρός του κόμματος», ακόμη και αν λέει την αλήθεια;

Τηρουμένων των αναλογιών, η φρασεολογία της Κουμουνδούρου δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του Νίκου Πλουμπίδη ο οποίος, ενώ οδηγήθηκε στα μέσα της δεκαετία του 50 στο εκτελεστικό απόσπασμα, για την ηγεσία του κόμματός του δεν ήταν παρά «παλιός προβοκάτορας», που «μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο τής προδοσίας»…

Όπως τότε, έτσι και τώρα, όποιος αμφισβητεί το αλάθητο της ηγεσίας, εξοβελίζεται. Ο Κοντονής, εξάλλου, δεν είναι το μόνο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στις μέρες μας στοχοποιείται για τις απόψεις του. Θυμηθείτε τι υπέστη πρόσφατα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επειδή διαφώνησε με τον χαρακτηρισμό «πολιτικός απατεώνας» που αποδίδει ο Αλέξης Τσίπρας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Όπως και να έχει, πάντως, το 2020 δεν είναι 1950. Και, ως εκ τούτου, τα πολιτικά στελέχη της εποχής μας δεν βάζουν την «τιμή του κόμματος» πάνω από τον εαυτό τους, όπως ο Πλουμπίδης, ακόμη και όταν δηλώνουν «κομμουνιστές της ανανεωτικής Αριστεράς», όπως ο Κοντονής. Υπό αυτή την έννοια, θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον αν κάποια στιγμή ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης αποφασίσει να μιλήσει για την εποχή που ασκούσε τα υπουργικά του καθήκοντα, έχοντας στο πλάι του τον «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο «βουλευτής Ζακύνθου», όπως τον αποκαλούσαν υποτιμητικά τον Σ. Κοντονή «σύντροφοι» του, γνωρίζει πολλά για σημαντικές υποθέσεις που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σκεφθείτε μόνον αν κάποια στιγμή θελήσει να περιγράψει τα όσα προηγήθηκαν της παρουσίας του δίπλα στον «Ρασπούτιν» όταν ο τελευταίος, βγαίνοντας από το Μέγαρο Μαξίμου, χαρακτήριζε αμετροεπώς την υπόθεση Novartis ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους»…

Λέτε αυτό να είχαν κατά νου οι ιθύνοντες της Κουμουνδούρου που έσπευσαν να τον διαγράψουν νύκτωρ;

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Έχουν τον διχασμό στο DNA τους



Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα όσα υποστηρίζουν οι κάθε είδους – παραδοσιακοί ή νεόκοποι, αριστεροί, δεξιοί ή κεντρώοι- «δικαιωματιστές», την Τρίτη πέρασε από τη Βουλή ένας πολύ σημαντικός νόμος, ο οποίος διευκολύνει τη ζωή των συμπολιτών μας που είχαν πρόβλημα με τη νομική ταυτότητα του φύλου τους. Και με την ψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας η Ελλάδα μετατρέπεται σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Είναι, όμως, έτσι; Γίναμε, πράγματι, μια από τις χώρες της Ευρώπης που προτάσσουν τα δικαιώματα και μεριμνούν για τον σεβασμό τους; Μπορούμε πια να καταταγούμε στα έθνη στα οποία οι πολιτικοί τους ταγοί συζητούν στο Κοινοβούλιο ακόμη και για «ευαίσθητα» θέματα; Διαθέτουμε πλέον ένα πολιτικό σύστημα που όσοι το απαρτίζουν αντιπαρατίθενται, όταν διαφωνούν, ανταλλάσσουν επιχειρήματα, προσπαθεί ο ένας να πείσει τον άλλο και στο τέλος αναζητούν, όπου είναι δυνατόν, συναινέσεις;
