Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Ψυχραιμία, παιδιά, η πόλωση δεν κόβει πλέον εισιτήρια

Όσοι έχουμε αναμνήσεις από την εποχή της χούντας ξέρουμε ότι η κατάσταση που επικρατούσε τότε δεν έχει την παραμικρή σχέση με το σήμερα. Και αντιλαμβανόμαστε ότι είναι τουλάχιστον ανιστόρητοι οι περί αντιθέτου ισχυρισμοί που διατυπώνονται αυτές τις μέρες με αφορμή την κινηματογραφική ταινία «Τζόκερ».
Ακόμη, όμως, και όσοι δεν έχουν προσωπικές εμπειρίες από τη σκοτεινή εκείνη περίοδο, πολύ δύσκολα μπορεί να πιστέψουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάποια σχέση με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης με τον Παύλο Τοτόμη ή η Λίνα Μενδώνη με τον Δημήτριο Τσάκωνα, που στη διάρκεια της δικτατορίας κατείχαν τα ίδια αξιώματα δια της βίας και ερήμην της λαϊκής βούλησης.
Από την άλλη, ωστόσο, και όχι μόνον για λόγους ίσων αποστάσεων, δεν μπορεί κανείς να καταπιεί αμάσητη την χοντροκομμένη προπαγάνδα κάποιων στελεχών της κυβερνητικής παράταξης τα οποία κατέφυγαν στη ευκολία των συνωμοσιολογικών θεωριών περί πολιτικής ίντριγκας πίσω από την άστοχη εξέλιξη που είχαν οι αστυνομικοί έλεγχοι για την παρουσία ανηλίκων στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τόσο οι ανιστόρητοι παραλληλισμοί των αντιπολιτευόμενων όσο και οι θερμοκέφαλες φαντασιώσεις των κυβερνώντων συνιστούν στην πράξη τις δύο όψεις του ίδιου αποκρουστικού φαινόμενου. Του φαινομένου που δεν είναι άλλο από την απόπειρα ερμηνείας όσων συμβαίνουν γύρω μας μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της κομματικής πόλωσης, αν όχι και τύφλωσης.
Κακά τα ψέματα, οι κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις στη χώρα μας έχουν βεβαρημένο παρελθόν στην οξύτητα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Για όσους δεν εθελοτυφλούν ο επιμερισμός των ευθυνών είναι δύσκολος. Και σίγουρα δεν μπορεί να είναι μονομερής. Άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, η πλειονότητα των πολιτικών μας έχουν υποπέσει στον πειρασμό της ενοχοποίησης των αντιπάλων τους ακόμη και για πράγματα για τα οποία και οι ίδιοι δεν έχουν να επιδείξουν πολύ διαφορετικά δείγματα γραφής.
Πόση διαφορά έχει, για παράδειγμα, αν ο νόμος που ενεργοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο για την κατάταξη της καταλληλόλητας των ταινιών είναι «νόμος Γερουλάνου» και δεν είναι «νόμος Ραγκούση»; Και γιατί είναι επιλήψιμο στοιχείο η συγγένεια με στελέχη της αντιπολίτευσης των υπαλλήλων που ζήτησαν την ενεργοποίηση ενός νόμου για τον οποίο ουδείς ως τώρα είχε αμφισβητήσει την ισχύ του και οι ίδιες αμείβονταν για την εφαρμογή του;
Όπως και να έχει, πάντως, είναι απορίας άξιο η διάσταση που έλαβε η υπόθεση «Τζόκερ» στον εικονικό μικρόκοσμο των μέσων ενημέρωσης και κυρίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τα οποία λειτουργούν όλο και περισσότερο ως περίκλειστα στρατόπεδα για την εξόντωση των αντιπάλων με… δολοφονικού τύπου φραστικά πυρά. Διότι αν εξαιρέσει κανείς την τεράστια δωρεάν διαφήμιση που έγινε στη χολιγουντιανή ταινία, η οποία είναι βέβαιο ότι θα κόψει πολύ περισσότερα εισιτήρια από τα πολλά που έτσι κι αλλιώς θα έκοβε, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς κάποια ουσιαστική συνέπεια, η οποία να προέκυψε από τη σκληρή κομματική διαμάχη που –μάλλον στα καλά καθούμενα- ξέσπασε.
Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι η οξεία αντιπαράθεση για ένα τόσο ήσσονος σημασίας ζήτημα μπορεί και να αποτελεί ένα μέτρο για την «επιστροφή στην κανονικότητα». Επιστροφή την «παλαιά κανονικότητα» της εποχής της αμέριμνης ευημερίας όταν, ελλείψει μεγάλων διακυβευμάτων, οι πολιτικοί μας και από κοντά όσοι εξ ημών τους ακολουθούσαμε κονταροχτυπιόμασταν για δευτερεύοντα ζητήματα.
Ακόμη κι έτσι, όμως, αν είναι, πρόκειται μάλλον για άδικο χαμένο κόπο. Η έκβαση που είχαν οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξε ότι οι πολίτες στην «τσιμπούν» πλέον στην πόλωση. Τουλάχιστον όσο «τσιμπούσαν» στο παρελθόν. Όλα δείχνουν ότι το φανατικό ακροατήριο, που είχε παθιαστεί σε έντονο βαθμό την περίοδο της κρίσης, έχει πλέον περιοριστεί. Με αποκορύφωμα την εξαφάνιση πολλών από τις πολιτικές τερατογενήσεις που γονιμοποίησε ο λεγόμενος «αντιμνημονιακός αγώνας»
Τόσο στις ευρωεκλογές του Μαΐου όσο και στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου, οι Έλληνες πήγαν αποφασισμένοι στις κάλπες και εκφράστηκαν χωρίς τους φόβους και τα πάθη του παρελθόντος. Και το ίδιο κλίμα δείχνει να παγιώνεται στην κοινωνία στους τριάμισι μόλις μήνες που πέρασαν από την λαϊκή ετυμηγορία.
Ψυχραιμία, λοιπόν, παιδιά. Μπορεί ο «Τζόκερ» να σπάσει ταμεία μετά την πρόσφατη κόντρα μεταξύ των στελεχών της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, η πόλωση που -μάλλον ατέχνως- επιχειρείται να προκληθεί, δεν πρόκειται να κόψει εισιτήρια.
Γι΄ αυτό και όσο γρηγορότερα κατέβει το κακό αυτό «έργο» που πάει να παιχθεί, τόσο καλύτερο θα είναι. Και για όλους εμάς, αλλά και για τους ίδιους τους εμπνευστές του….

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Η μυθοπλαστική κοροϊδία με τον «Φάκελο της Κύπρου»



Ένας από τους πιο προσφιλείς «μύθους» της μεταπολιτευτικής περιόδου υπήρξε ο «Φάκελος της Κύπρου». Γενιές και γενιές πολιτικών, ου μην αλλά και δημοσιογράφων, έκαναν καριέρες στην Ελλάδα και στην Κύπρο με την κατασκευή ή την αναπαραγωγή απίθανων θεωριών συνωμοσίας γύρω από τα υποτιθέμενα «κρυμμένα μυστικά» που περιείχε.
Στις τέσσερις και πλέον δεκαετίες που παρήλθαν από την Κυπριακή Τραγωδία που ακολούθησε το άφρον πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 καλλιεργήθηκαν στους Ελλαδίτες και στους Κυπρίους ψευδείς και παραπλανητικές εντυπώσεις ότι τάχατες κάπου υπήρχε κάποιος φάκελος τον οποίο δήθεν ουδείς τολμά να ανοίξει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Αν, όμως, όλα αυτά μπορούσαν να δικαιολογηθούν τα πρώτα χρόνια μετά την βάρβαρη τουρκική εισβολή, καθώς η συλλογική μας συνείδηση δεν ήθελε να αναγνωρίσει τα εγκληματικά λάθη τα οποία διαχρονικά έγιναν, είτε με ευθύνη του «εθνικού κέντρου» είτε από τη δράση δυνάμεων στη Μεγαλόνησο, στους χειρισμούς του Κυπριακού, η διαιώνιση του «μύθου» με τον… κλειστό «Φάκελο της Κύπρου» είναι μάλλον ασυγχώρητη.
