Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέρκελ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέρκελ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Βαλεριάνα για τις αϋπνίες

Σε μια χαλαρή συζήτηση πριν από κάποια χρόνια στο περιθώριο μιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ρώτησα τον τότε υπουργό Παιδείας γιατί οι διορισμοί των αναπληρωτών εκπαιδευτικών δεν γίνονται μήνες προτού να ξεκινήσει το σχολικό έτος έτσι ώστε να μην έχουν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια κάθε χρόνο «κενά» και ορισμένα μαθήματα να φθάνει Νοέμβριος και Δεκέμβριος για να αρχίσουν να διδάσκονται.

«Ακριβώς αυτό το διάστημα ψάχνω να βρω λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα», μου απάντησε. Και με έμφαση, από την οποία κατάλαβα ότι περίμενε να εντυπωσιαστώ, συμπλήρωσε, λέγοντας μου: «Γι΄ αυτόν τον λόγο, τις τελευταίες μέρες κρατάω του διευθυντές του υπουργείου μέχρι τις 5 το πρωί και συζητάμε πως θα το λύσουμε».

Εν τέλει, μάλλον εκείνος εξεπλάγη από την ανταπάντησή μου, αν κρίνω ότι με κοίταζε ως να έβλεπε μπροστά του εξωγήινο όταν δεν… κρατήθηκα και -παρότι λόγω επαγγελματικής ιδιότητας, δεν συγκαταλέγομαι στους πρωινούς τύπους- του είπα: «Δεν μπορώ να φανταστώ ξενύχτηδες υπηρεσιακούς παράγοντες να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα της ημέρας».

Προσπερνώντας, μάλιστα, την έκπληξή του, προσπάθησα να κάνω σαφή την άποψή μου, διερωτώμενος: «Μήπως, αντί να τους κρατάτε όλη νύχτα στο γραφείο, θα έπρεπε να τους δώσετε άτυπη άδεια δύο τριών ημερών για να πάνε να ρεμβάσουν σε κάποια παραλία και να επιστρέψουν από κει υποχρεωμένοι να σας κάνουν ο καθένας την πρότασή του στην οποία θα έχει καταλήξει με καθαρό και ξεκούραστο μυαλό;».

Αν κρίνω από το γεγονός ότι διαιωνίστηκε το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στους διορισμούς αναπληρωτών εκπαιδευτικών, όπως και πολλές άλλες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ο περί ού ο λόγος υπουργός όχι μόνον δεν ενστερνίστηκε τη… φαεινή ιδέα μου, ίσως και επειδή του αμφισβητούσε την εξουσία, αλλά δεν πρέπει καν να την άκουσε.

Άλλωστε το «πέρασμα» του από το υπουργείο Παιδείας ελάχιστοι το θυμούνται πλέον. Και ούτε εγώ θα το θυμόμουν αν δεν είχε διαμειφθεί το περιστατικό που μόλις περιέγραψα.

Ανέσυρα, ωστόσο, στη μνήμη μου την μικρή πικρή αυτή ιστορία, ακούγοντας όσα είπε για τα δικά του… ξενύχτια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας την Πέμπτη στη διαδικτυακή εκπομπή «Meeting Point» του newsbomb.gr, με τη δημοσιογράφο Όλγα Τρέμη. 

«Δεν έχω καμία, μα καμία, αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα νικήσει», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Αυτό που με απασχολεί, αυτό που με κάνει τα βράδια να μην κοιμάμαι, είναι γι' αυτό που θα παραλάβουμε την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε.

Μάλλον άθελά του, ωστόσο, αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας αποκάλυψε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τον ύπνο πρέπει να είναι… χρόνιο. Δεν εξηγούνται, αλλιώς, αυτά που συμπλήρωσε στην ίδια συνέντευξη: «Όταν ήμουν στο Μαξίμου, δεν ήμουν happy traveler, καθόμουν μέχρι τις 3 και 4 το πρωί για να βρω λύσεις σε ασφυκτικές συνθήκες. Και βρήκαμε λύσεις, ρυθμίσαμε το χρέος, βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, φέραμε την ανάπτυξη…», είπε.