Έχουν καμία σχέση όλα όσα διημείφθησαν τις προηγούμενες ημέρες στο ελληνικό Κοινοβούλιο με την ευρωπαϊκή «κανονικότητα»; Μπορεί να βρει κανείς προηγούμενο σύμφωνα με το οποίο για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν προηγήθηκε διαβούλευση στο πλαίσιο του υπουργικού συμβουλίου; Το συζήτησε, άραγε, ο επισπεύδων υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής με τους υπολοίπους συναδέλφους του στην κυβέρνηση;
Ενδιαφέρθηκε, άραγε,  ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να μάθει τις απόψεις -όχι της αντιπολίτευσης αλλά- των στελεχών του κόμματος με το οποίο συγκυβερνά και αρκετά από τα οποία έχει διορίσει συνεργάτες του; Αλήθεια ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος όταν του ζήτησε άδεια για να ταξιδέψει στη Βραζιλία, του εξήγησε γιατί έπρεπε να βρίσκεται τόσο μακριά όταν θα ψηφιζόταν το επίμαχο νομοσχέδιο;
Είναι προφανές ότι τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις που επιδέχονται είναι αυτονόητες. Ο λόγος που ήρθε και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αυτό το νομοσχέδιο δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν αποπροσανατολιστικό πυροτέχνημα που η κύρια επιδίωξή του δεν ήταν να θεσπίσει δικαιώματα μιας κοινωνικής κατηγορίας, αλλά να δημιουργήσει προβλήματα στην αντιπολίτευση.
Χωρίς διάθεση για «δίκη προθέσεων», αψευδής μαρτυρία για τις κυβερνητικές στοχεύσεις ήταν η ομιλία του κ. Τσίπρα, ο οποίος πήγε απροειδοποίητα τη Δευτέρα στη Βουλή για να εκφωνήσει έναν λόγο που μόνον ως ένα ακόμη μνημείο εχθροπάθειας και διχασμού μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντί να καλέσει τα άλλα κόμματα σε διάλογο και συναινέσεις, με όσα ισχυριζόταν ήταν σαφές ότι τους προκαλούσε σκοπίμως ή να δηλώσουν υποταγή στην εξουσιαστική βούλησή του ή να καταψηφίσουν έτσι ώστε να λάβει ο ίδιος κατ΄ αποκλειστικότητα όλα τα εύσημα του τάχατες «προοδευτικού».
«Και θέλω να θυμίσω εδώ σε όλους, καθώς καλούμαστε να εγκρίνουμε, να απορρίψουμε, ή και να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας, όπως αποφάσισε να κάνει ο κ. Μητσοτάκης, τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη: “Είστε υπέρ, ή κατά; Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι, ή μ’ ένα όχι”», ήταν μια από τις απόπειρες που έκανε να στριμώξει τα υπόλοιπα κόμματα. Ήταν μάλιστα τόσο άκομψη που το πιθανότερο είναι τα κόκκαλα του «ποιητή της ήττας» θα έτριξαν από τη διαστρέβλωση που υπέστη το έργο του.
Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Αλλά συνέχισε στο ίδιο μοτίβο θέτοντας δήθεν διλήμματα που ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα απέρριπταν τα άλλα κόμματα και κυρίως η Νέα Δημοκρατία στην οποία στόχευε: «Θα υποστηρίξετε αυτή την πολιτική και νομική τομή που θεμελιώνεται στα ιδρυτικά νομικά κείμενα του σύγχρονου κόσμου αλλά και στο άρθρο 2 του Συντάγματος για την προστασία της αξίας του ανθρώπου καθώς και στις αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας; Ή θα στρίψετε δια της τροπολογίας και της κατάθεσης άλλων νόμων; Και αν θα στρίψετε κάτω από το βάρος ορισμένων εκ των ιεραρχών ή της ακροδεξιάς σας πτέρυγάς, θα μας εξηγήσετε που εξαντλείτε το φιλελεύθερο χαρακτήρα της ιδεολογίας σας;», αναρωτιόνταν με έκδηλη υποκριτικότητα.