Και είναι σίγουρα ακόμη πιο ασυγχώρητο να χρησιμοποιείται έως τις μέρες μας ως εργαλείο αποπροσανατολισμού έπειτα από ένα ακόμη ναυάγιο των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού. Διότι αυτό ακριβώς συνέβη στη διάρκεια της συζήτησης την οποία προκάλεσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να ενημερώσει για την ατυχή κατάληξη που είχαν οι τελευταίες συνομιλίες ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.
Στήθηκε ολόκληρη «παράσταση» και επιχειρήθηκε να δοθεί  πανηγυρική διάσταση για κάτι εντελώς ανούσιο, όπως είναι η συμφωνία των δύο Κοινοβουλίων να ανταλλάξουν το υλικό από τις έρευνες που έχουν διεξάγει Επιτροπές που συστάθηκαν στην Αθήνα και στη Λευκωσία και οι οποίες, αφού εξέτασαν μάρτυρες και ερεύνησαν τα διαθέσιμα έγγραφα, κατέληξαν σε πορίσματα.
Ειδικά, η Εξεταστική Επιτροπή που συνέστησε η Βουλή των Ελλήνων, έπειτα από πολλές παλινωδίες, στις αρχές του 1986 και ξεκίνησε τις εργασίες της τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, πραγματοποίησε μακρά και επίπονη έρευνα, όπως είχα προσωπικά την ευκαιρία να διαπιστώσω, καθώς, νεαρός δημοσιογράφος ων τότε, είχα επιφορτιστεί με το επαγγελματικό καθήκον να παρακολουθώ από κοντά τις συνεδριάσεις της που διήρκεσαν επί δυόμισι συναπτά έτη.
Η 30μελής διακομματική Επιτροπή, με πρόεδρο τον αείμνηστο βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Χρήστο Μπασαγιάννη, με τον οποίο όλοι οι εκπρόσωποι του Τύπου ήμασταν σε διαρκή αντιπαράθεση, καθώς εκείνος ήθελε να διαφυλάξει τη μυστικότητα των καταθέσεων και μείς πασχίζαμε να μάθουμε και να μεταφέρουμε στους αναγνώστες μας τα όσα διαμείβονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες, συνεδρίασε 154 φορές.
Εξέτασε 131 μάρτυρες και μεταξύ εκείνων που κλήθηκαν να καταθέσουν ήταν και οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης οι οποίοι αρνήθηκαν να συμβάλουν στις έρευνες. Σε γενικές γραμμές, ελάχιστα διαφωτιστικές ήταν και οι περισσότερες καταθέσεις που δόθηκαν από αξιωματικούς οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74. Ίσως και επειδή η απόσταση των χρόνων ήταν τέτοια που ο καθένας είχε οικοδομήσει το δικό του άλλοθι και τις δικές του αιτιολογήσεις.
Από τον κατάλογο των μαρτύρων δεν έλειψαν και πολιτικά πρόσωπα, όπως ο πρώην υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ ο οποίος προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Το έργο της Επιτροπής, τα πρακτικά της οποίας, με τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα, εκτείνονταν σε 20.798 σελίδες, ολοκληρώθηκε  31 Οκτωβρίου 1988. Εκείνη την ημερομηνία κατατέθηκε στα πρακτικά του Κοινοβουλίου –και υπάρχει ακόμη εκεί για όποιον ενδιαφέρεται να το διαβάσει- το πολυσέλιδο πόρισμα της Εξεταστικής, το οποίο δεν ήταν ενιαίο, αφού τα κόμματα διαφώνησαν στις εκτιμήσεις τους για την αποτίμηση των δραματικών γεγονότων του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής.