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ως λαός, αρεσκόμαστε στο ξενύχτι, ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί έπρεπε ο κ. Τσίπρας να μας πει ότι έμενε ως τις 4 το πρωί στο Μαξίμου για να λύσει προβλήματα, όπως π.χ. για να επιδιώξει τη ρύθμιση του χρέους. Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος μάς έλεγε τότε ότι, αν αντιδρούσαμε σε όσα μας επέβαλλαν εταίροι και σύμμαχοι, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Είναι, πολύ περισσότερο, η απορία με ποιον θα μπορούσε να συνομιλεί αυτές τις μεταμεσονύχτιες ώρες ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ξενυχτούσαν, άραγε, η Μέρκελ, ο Ολάντ ή ο Πούτιν από τον οποίο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περίμεναν να τους δανείσει; Από όσο ξέρουμε, πάντως, ο Ρώσος Πρόεδρος τους το είχε ξεκόψει, λέγοντας ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μιλήσει για λογαριασμό μας στη Γερμανίδα καγκελάριο. 

Άλλο που την ίδια ώρα έπαιρνε στο τηλέφωνο τον Γάλλο Πρόεδρο για να τον πληροφορήσει για τις ανοησίες των δικών μας περί εκτύπωσης νέου νομίσματος.

Κακά τα ψέματα, αυτή η χώρα δεν πάσχει ούτε από την έλλειψη υπερωριακής εργασίας, ούτε από τα μειωμένα ξενύχτια των ανθρώπων που μας κυβερνούν διαχρονικά. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πάσχει, κυρίως, επειδή εντός του κανονικού ωραρίου δεν λαμβάνονται οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, με βάση τα δεδομένα της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ξενύχτι συμβάλει στην αναψυχή. Μόνον, όμως, που, αν γίνεται κατά σύστημα, μειώνει και δεν αυξάνει την αποδοτικότητα της εργασίας και την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας.

Όποιος το αμφισβητεί, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον ειδικό. Και η πιθανότερη συμβουλή που θα λάβει είναι να αποφεύγει τις σκέψεις που προκαλούν άγχος και να καταφεύγει σε ένα αφέψημα βαλεριάνας.

Δεν υπάρχει καλύτερη λύση για να έχει, τουλάχιστον όποιος αποφασίζει για τις ζωές ενός λαού και ενός Έθνους, την άλλη μέρα ξεκούραστο και καθαρό μυαλό που βοηθά στην ανάλυση της πραγματικότητας, όπως αυτή είναι και όχι όπως μπορεί να την φαντασιώνεται όποιος ξενυχτά κουτσοπίνοντας και χαζολογώντας με τους κολλητούς του.

Βαλεριάνα, λοιπόν. Ιδού η λύση!