Την ίδια ώρα, μάλιστα, που επικαλούνταν το γεγονός ότι «ήταν ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης που πριν λίγες εβδομάδες μετά από συνάντηση με την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, στις 12 Ιουλίου, είχε δεσμευτεί ότι θα στηρίξει και θα ψηφίσει επί της αρχής, τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης», έσπευδε να αναμειχθεί στα εσωτερικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τρόπο που ήταν σαφές ότι επεδίωκε την καταψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
«Τι έγινε ξαφνικά και άλλαξε γνώμη; Δε σας άφησε ο κ. Γεωργιάδης; Και για να χρυσώσετε το χάπι μετά, του πήρατε και το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας; Εμ, δε του χρειάζεται το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας του αντιπροέδρου, γιατί έχει το χαρτοφυλάκιο του καθορισμού της γραμμής και της πολιτικής σας..», ήταν τα –δίκην παραπολιτικού σχολιασμού- λόγια που ακούστηκαν από τα πρωθυπουργικά χείλη. Από τα χείλη του πολιτικού που μόλις πριν ισχυριζόταν ότι κατέτεινε στην εφαρμογή και στη χώρα μας όλων όσα «επιτάσσει το γράμμα και το πνεύμα της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ανθρώπου, το μεταπολεμικό συμβόλαιο ειρηνικής συνύπαρξης και ευημερίας, πάνω στην οποία δομήθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες...».
Δεν παρέλειψε φυσικά να προβοκάρει και τους… εθελόδουλους της Κεντροαριστεράς που «πριν αλέκτορα φωνήσαι» ξέχασαν τις διακηρύξεις τους ότι θα πάψουν πλέον να δίνουν άλλοθι στα παιχνίδια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με τις «διπλές πλειοψηφίες». Αφού εξέφρασε ευαρέσκεια για την αμαχητί παράδοσή τους, τους έκανε και υποδείξεις για το πώς να αντιμετωπίζουν τη συμμαχία του με τον κ. Καμμένο: «Κάποια στιγμή, όμως, και το ΠΑΣΟΚ, που διαρκώς μας εγκαλεί για τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ -τους οποίους μάλλον από ενοχή που συγκυβερνήσατε με τον κ. Βορίδη και τον κ. Γεωργιάδη, τους αποκαλείτε ακροδεξιούς- θα πρέπει να παραδεχτεί ότι αυτή η κυβέρνηση έχει κάνει πράξη μια σειρά από σημαντικές και δύσκολές προοδευτικές τομές», είπε.
Γιατί τους προκάλεσε, ενώ ήταν γνωστό ότι θα διευκόλυναν την ψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, όπως και έκαναν το μεν Ποτάμι με το «ναι», η δε ΔΗΣΥ με το σχιζοφρενικό «παρών»; Ακριβώς για τους ίδιους λόγους που τα έβαλε με τη Νέα Δημοκρατία, προσπαθώντας να αποδείξει ότι η ηγεσία της είναι ακροδεξιά. Κακά τα ψέματα, ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του έχουν τον διχασμό στο DNA τους. Ήρθαν στην εξουσία με διχαστικά μηνύματα –«να τελειώνουμε με το παλαιό» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Και μόνον έτσι μπορούν να παραμείνουν. Είναι η τελευταία άμυνα την οποία μπορεί να κάνουν στη λογική της «κωλοτούμπας» που απέκτησε, πλέον, παγκόσμιο trade mark.

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Τα κορόιδα κάποτε τελειώνουν…



«Αυτό είναι ανεύθυνη κοινοβουλευτική στάση και αυτός είναι πολιτικός διπολισμός», ξιφουλκούσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής κατά των στελεχών της αντιπολίτευσης που αρνούνταν να του δώσουν σανίδα σωτηρίας υπερψηφίζοντας την τροπολογία για τα μειονοτικά σωματεία της Θράκης την οποία καταψήφιζαν οι κυβερνητικοί σύμμαχοι του ΣΥΡΙΖΑ βουλευτές των ΑΝΕΛ.