Λόγω της συγκυρίας, καθώς ήταν μια εποχή που η χώρα συγκλονιζόταν από την υπόθεση Κοσκωτά και είχε μπει σε τεταμένη προεκλογική περίοδο, δεν δόθηκε καμία συνέχεια. Μπορεί, ωστόσο, τα έγγραφα και οι μαρτυρικές καταθέσεις να τηρούνταν έκτοτε στο αρχείο της Βουλής και να μην επιτρεπόταν η ελεύθερη πρόσβαση των ερευνητών, η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι όλο το πλήθος των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί χρησιμοποιήθηκε από τους βουλευτές προκειμένου να συνταχθούν τα πορισματικά συμπεράσματα στα οποία ένας έκαστος κατέληξε.
Υπό αυτή την έννοια και έχοντας μιλήσει με όλους όσοι πρωταγωνίστησαν στις έρευνες εκείνης της περιόδου, μπορώ βασίμως να ισχυριστώ ότι δεν υπάρχουν μείζονα μυστικά τα οποία να βρίσκονται κρυμμένα στον αποκαλούμενο «Φάκελο της Κύπρου». Γι΄ αυτό και το μόνο αναγκαίο «άνοιγμα» που απαιτείται να γίνει είναι να δοθούν άμεσα όλες οι μαρτυρικές καταθέσεις και ενδεχομένως και τα έγγραφα  στη δημοσιότητα, ώστε να τερματιστεί άπαξ δια παντός η καλλιεργούμενη μυθοπλασία.   
Ποιά σκοπιμότητα, άλλωστε, εξυπηρετείται με το να θεωρούνται απόρρητες καταθέσεις που δόθηκαν πριν από 29 χρόνια και αφορούν γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν από 43 χρόνια; Η μυστικότητα που συντηρήθηκε επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, μόνον βλαπτική αποδεικνύεται. Κι αυτό διότι, αφενός, εμποδίζει την εξαγωγή των σωστών συμπερασμάτων και, αφετέρου, εκθέτει το πολιτικό σύστημα.
Την καλύτερη απόδειξη για το πόσο βλάπτονται τα πραγματικά συμφέροντα του Έθνους και η υγιής λειτουργία του πολιτικού συστήματος αποτελούν, ίσως, οι ισχυρισμοί που διατύπωσε ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής: «Επί σαράντα τρία χρόνια κρατάει το πολιτικό σύστημα μια ένοχη σιωπή για την προδοσία της Κύπρου και απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι μόνον κάποιοι στρατιωτικοί οι οποίοι ενέχονται σε αυτό, αλλά και πολιτικοί», υποστήριξε ο κατ΄ εξοχήν απολογητής της Χούντας κάνοντας ρελάνς στο επιχειρούμενο δήθεν «άνοιγμα» που επιχειρείται με το πρωτόκολλο συνεργασίας των δύο Κοινοβουλίων. Ο ίδιος, άλλωστε, νωρίτερα είχε ισχυριστεί ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα του οποίου ηγείται έχει δις υποβάλει –χωρίς να ικανοποιηθεί- αίτημα για να λάβει αντίγραφο του περιώνυμου «Φακέλου».
Όλα στο φως, λοιπόν, για να σταματήσει η μυθοπλαστική κοροϊδία. Στο κάτω – κάτω, όπως έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, «εθνικόν είναι το αληθές»!

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

«Φάκελος της Κύπρου»: Μύθοι και πραγματικότητες

Καθώς συμπληρώνονται 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αν ρωτήσει κανείς εκατό Έλληνες στο δρόμο τι νομίζουν για τον περίφημο «Φάκελο της Κύπρου», είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα, ίσως και πάνω από 90%, όσων έχουν κάτι ακούσει για το ζήτημα αυτό, θα δώσει απαντήσεις του τύπου: «κάπου είναι κρυμμένος και καταχωνιασμένος και ουδείς τολμά να τον ανοίξει…».
Οι απόψεις αυτού του είδους που αναμασιούνται ως τις μέρες από διαφόρους δημοσιολογούντες και αναπαράγονται στους ανά την επικράτεια καφενέδες είναι «συμβατές» με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων χρόνων μετά την πτώση της Χούντας που δημιούργησε έναν από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της μεταπολιτευτικής περιόδου, τον «μύθο» που άκουγε στο όνομα «Φάκελος της Κύπρου».