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Το συμφέρον… über alles

Επί δεκαετίες ολόκληρες η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τις διπλωματικές επιλογές μας ήταν –και, εν πολλοίς, παραμένει- εγκλωβισμένη σε παιδαριώδεις μυθολογικές προσεγγίσεις για το ποιος είναι φίλος ή εχθρός είτε πρόκειται για τη γειτονιά μας, είτε ευρύτερα για τη διεθνή σκηνή.
Παρότι από την περίοδο της Ανεξαρτησίας ή και νωρίτερα –ποιος θυμάται τα «Ορλοφικά»;- έχει αποδειχθεί ότι τα ζητήματα αυτά δεν προσεγγίζονται με λογικές άσπρο ή μαύρο, τα πικρά παθήματα που συχνά – πυκνά υπέστημεν ως Έθνος στην πάροδο των αιώνων, εξαιτίας της ευκολοπιστίας, δυστυχώς δεν μας έγιναν μαθήματα.
Ειδικά, από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα όταν, υπό το κράτος του Ψυχρού Πολέμου που επέβαλε τον παγκόσμιο διπολισμό σε ολόκληρο τον πλανήτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα –κυρίαρχο και μη- και, κατ’ επέκταση, οι Έλληνες πολίτες, έσπευδαν να λάβουν θέση υπέρ των μεν ή των δε.
Με επιδερμικά απλουστευτικές αναλύσεις για το «καλό» και το «κακό» και με υιοθέτηση ανυπόστατων κριτήριων του τύπου ότι «ο τάδε ξένος ηγέτης είναι ομοϊδεάτης μας» ή ότι «ο δείνα λαός είναι ομόδοξος και θα μας στηρίξει».
Ήταν σχεδόν επιβεβλημένο να διαλέγουμε στρατόπεδο. Όσοι από παράδοση, ατταβισμό ή επιλογή ήταν «δεξιοί» δεν μπορούσαν παρά να ενστερνίζονται το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ενώ όσοι δήλωναν «αριστεροί» ήταν υποχρεωτικό να είναι αντιαμερικανοί, εξεγειρόμενοι για τον Πόλεμο του Βιετνάμ αλλά δικαιολογούντες την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στις ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή στο Αφγανιστάν.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα, ανδρωθήκαμε πολιτικά δύο, ίσως και τρεις, γενιές Ελλήνων με την εμμονή να τασσόμαστε γενικώς και αορίστως στο πλευρό των Αράβων, αγνοώντας και αυτούς τους ίδιους τους εσωτερικούς τους διχασμούς που τους οδηγούσαν στον αλληλοσκοτωμό. Και αφού οι Άραβες ήταν κατά του Ισραήλ, έπρεπε και εμείς να είμαστε κατά της κρατικής οντότητας την οποία δια πυρός και σιδήρου προσπαθούσαν να στήσουν οι Εβραίοι της Διασποράς.
Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ζούσε με την αυταπάτη των επενδύσεων που θα έρχονταν από τα αραβικά «πετροδόλλαρα», τα οποία ποτέ δεν τα είδαμε. Έγινε, έτσι, η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ παρόλο που είχε προφανή συμφέροντα, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τη διαχείριση των Αγίων Τόπων που βρίσκονται εντός των ορίων του.
Το διπλωματικό κεφάλαιο που χάσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα είναι αμφίβολο εάν καταφέραμε να το αναπληρώσουμε από το 2010 που –επί των ημερών του, όσο και αν δεν αρέσει να το παραδέχονται αρκετοί, Γιώργου Παπανδρέου- αποφασίσαμε να αλλάξουμε τη στρατηγική μας και να συσφίξουμε τις σχέσεις μας με το Τελ Αβίβ.
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο είναι άκρως διδακτικές. Το κουβάρι των περίπλοκων σχέσεων που διαμορφώνονται στη γειτονιά μας δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχουν ούτε μόνιμοι φίλοι ούτε αιώνιοι εχθροί. Το αμερικανικό διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο, που χρόνια τώρα… λατρεύαμε να μισούμε, έχει γίνει ο κύριος εγγυητής για την ασφάλεια των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων που απειλεί η Άγκυρα.
Καλώς ή κακώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελούν αυτή την περίοδο τους πιο θερμούς συμπαραστάτες μας. Και αυτό επειδή η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος σύμμαχός του. Φρόντισε κυρίως προς τούτο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η οποία –αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη στους διαδόχους της- έδωσε όλα όσα χρειαζόταν η Ουάσιγκτον για να εδραιώσει την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στον αντίποδα, οι Ευρωπαίοι, που θεωρητικώς αποτελούμε σάρκα εκ της σαρκός τους και που τόσα κατά καιρούς έχουμε «επενδύσει» σε εκείνους, αποδεικνύονται στις κρίσιμες τούτες ώρες κατώτεροι των περιστάσεων. Με μόνη εμφανή διαφοροποίηση τη στάση των Γάλλων του Εμάνουελ Μακρόν που θα στείλουν να καταπλεύσει στα μέρη της το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ. Διαφοροποίηση για την οποία κάποιοι λένε ότι… είναι με το αζημίωτο αφού έχουμε συνομολογήσει ότι θα παραγγείλουμε γαλλικές φρεγάτες.
Την ίδια στιγμή, το στερεότυπο που ήθελε την κεντροδεξιά καγκελάριο Μέρκελ να στηρίζει τον ομοϊδεάτη της Έλληνα πρωθυπουργό και για τον επιπλέον λόγο ότι «η οικογένεια Μητσοτάκη είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς με τη γερμανική πολιτική τάξη» αποδεικνύεται ότι δεν παρά μια φαντασίωση όλων όσοι αρέσκονται στις εύκολες αναλύσεις.
Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους τα συμφέροντα του Βερολίνου επιβάλουν στην παρούσα συγκυρία να μην έρθει η Άνγκελα Μέρκελ αντιμέτωπη με τον Ερντογάν. Και, ως τούτου, η κάποτε… «ευαίσθητη» καγκελάριος κάνει πια τα στραβά μάτια σε όλα.
Το κάνει στο δράμα των μεταναστών που υποτίθεται παλαιότερα ότι την είχε συγκινήσει. Και το κάνει ακόμη πιο απροκάλυπτα στην προκλητική καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου εκ μέρους της Άγκυρας, εμποδίζοντας την επιβολή κυρώσεων στους θρασείς σφετεριστές των δικαιωμάτων δύο ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.
Το συμφέρον, λοιπόν, είναι υπεράνω όλων. «Über alles», όπως εμφαντικά λένε και στη γλώσσα της καγκελαρίου.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