Οι σφοδρές επικρίσεις, όμως, που σε έντονο ύφος εξαπέλυε ο ΣΥΡΙΖΑίος υπουργός, έδειχναν να διασκεδάζουν τους επικρινόμενους. «Τί είσαστε; Πολιτικά σχιζοφρενείς;», αναρωτιόνταν εκείνος. Και τους εγκαλούσε επειδή, παρόλο που αρκετοί εξ αυτών συμφωνούσαν με την προωθούμενη ρύθμιση, που αφορούσε συμμόρφωση της χώρας με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων, δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν  θετική ψήφο.
Αντιθέτως, με μάλλον σαδιστικό τρόπο, ξεκαθάριζαν ότι θα καταψήφιζαν την τροπολογία για να καταδείξουν ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αυτό το αριστεροδεξιό και εξουσιομανές συνονθύλευμα, είχε για μια φορά ακόμη μείνει χωρίς τη «δεδηλωμένη». Δεν διέθετε, δηλαδή, την απαιτούμενη πλειοψηφία, στο όνομα της οποίας κάνει όσα κάνει στη χώρα τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Με τη στάση της αντιπολίτευσης αμφισβητήθηκε η πλειοψηφία που επιτρέπει στον υπουργό Άμυνας και αναγορευθέντα από τον ίδιο τον πρωθυπουργικά σε ηγέτη της «πατριωτικής Κεντροδεξιάς» να ταξιδεύει στο Λονδίνο και να… πετάγεται ως τα Selfridgesμε την Jaguar που πληρώνουμε όλοι μας και να λέει ότι το έκανε για να ψωνίσει Barbie για παιδιά του.
Με την άρνηση να ψηφίσουν την τροπολογία Κοντονή ετέθη εν αμφιβόλω η εξουσία που επιτρέπει στον υπουργό Ναυτιλίας να λέει με θράσος ότι «δεν θα παραιτηθώ ποτέ», η ίδια εξουσία που δίνει την άνεση στον πρωθυπουργικό σύμβουλο στρατηγικού σχεδιασμού να στέλνει «στα τσακίδια» τους επενδυτές που θίγουν τις άκρως επιλεκτικές οικολογικές… ευαισθησίες της κυβέρνησής του.
Γι΄ αυτό και θα πρέπει να ξεκαρδίστηκαν ακόμη και τα… έδρανα του Κοινοβουλίου από την ιερά οργή με την οποία αντιδρούσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, κυρίως όταν ισχυρίστηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο που ήταν στην αντιπολίτευση υπερψήφιζε (!) όλα εκείνα με τα οποία συμφωνούσε. Βέβαια όταν προκλήθηκε να θυμηθεί πότε συνέβη κάτι τέτοιο ανέφερε μια και μόνη φορά –κάποιες διατάξεις για τα ναρκωτικά, όπως είπε- που ακόμη και έτσι αν είναι δεν είχαν καμία σημασία.
Άλλωστε, η προηγούμενη κυβέρνηση, ακόμη και όταν αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη, δεν είχε αντιμετωπίσει ζήτημα δεδηλωμένης. Και, άρα, είτε υπερψήφιζε είτε καταψήφιζε η τότε αντιπολίτευση, η στάση της δεν είχε καμία ιδιαίτερη πολιτική σημασία αφού δεν άλλαζαν οι λεπτές, σε κάθε περίπτωση, ισορροπίες που επικρατούσαν.
Φαίνεται, όμως, ότι η μνήμη των κυβερνητικών στελεχών τα οποία, όπως ο υπουργός Δικαιοσύνης, επικαλούνται τώρα την… κοινοβουλευτική υπευθυνότητα, είναι τόσο ασθενική που δεν περιλαμβάνει μείζονα γεγονότα, όπως η πρόκληση των εκλογών του Ιανουαρίου του 2015 επειδή οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχαν συμπήξει μέτωπο, συμμαχώντας ακόμη και με τη Χρυσή Αυγή, για να εμποδίσουν να σχηματιστεί προεδρική πλειοψηφία και να καταφέρουν –με τα γνωστά επακόλουθα- να οδηγηθεί η χώρα στις πρόωρες κάλπες.