Επιμένω στον χαρακτηρισμό «μύθος» γιατί «Φάκελος» με την έννοια που του προσδίδεται στη φαντασίωση πολλών δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά και για έναν ακόμη σημαντικότερο λόγο: υπόθεση, όπως αυτή του προδοτικού πραξικοπήματος στην Κύπρο που άνοιξε το δρόμο στην τουρκική εισβολή, δεν έχει ερευνηθεί ενδελεχέστερα σε όλη τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Νεαρός δημοσιογράφος ων, είχα το επαγγελματικό «προνόμιο» να παρακολουθήσω από κοντά τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής για το «άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου», την οποία συνέστησε, στις αρχές του 1986, η Βουλή έπειτα από πολλές αναβολές και ταλαντεύσεις που είχαν να κάνουν με τις κομματικές αντιδικίες της εποχής. Γι΄ αυτό και μπορώ να βεβαιώσω ότι, αν όντως… υπήρξε «Φάκελος της Κύπρου», αυτός… άνοιξε. Και… άνοιξε διάπλατα.
Η Εξεταστική Επιτροπή, η οποία λειτούργησε επί δυόμισι συναπτά έτη και ολοκλήρωσε το έργο της στις 31 Οκτωβρίου 1988, οπότε παρέδωσε το πόρισμά της που είναι δημοσιευμένο στα πρακτικά εκείνης της ημέρας. Στο διάστημα που μεσολάβησε τα 30 μέλη της Επιτροπής που ήταν βουλευτές από όλα τα κόμματα εκείνης της περιόδου έκαναν 154 συνεδριάσεις και εξέτασαν συνολικά 131 μάρτυρες.
Ανάμεσα σε εκείνους που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης –με τον δεύτερο να αναλαμβάνει την ευθύνη για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και να αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατέθεσαν ακόμη σχεδόν στο σύνολό τους οι εν ενεργεία και απόστρατοι αξιωματικοί που είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74, καθώς και αρκετοί πολιτικοί, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ που προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Συνολικά, πάντως, τα πρακτικά της Επιτροπής καταλαμβάνουν 20.798 σελίδες, με μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα που φυλάσσονται στο αρχείο της Βουλής, στο οποίο είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει πρόσβαση, αλλά αυτό δεν γίνεται επειδή εκεί κρύβονται κάποια μυστικά, παρά μόνο από μια γενικότερη αντίληψη που επικρατεί ευρύτερα στην ελληνική δημόσια διοίκηση που δεν ταξινομεί και δεν αποχαρακτηρίζει τα αρχεία της.
Θυμάμαι, μάλιστα, ακόμη τη σκληρή μάχη που έπρεπε να δώσουμε οι δημοσιογράφοι στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων και στα έγγραφα που προσκομίζονταν στην Επιτροπή. Παρά, πάντως, την επιμονή ορισμένων μελών της Επιτροπής να μας αποκλείσουν –είτε από αίσθηση καθήκοντος, καθώς είχαν πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο τους, είτε από προσκόλληση στους τύπους της μυστικότητας της ανακρίσεων- στις πιο κρίσιμες συνεδριάσεις καταφέρναμε και αποκτούσαμε πρόσβαση, άλλοτε συνομιλώντας με τους ίδιους τους μάρτυρες όταν μπαινόβγαιναν, και πολύ συχνά από βουλευτές που ήταν πιο «ανοιχτοί» και αντιλαμβανόταν διαφορετικά το ρόλο μιας ερευνητικής Επιτροπής που αποτελούνταν από πολιτικά στελέχη.