«Εμείς… κερδάμε, όποιος και αν είναι ο νικητής»


Πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουν μια μοναδική έφεση στα πανηγύρια οι κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑίοι. Ό,τι και αν συμβεί αυτοί στο τέλος πανηγυρίζουν. Κερδίζουν; Χάνουν; Δεν κάνει καμία διαφορά.
Η πραγματικότητα δεν μετράει μπροστά στην ακόρεστη διάθεση που δείχνουν να αυτοχριστούν νικητές, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Καθότι όταν το αποτέλεσμα δεν συμφωνεί μαζί τους, αλλοίμονο στο… αποτέλεσμα
Γι΄  αυτό και μάλλον δεν πρέπει να προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση οι χαρές και τα πανηγύρια με τα οποία υποδέχτηκαν την έκβαση των πρόσφατων ισπανικών εκλογών. Οι άνθρωποι ήθελαν να πανηγυρίσουν. Και πανηγύρισαν.
Τι αν καταβαραθρώθηκαν οι «Ποδέμος», για την άνοδο των οποίων θριαμβολογούσαν στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση που διεξήχθη στην ίδια χώρα της Ιβηρικής χερσονήσου;
Σαν να μην έχει συμβεί τίποτε διαφορετικό, προσαρμόζουν τώρα την πανηγυρική τους διάθεση στη νίκη των Σοσιαλιστών του Πέδρο Σάντσες. Και επιδίδονται σε ουρανομήκεις επινίκιες κραυγές, αποστρέφοντας το πρόσωπό τους από την πραγματική εικόνα που ανέδειξε η ψήφος του ισπανικού λαού.
Ο συνδυασμός της πτώσης της λαϊκίστικης Αριστεράς και της δυναμικής εμφάνισης στο προσκήνιο της Άκρας Δεξιάς, που για πολλούς αναλυτές αποτελεί ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο, για τους εγχώριους κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑίους είναι σαν να μην υπάρχει. Το μείζον γι΄ αυτούς είναι να φέρουν στα μέτρα τους το αποτέλεσμα –το όποιο αποτέλεσμα. Και από εκεί και ύστερα γαία πυρί μυχθήτω!
Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που διαστρέφουν προκλητικά την πραγματικότητα. Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς από τον κυβερνητικό βίο και την εξουσιαστική πολιτεία τους; Τους αντιμνημονιακούς μύδρους που προηγήθηκαν της πλήρους μνημονιακής προσήλωσης τους; Τις αντιγερμανικές πομφόλυγες που έδωσαν τη σκυτάλη στην προσκύνηση της Μέρκελ; Ή τα αντιαμερικανικά φληναφήματα που συνόδευσαν τη δουλική υποταγή στις επιταγές της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ;      
Ακόμη και τον προσφιλή τους Νικολάς Μαδούρο είναι σε θέση να «πουλήσουν», προκειμένου να μη δυσαρεστήσουν τους διεθνείς πάτρωνες στους οποίους –περισσότερο από κάθε άλλη παρελθούσα κυβέρνηση- στηρίζουν τις ελπίδες τους για να διατηρηθούν στην εξουσία.
Δεν έχει υπάρξει, άλλωστε, ποτέ στο παρελθόν κυβέρνηση που να έχει στραφεί εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων, όπως συνέβη στην υπόθεση Novartis και την άσκηση διώξεων κατά κορυφαίων παραγόντων της πολιτικής ζωής επί τη βάσει της ανήκουστης προσδοκίας για αποστολή στοιχείων από το αμερικανικό FBI.