Θα έχουν επίσης διαγράψει από το μυαλό τους την απίστευτη αθλιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αμέσως μόλις έδωσαν, τον Αύγουστο του 2015, την ψήφο τους για να μείνει η χώρα στο ευρώ και και στην Ευρώπη και να διασωθεί ο διαλυμένος ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας αντί για ευχαριστώ, τους εξαπάτησε προκηρύσσοντας εκλογές τις οποίες κέρδισε με το απίθανο σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό».  
Ούτε επίσης θα θέλουν να θυμηθούν την ψυχρολουσία που δοκίμασαν η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης όταν την επομένη των εκλογών -21 Σεπτεμβρίου, σαν σήμερα ήταν-δέχθηκαν τηλεφωνήματα από τον τότε πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς που περιχαρής τους συνέχαιρε για τη… συμμετοχή τους στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Τι είχε συμβεί; Ο νυν αρχηγός του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) είχε επικοινωνήσει νωρίτερα με τον νικητή των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου είχε καταλάβει ότι ετοίμαζε «προοδευτική κυβέρνηση» με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι. Κάτι φυσικά που ποτέ δεν συνέβη, επειδή ο κ. Τσίπρας ήταν και παραμένει σφιγκαγκαλιασμένος με τον Πάνο Καμμένο από τον καιρό που ασκούσαν «υπεύθυνη»- κατά τον κ. Κοντονή- αντιπολίτευση, δημιουργώντας εντυπώσεις με καταγγελίες περί δήθεν εξαγοράς βουλευτών που ποτέ δεν αποδείχθηκαν.
Παρά ταύτα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επέδειξαν όλο αυτό το διάστημα απεριόριστη ανοχή στα κάθε λογής κοινοβουλευτικά καμώματα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επιτρέποντας πότε σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και πότε σε συναδέλφους του των ΑΝΕΛ να παριστάνουν ότι διαφοροποιούνται σε διάφορα ζητήματα για λόγους… συνείδησης.
Το έκαναν, φυσικά,  εκ του ασφαλούς επειδή γνώριζαν ότι κάποια «κορόιδα» από τον χώρο της αντιπολίτευσης θα παρενέβαιναν και με την ψήφο τους θα διέσωζαν την πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και θα επέτρεπαν στους τελευταίους να απολαμβάνουν το μέλι της εξουσίας που αποτελεί τη μόνη συγκολλητική ουσία που ενώνει το κυβερνητικό συνονθύλευμα που απαρτίζουν θαυμαστές του Στάλιν, ακόλουθοι του Τραμπ, οπαδοί του Βελουχιώτη και θιασώτες του Φάρατζ.
Το επετειακό «χουνέρι», όμως, που επεφύλαξαν στην κυβέρνηση οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗ.ΣΥ., του Ποταμιού και της Ένωσης Κεντρώων, ακριβώς την ημέρα που συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τις τελευταίες εκλογές, έδειξε ότι τα κορόιδα τελείωσαν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν πρόκειται να διασώσουν ξανά την ετερόκλητη κυβερνητική πλειοψηφία.
Ήταν, αναμφίβολα, μια πολυσήμαντη πρωτοβουλία. Μια πρωτοβουλία που σηματοδοτεί ότι Τσίπρας και Καμένος, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, όπως σφιχταγκαλιασμένοι και με μεγάλο θόρυβο αναρριχήθηκαν στην εξουσία, έτσι σφιχταγκαλιασμένοι και με μεγάλο πάταγο θα την εγκαταλείψουν. Αργά ή γρήγορα…

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Χωρίς τσίπα!




Ποιον να πάρεις; Και ποιον να αφήσεις; Για τους υπουργούς που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας τα ερωτήματα που με απασχολούν, καθώς αισθάνομαι ότι τα κυβερνητικά στελέχη μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους που φαίνεται να είναι όλοι τους «κατ΄ εικόνα και καθ‘  ομοίωση» εκείνου ο οποίος τους διόρισε και είναι ο πρώτος διδάξας τις παλινωδίες.