Το ίδιο το πόρισμα, άλλωστε, έστω και αν στο τέλος δεν συμφώνησαν μεταξύ τους τα μέλη της Εξεταστικής και κάθε παράταξη κατέθεσε τις δικές της θέσεις που ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο, κατέδειξε ότι δεν υπήρχαν μείζονα μυστικά σε αυτή την υπόθεση, η οποία μπορεί να μην εξιχνιάστηκε πλήρως, αφού είναι σαφές ότι ρόλο διαδραμάτισαν και διεθνείς δυνάμεις, από ελληνικής πλευράς, όμως, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες μια δράκα παραφρόνων που είχαν καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα διευκόλυναν τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, άλλωστε, που απαρτιζόταν από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν το επισπεύδον στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού διατήρησε την επιφύλαξη ότι «δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανόν να φώτιζαν και από άλλη οπτική γωνία την κυπριακή τραγωδία», κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:
«Η κυπριακή τραγωδία και η εξέλιξή της διδάσκουν: ότι οι δικτατορίες και τα πραξικοπήματα οδηγούν σε εθνικές καταστροφές, ότι μόνον η Δημοκρατία ως πολιτειακό σύστημα εγγυάται την ομαλότητα των εξελίξεων, και ότι η ενότητα και η ομοψυχία του λαού μας αποτελεί προϋπόθεση για την πρόοδο και την ευημερία τους Έθνους μας».
Ένα συμπέρασμα με απλές και διαχρονικές αλήθειες που, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανές για να διαλύσουν τον –μάλλον, βολικό- «μύθο» για τον «Φάκελο» που… δεν άνοιξε. 

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Ο Αλέκος, ο Μέτο(ς) και ο… αιώνιος Μπερίσα

             Την ευκαιρία να αναφερθώ σε ένα εξαιρετικό βιβλίο για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις στην μετα-Χότζα εποχή, μου έδωσαν οι δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν την περασμένη Κυριακή στη γειτονική Αλβανία. «Στον αστερισμό του εθνικισμού», είναι ο τίτλος του  και το υπογράφει ο συντοπίτης μας –από τον Αυλότοπο Σουλίου- διακεκριμένος δημοσιογράφος Σταύρος Τζίμας, ο οποίος παρέχει στον αναγνώστη ανεκτίμητα εργαλεία για να κατανοήσει το πολιτικό παιχνίδι που παίζεται στη γείτονα με την πολιτική ένταση, ανάμεσα στις κυρίαρχες κομματικές δυνάμεις των Τιράνων, όπως και να βρει εξηγήσεις για τη διασπασμένη ελληνική μειονότητα. 
          Το βιβλίο είναι η «προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα για τα δραματικά γεγονότα στη μετακομμουνιστική Αλβανία», «ένα εκτενές ρεπορτάζ του αυτόπτη δημοσιογράφου», όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο, «ένα διαχρονικό οδοιπορικό στο οποίο καταθέτει όσα έζησε επί τόπου, όσα πληροφορήθηκε στα παρασκήνια και όλα αυτά που του αφηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές» μιας περιόδου μεστής από εξελίξεις στην ταραγμένη βαλκανική γειτονιά μας.
          Στις σελίδες του βιβλίου, που διαβάζεται και ως πολιτικό θρίλερ, καταγράφονται η επόμενη μέρα της πτώσης του Χότζα, η επικίνδυνη ένταση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις την περίοδο 1993-1995, η κατάρρευση της Αλβανίας, το 1997, και οι διώξεις εις βάρος της ελληνικής μειονότητας.
Αποκαλύπτονται, επίσης, τα παρασκήνια αλυτρωτικών σχεδίων και συνωμοτικών δράσεων για τη Βόρειο Ήπειρο από εθνικιστικούς κύκλους στην Ελλάδα και μυστικές υπηρεσίες, ένθεν κακείθεν των συνόρων. Όπως και το μεγάλο «φαγοπότι» στο οποίο επιδόθηκαν ορισμένοι υπερπατριώτες, μέσω των μυστικών κονδυλίων του υπουργείου Εξωτερικών και της ΕΥΠ, αλλά και με την «ανθρωπιστική» βοήθεια του αλήστου μνήμης Ιδρύματος Παλιννοστούντων.