Όπως και κανείς άλλος Ευρωπαίος ηγέτης δεν διανοήθηκε να κάνει αυτό που έκανε πριν από ενάμισι χρόνο ο Αλέξης Τσίπρας, ο συγκυβερνήτης των ΑΝΕΛ που παριστάνει τον κήνσορα της Προοδευτικής Συμμαχίας και τον υποστηρικτή όσων αντιπαρατίθενται με την ευρωπαϊκή Δεξιά, που προέτρεπε τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς να σχηματίσουν νέο κυβερνητικό συνασπισμό με τους χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ.
Αν υπάρχει μια λογική εξήγηση για τις απίστευτες αυτές οβιδιακές μεταμορφώσεις, είναι μάλλον η εξής: η συγκεκριμένη ομάδα που τόσο αναπάντεχα ανέλαβε τις τύχες της διακυβέρνησης της χώρας το 2015 γαλουχήθηκε στο πολιτικό περιθώριο με τα στερεότυπα του καθορισμού των εξελίξεων από τον ξένο παράγοντα.
Για δεκαετίες ολόκληρες κατατρύχονταν από το σύνδρομο ότι ο λόγος για τον οποίοι οι ίδιοι βρίσκονταν μονίμως στο περιθώριο δεν ήταν επειδή υποστήριζαν απόψεις και ιδέες που δεν άγγιζαν την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Αντιθέτως, κρίνοντας συχνά και εξ ιδίων τα αλλότρια, πίστευαν ότι η περιθωριοποίησή τους οφειλόταν στο ότι κάποιες ξένες δυνάμεις –οι Εγγλέζοι, οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι και όποιοι άλλοι- στήριζαν τους αντιπάλους τους. Η συνωμοσιολογία, άλλωστε, είναι σύμφυτη με τον πολιτικό χώρο από τον οποίο προέρχεται η κυρίαρχη ομάδα που ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο άκοπος, εξάλλου, τρόπος με τον οποίο ήρθαν στην εξουσία, μόνοι αυτοί από σχεδόν όλους τους ομοϊδεάτες τους στον πλανήτη, όχι μόνον δεν τους βοήθησε να απαλλαγούν από τα σύνδρομα του παρελθόντος, αλλά μάλλον τους τα ενίσχυσε. Κι αυτό καθώς προστέθηκε και η αναπόφευκτη αλαζονεία από την οποία –λιγότερο ή περισσότερο- καταλαμβάνονται όλοι όσοι επικρατούν στις αναμετρήσεις.
Πολύ περισσότερη αλαζονεία, μάλιστα, αποκτούν εκείνοι που στο «πολιτικό DNA» τους έχουν βαθιά χαραγμένη την ήττα και αίφνης αλλάζει η μοίρα τους, αποκτώντας συμπεριφορές και συνήθειες που παραπέμπουν στους νεόπλουτους.
Ας μην εκπλησσόμαστε, λοιπόν, με τους ΣΥΡΙΖΑϊκούς πανηγυρισμούς για τις ισπανικές εκλογές. Μην ξεχνάμε ότι ίδιοι άνθρωποι πανηγύριζαν τον Ιούλιο του 2015 και όταν έβαζαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν «Όχι» στο δημοψήφισμα αλλά και όταν μια βδομάδα αργότερα συνομολογούσαν την πιο ταπεινωτική συμφωνία που έχει υπογράψει ελληνική κυβέρνηση, παραδίδοντας στους δανειστές για έναν ολόκληρο αιώνα το σύνολο της δημόσιας περιουσίας.
Με αυτά και με αυτά, το «εμείς… κερδάμε, όποιος και αν είναι ο νικητής» θα μείνει στην Ιστορία ως ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά σύντομα ανέκδοτα της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης.