Ιδίως μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, παρατηρείται μια απόλυτη ομογενοποίηση των χαρακτηριστικών που διέπουν τους κυβερνώντες. Σαν να τους πέρασε ο Αλέξης Τσίπρας από μια εξονυχιστική «οντισιόν» και να τους επέβαλε να συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι λένε, λίγο ως πολύ, με την ίδια ευκολία, τα ίδια, πάνω κάτω, ψέματα: «η τρόικα εσωτερικού που, σε αγαστή συνεργασία με την ψυχορραγούσα διαπλοκή, δεν μας αφήνει να κυβερνήσουμε», «το κακό ΔΝΤ που μας εμποδίζει να αλλάξουμε την Ευρώπη» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Το εξοργιστικότερο, μάλιστα, είναι ότι δε δείχνουν να διαθέτουν ίχνος πολιτικής ευθιξίας, τέτοιο που, όπως ισχύει διεθνώς, επιβάλει -σε έναν, έστω- να αναλάβει κάποιος το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί για την εξακολουθητική εξαπάτηση στην οποία επιδίδονται.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να μην ξεχάσει; Τον Δρίτσα ο οποίος ξεφτιλίζεται με τα «είπα – ξείπα» για την παραχώρηση του ΟΛΠ στους Κινέζους; Ή τον Μάρδα που ανακαλύπτει πρόσφυγες επενδυτές μέσα από το ψαχτήρι της google;
Τον Κοντονή που ταπεινώνεται μπροστά στους παράγοντες του ποδοσφαίρου που μπαίνουν στο Μαξίμου από την πίσω πόρτα; Ή τον Τόσκα, ο οποίος δηλώνει ότι, ως δάσκαλος στρατηγικής, εντοπίζει τους… μελλοντικούς τζιχαντιστές, αλλά αδυνατεί να ασκήσει τα στοιχειώδη καθήκοντα για τα οποία ορκίστηκε υπουργός και προτιμά να κλείνει τα μάτια για τις αρμοδιότητες προστασίας των πολιτών που του έχουν ανατεθεί;
Τον Φίλη που όσο και αν προσπαθεί δεν καταφέρνει να κρυφθεί πίσω από τις (ν)τροπολογίες που τον υποχρεώνουν να συνυπογράψει; Ή τον Σπίρτζη με τα κροκοδείλια δάκρια που χύνει για τις αποκρατικοποιήσεις με τις οποίες υποτίθεται ότι διαφωνεί;
Θα μπορούσα να συνεχίσω μέχρι εξαντλήσεως του υπουργικού καταλόγου, αλλά δεν έχει νόημα. Είναι, άλλωστε, τόσο πολλοί, αλλά και τόσο ίδιοι εκείνοι που, ο ένας μετά τον άλλο, γελοιοποιούνται στα μάτια της κοινής γνώμης με όσα λένε ή κάνουν, χωρίς, όπως φαίνεται, σε κανέναν να περνάει από τον νου ότι μπορεί να αφήσει την υπουργική καρέκλα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για μια πράξη ή μια παράλειψη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, δεν είναι τόσο ότι με όλα όσα συμβαίνουν ούτε ένας δεν νοιώθει την ευαισθησία ή και την ανάγκη να παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας. Είναι, πολύ περισσότερο, που κανείς από την κυβερνητική ηγεσία δεν τους ζητεί να το κάνουν.
Σκεφτείτε, δηλαδή, ότι με όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους 15 μήνες, ο μόνος από τον οποίο ζητήθηκε να παραιτηθεί ήταν κείνος ο άμοιρος υφυπουργός Υποδομών Παναγιώτης Σγουρίδης που το… έγκλημα καθοσιώσεως για το οποίο πήρε την άγουσα εκτός κυβέρνησης ήταν ότι παραδέχτηκε δημοσίως πως προεκλογικά είχαν δοθεί από τον κ. Τσίπρα υποσχέσεις στους αγρότες που ήταν αδύνατο να εκπληρωθούν.