          Ο Σταύρος Τζίμας φέρνει στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία για το ρόλο που διαδραμάτισαν στο προσκήνιο και το παρασκήνιο διάφορα πρόσωπα στη διαμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία, αλλά και στις σχέσεις της με την Ελλάδα: Από τον μακαριστό μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανό και τον –ακόμα ενεργό, όπως επιμένουν δημοσιογραφικές εκτιμήσεις- συντοπίτη μας, επίσης, Νίκολας Γκέητζ (Γκατζογιάννη) έως τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Αντώνη Σαμαρά που ήταν στην εξουσία όταν κατέρρευσε το τελευταίο περίκλειστο καθεστώς της Ευρώπης.
          Εδώ θέλω να προσθέσω την προσωπική μου μαρτυρία για την «ψυχρολουσία» που επεφύλαξε το καθεστώς Ραμίζ Αλία στους κκ. Μητσοτάκη και Σαμαρά, όταν, τον Ιανουάριο του 1991, επισκεπτόμενοι τα Τίρανα, ως πρωθυπουργός ο ένας και ως υπουργός Εξωτερικών ο άλλος, τέθηκε για πρώτη φορά επισήμως «θέμα Τσάμηδων». Η αντίδρασή τους ήταν να επιχειρήσουν να βγάλουν… «παράφρονες» τους Έλληνες δημοσιογράφους που τους συνοδεύαμε, ισχυριζόμενοι ότι ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης των Τιράνων που μας είχε ενημερώσει για την ανακίνηση του ζητήματος στις επίσημες συνομιλίες, δεν ήταν αυτό που εμείς... νομίζαμε!
          Από τις πολλές αποκαλύψεις του βιβλίου, βρήκα ως πλέον ενδιαφέρουσα την περιγραφή του παρασκηνίου που εκτυλίχθηκε εδώ στα μέρη μας και αφορά τις προσπάθειες της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου να βρεθεί λύση στο περίπλοκο κουβάρι των σχέσεων που είχε δημιουργηθεί το 1994 μετά τη δολοφονία Αλβανών στρατιωτικών στο αλβανικό φυλάκιο της Επισκοπής και τις διώξεις που ακολούθησαν κατά στελεχών της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια».
          «Με πρωτοβουλία και έγκριση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο τότε υπουργός Οικονομικών και άριστος γνώστης των ελληνοαλβανικών Αλέκος Παπαδόπουλος, προσέγγισε έναν Ελληνοαμερικανό, Τσάμη, από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, ονόματι Λάγια», γράφει ο Σταύρος Τζίμας.
Επισημαίνει ότι «ο Λάγια δεν ήταν τυχαίος» και δίνοντας το προφίλ του αναφέρει ότι υπήρξε «πράκτορας της αμερικανικής DEA στον πόλεμο του Βιετνάμ και με πολλά λεφτά, διατηρούσε σχέσεις με τον Μπερίσα, η γυναίκα του ήταν Ελληνίδα και ο ίδιος κατείχε και ελληνικό διαβατήριο». Να προσθέσω εδώ ότι πρόκειται για τον ιδρυτή των Κλωστηρίων Φιλιατών (και, όπως έγραψα προ εβδομάδων στη στήλη, την πρώτη Jaguar που κυκλοφόρησε στους λασπωμένους δρόμους του Φιλιατιού τη δεκαετία του 70, την οδηγούσε ο «Μέτος», όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι).
Οι επαφές των δύο… Θεσπρωτών δεν έφεραν αποτέλεσμα, παρά το ότι, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο, «ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο Λάγια συναντήθηκαν δυο φορές μυστικά στο κότερο του τελευταίου, τη μια στις Γούβες της Κέρκυρας και την άλλη στα Σύβοτα Θεσπρωτίας». Και αυτό γιατί ο Μπερίσα, ο οποίος –μη ξεχνάμε- πρωταγωνιστεί ακόμη στην πολιτική κονίστρα της γείτονος, «ήταν αμετάπειστος, δεν ήθελε να αφήσει την ευκαιρία να εκθέσει την Ελλάδα ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα της περιοχής».