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Με τις «Πρέσπες» επιστρέφει ο χειρότερος παλαιοκομματισμός όλων των εποχών


«Το παλιό και το νέο δεν έχουν να κάνουν τόσο με την ηλικία, αλλά έχουν να κάνουν με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διαδρομής του καθενός μας», υποστήριξε σε μια πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Η σπάνια αυτή έκλαμψη ειλικρινούς προσέγγισης της πραγματικότητας από τον κ. Τσίπρα, ωστόσο, δεν είχε, δυστυχώς, ίχνος αυτοκριτικής, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ενθυμούμενος ότι μόλις πρόσφατα στενοί συνεργάτες του κατέφευγαν σε προπαγανδιστικού τύπου δικαιολόγηση των λαθών του με επίκληση του γεγονότος ότι «είναι μόλις 44 ετών»...
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια λεκτική αποστροφή που είχε ως στόχο να αντλήσει μια ακόμη αφορμή για να επιτεθεί κατά των αντιπάλων του.
Το ίδιο βράδυ, εξάλλου, ο 36χρονος εκπρόσωπος της κυβέρνησής του Δημήτρης Τζανακόπουλος αξιοποιούσε τη δική του παρουσία στην κρατική τηλεόραση, στην οποία εμφανιζόταν –προφανώς κατ΄ απαίτησή του- μόνος του για να ισχυριστεί το εξής αμίμητο: «Ο κ. Μητσοτάκης θα δώσει εξηγήσεις σε ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο για τα περί συναλλαγής στο Μακεδονικό».
Θα ήταν άξια καγχασμών και χλευασμού η συγκεκριμένη «ατάκα» του κ. Τζανακόπουλου, αν δεν επρόκειτο για ένα μνημείο δουλοπρέπειας. Δουλοπρέπεια η οποία επιβεβαιώνεται και με την παρασκηνιακή προσπάθεια που φαίνεται ότι καταβάλλεται για να βρεθεί τις επόμενες μέρες στην Αθήνα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προκειμένου, όπως αναφέρουν όλες οι πληροφορίες αλλά και οι διαρροές από την ίδια την κυβέρνηση, να ασκήσει πιέσεις για την έγκριση από την ελληνική Βουλή της διαβόητης Συμφωνίας των Πρεσπών.   
Μένει, βεβαίως, να δούμε τι πραγματικά θα γίνει κατά την εδώ επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ. Αλλά, όπως και να έχει, ξεπερνά ακόμη και τα πιο υψηλά μεγέθη πολιτικού αμοραλισμού που έχουν κατακτήσει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βλέπει κανείς τους κυβερνητικούς ιθύνοντες μιας ευρωπαϊκής χώρας να εναποθέτουν τις ελπίδες τους για αλλαγή των διαμορφωμένων εδώ και καιρό εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών στην πιθανολογούμενη διάθεση των ξένων να… τιμωρήσουν τις ηγεσίες της αντιπολίτευσης επειδή υποστήριξαν κάτι που ασπάζεται η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, όπως μαρτυρούν όλες αναμφισβήτητα οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Ούτε στις πιο μαύρες εποχές του Εμφυλίου –όταν παιζόταν η παραμονή της χώρας στη σφαίρα επιρροής της Δύσης- δεν είχαν επενδυθεί τόσες ελπίδες στις παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα για να… νουθετήσει τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις. Διότι -προσέξτε!- ο κ. Τζανακόπουλος δεν κάλεσε τους Ευρωπαίους να διαψεύσουν ή να επιβεβαιώσουν τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης περί ανταλλαγής του Σκοπιανού με τη περαιτέρω περικοπή των συντάξεων, κάτι που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό. Μίλησε, αντιθέτως, για «εξηγήσεις που θα δώσει» ένας Έλληνας πολιτικός αρχηγός σε ξένες ηγεσίες.