Για τόσες άλλες αστοχίες, ου μην αλλά και απροκάλυπτες ψευτιές που ειπώθηκαν, ακόμη και μετά τις εκλογές, δεν αποδόθηκε η παραμικρή ευθύνη σε κανέναν. Γι΄ αυτό προφανώς και δεν είναι λίγοι στην κυβέρνηση εκείνοι που συνεχίζουν να ψεύδονται ασυστόλως, όντας βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να υποστούν την παραμικρή συνέπεια.
Πάρτε, για παράδειγμα, τον φοβερό και τρομερό Κατρούγκαλο ο οποίος εξακολουθεί με αβυσσαλέο θράσος να εγκαλεί τα μέσα ενημέρωσης για παραπληροφόρηση επειδή δεν καταπίνουν αμάσητη την άθλια προπαγάνδα ότι, ενώ θα περικοπεί η συνολική δαπάνη του Ασφαλιστικού κατά τουλάχιστον 1,8 δισ. ευρώ, εκείνος –ως άλλος Χριστός στον γάμο εν Κανά- θα πετύχει να δοθούν αυξήσεις στις συντάξεις!
Δεν σας κρύβω ότι την  ώρα που τον παρακολουθούσα στη συνέντευξη της περασμένης Τρίτης να ισχυρίζεται ότι «για το 80% των μισθωτών, οι νέες συντάξεις είναι υψηλότερες από τις σημερινές», προς στιγμήν κάμφθηκα. Σκέφθηκα ότι ίσως έγινε κάποιο θαύμα και προσήλωσα την προσοχή μου για να αντιληφθώ πως μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο.
Όταν, όμως, τον άκουσα να συμπληρώνει ότι «το νομοσχέδιο θα κατατεθεί την επόμενη εβδομάδα», αλλά «είμαστε σε φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής ορισμένων στοιχείων και με τους θεσμούς» και «πρόκειται να δεχθούμε προφανώς βελτιωτικές προτάσεις εκ μέρους τους», άρχισα να επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
Έτσι, μόνο καγχασμό μού προκάλεσε η συνέχεια, όταν τον άκουσα να αρνείται συγκεκριμένα στοιχεία που του (αντι-)παρατέθηκαν, ισχυριζόμενος επί λέξει τα εξής απίθανα: «Αν είχα σκοπό να πω αριθμούς θα τους έλεγα. Απλώς να διορθώσω αυτό που είπα, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα λιγότερο και από το 10% του πληθυσμού των συνταξιούχων πρόκειται να θιγούν. Και δεν πρόκειται να δώσω άλλον αριθμό, γιατί όπως σας είπα, είμαστε σε μια φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής στοιχείων».
Καταλάβατε; Συζητούμε τουλάχιστον από τον περασμένο Ιούλιο, τουλάχιστον, για τις συμφωνημένες περικοπές στο Ασφαλιστικό, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να κατατεθεί στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο –«μονομερώς», υποτίθεται, κατά τους κυβερνητικούς λεονταρισμούς που κράτησαν λίγες μόνον ώρες-, αλλά ο αρμόδιος υπουργός που, επί τόσους μήνες, δεν «ποσοτικοποίησε» τις αλλαγές, μπερδεύεται και στην αρχή δηλώνει ότι θα αυξηθεί το 80% των συντάξεων, αλλά μετά θυμάται ότι δεν θα θιγεί το 90%.     
Πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα, από ιδρύσεως ελληνικού κράτους, υπήρξαν αρκετοί πολιτικοί οι οποίοι, άλλοι εξ ανάγκης, επειδή έτσι το έφεραν οι συγκυρίες, και κάποιοι ενσυνείδητα, είπαν ψέματα στους Έλληνες. Προσωπικά, ωστόσο, όσο  μπορώ να θυμάμαι (ψηφίζω ο ίδιος ανελλιπώς από το 1981…), αλλά και από τα διαβάσματά μου, δεν μπορώ, ειλικρινά, να βρω –και θα είμαι ευγνώμων σε όποιον μου το υποδείκνυε- ανάλογο προηγούμενο με τέτοιας έκτασης συγχορδία διαρκών εξαπατήσεων και εξακολουθητικών διαψεύσεων.
Και το χειρότερο όλων; Χωρίς τσίπα!