Όπως αποδείχθηκε, μάλιστα, η προσδοκία της… τιμωρίας του αρχηγού της ΝΔ δεν ήταν προϊόν μόνον της έμπνευσης του κυβερνητικού εκπροσώπου. Το Μέγαρο Μαξίμου μας πληροφόρησε ότι ο κ. Μητσοτάκης… φοβήθηκε να πάει στις Βρυξέλλες. Ενώ επίσης από διαρροές του πρωθυπουργικού γραφείου μάθαμε ότι ο –go back κυρία Μέρκελ- Αλέξης Τσίπρας έκανε, εν τέλει, τα παράπονα του στον… Πιέρ Μοσκοβισί!
Δεν είναι, πάντως, μόνον το «κάρφωμα» στους Ευρωπαίους που καταδεικνύει ότι το συνονθύλευμα που μας κυβερνά μπορεί να καταφύγει σε κάθε είδους παλαιοκομματική μεθόδευση, αδιαφορώντας για το πόσο καταγέλαστοι γίνονται στα μάτια της εγχώριας και της διεθνούς κοινής γνώμης εξαιτίας του πάθους με το οποίο προσπαθούν να παραμείνουν προσκολλημμένοι στις καρέκλες της εξουσίας.
Χρειάζεται να πάει κάποιος πολύ πίσω σε θολές ή σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας –από αυτές που υποτίθεται στηλιτεύουν κάθε τρεις και λίγο οι ΣΥΡΙΖΑίοι- για να βρει αντίστοιχο παράδειγμα με το πρωτοφανές «αλισβερίσι» που βλέπουμε να εκτυλίσσεται προκειμένου να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να εγκριθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο η Συμφωνία των Πρεσπών.
Είναι δύσκολο, κατ΄ αρχάς, να ξεχαστεί ότι πίσω από την ανεξήγητη σπουδή της κυβέρνησης να «κλείσει» το Σκοπιανό άρον άρον και χωρίς ενημέρωση της Βουλής και των κομμάτων, υποκρυπτόταν η προσπάθεια να προκληθεί ρήγμα στην αξιωματική αντιπολίτευση, αναμοχλεύοντας πάθη του παρελθόντος που πλήρωσε ακριβά η συντηρητική παράταξη. 
 Όταν, όμως, δεν κατάφεραν να διεμβολίσουν τη Νέα Δημοκρατία, δεν δίστασαν να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιο διάλυσης σχεδόν όλων των μικρότερων κομμάτων. Οι άνθρωποι που στηλίτευαν ως αποστασία κάθε διαφοροποίηση βουλευτή και κατηγορούσαν ως «αργυρώνητο» όποιον έδειχνε διάθεση να συνταχθεί με τη γραμμή άλλου κόμματος, όπως στην περίπτωση της προεδρικής εκλογής του 2014, δεν έχουν πρόβλημα να «ψαρέψουν» δεξιά και αριστερά υπουργούς και βουλευτές.
Τη μια επιστρατεύουν τον Φώτη Κουβέλη, τον οποίο στην προηγούμενη πολιτική περίοδο αποκαλούσαν «κουρέλι», την άλλη επιβραβεύουν με θέση υφυπουργού την Κατερίνα Παπακώστα που μέχρι πρότινος αποκαλούσαν «Ζαρούλια της ΝΔ». Ενώ κινούν παρασκηνιακά τα νήματα, κρατώντας ουσιαστικά σε καθεστώς αιχμαλωσίας τρία κόμματα –το Ποτάμι, τους ΑΝΕΛ και την Ένωση Κεντρώων-, απειλώντας τα με διάλυση, αφού αρκεί η μετακίνηση ενός βουλευτή από καθένα εξ αυτών για να πάψουν να αναγνωρίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής.
Συνοψίζοντας κανείς τα πρωτοφανή αυτά φαινόμενα, τα οποία, κακά τα ψέματα, λίγο απέχουν από όσα παρακολουθήσαμε να εκτυλίσσονται στα γειτονικά Σκόπια, δεν μπορεί να μην εκφράσει αποτροπιασμό για την οπισθοδρόμηση της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας. Μιας Δημοκρατίας που θεωρούσαμε ότι με το τέλος της δικτατορικής περιόδου και κυρίως με τον ευρωπαϊκό δρόμο στον οποίο την οδήγησαν αρχικώς ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και εν συνεχεία ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι υπόλοιποι πρωθυπουργοί που τους διαδέχθηκαν, είχε αφήσει πίσω τον αμοραλιστικό παλαιοκομματισμό.
Δυστυχώς, όμως, ο παλαιοκομματισμός είναι εδώ και τον ξαναζούμε στις χειρότερες εκδοχές του. Μάλλον διότι, όπως αναγνώρισε και ο κ. Τσίπρας «το παλιό και το νέο δεν έχουν να κάνουν με την ηλικία». Κρίμα!