Το περιστατικό αυτό, όπως και πολλά άλλα άγνωστα στην ευρεία κοινή γνώμη, που έρχονται στο φως μέσα από το βιβλίο του Σταύρου Τζίμα (το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» της Θεσσαλονίκης, όπου δραστηριοποιείται επαγγελματικά και με επιτυχία ο συγγραφέας), είναι νομίζω άκρως διδακτικά για όλους όσοι αντιμετωπίζουν τις διακρατικές σχέσεις χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της εθνικιστικής παραφιλολογίας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 10.5.2011)

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

"Ωδή" σε έναν απερχόμενο

        Από επαγγελματική, κυρίως, υποχρέωση έχω παρακολουθήσει την τελευταία 25ετία όλες, χωρίς εξαίρεση, τις συζητήσεις στη Βουλή  για τον κρατικό προϋπολογισμό που εθιμικά γίνονται παραμονές Χριστουγέννων.
        Από την εποχή που είχαν τα ηνία της οικονομίας ο Κώστας Σημίτης και ο Δημήτρης Τσοβόλας ή ο Γιάννης Παλαιοκρασάς και ο Στέφανος Μάνος ως την περίοδο που κατέθεσαν προϋπολογισμούς ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο Νίκος Χριστοδουλάκης, ο Γιώργος Αλογοσκούφης και πιο πρόσφατα ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ήμουν εκεί και τις πέντε μέρες που διαρκεί η διαδικασία, ακούγοντας, άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο ενδιαφέρον, τις ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων, των υπουργών και των βουλευτών από όλες τις παρατάξεις που εναλλάσσονταν στο βήμα.
        Παρακολούθησα, μάλλον από επαγγελματική... διαστροφή, και τη φετινή συζήτηση του προϋπολογισμού που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα. Ήλπιζα μέσα μου ότι οι ειδικές συνθήκες που -κατά γενική παραδοχή- επικρατούν στη χώρα θα λειτουργούσαν αφυπνιστικά. Και οι ρήτορες θα αναζητούσαν πρωτότυπους τρόπους για να πάρουν θέση απέναντι στην βαθειά κρίση που διέρχεται όχι μόνον η ελληνική οικονομία, αλλά η ίδια η ελληνική κοινωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το πολιτικό σύστημα, το οποίο υποτίθεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντανάκλαση της κοινωνίας.
        Χωρίς καμιά διάθεση για ισοπεδωτική γενίκευση, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν βρήκα καμία πρωτοτυπία. Μπορεί να μην έλειψαν κάποιες λίγες φωτεινές εξαιρέσεις αγορητών που επεχείρησαν να ξεφύγουν από τα τετριμμένα, αλλά τη γενική εντύπωση δεν την άλλαξαν.
        Τα ίδια στερεότυπα. Η ίδια αποστέωση. Ελάχιστη σύνδεση με την πραγματικότητα, την... ουσιαστική πραγματικότητα και όχι την. υστερική που διαμορφώνουν τα πρωινάδικα και τα βραδινά δελτία των (δήθεν) ειδήσεων που θαρρείς πως έχουν βαλθεί να υποκαταστήσουν τους παραδοσιακούς καφενέδες.
        Τα γράφω αυτά καθώς την ειδησεογραφία των ημερών σχεδόν μονοπώλησαν οι εσωκομματικές γκρίνιες στην κυβερνητική παράταξη, ένα από τα πλέον προσφιλή ζητήματα για τη «δημοσιογραφία της ατάκας», στην οποία η οπτικοποίηση των ειδήσεων έχει παρασύρει το σύνολο των μέσων ενημέρωσης.
         Και αισθάνομαι πως αν ήταν στο χέρι μου θα αφιέρωνα αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον ίσο χρόνο, με εκείνο που δόθηκε στο «όχι» που είπε στον προϋπολογισμό ο βουλευτής Πρέβεζας Βαγγέλης Παπαχρήστος, και στο «όχι» που είπε ο απερχόμενος δήμαρχος Πρέβεζας Μιλτιάδης Κλάπας στη... χριστουγεννιάτικη απεργία των οδοκαθαριστών της πόλης του.
        «Δεν θα υποκύψω σε κανέναν εκβιασμό», δήλωσε θαρρετά ο κ. Κλάπας και, την ώρα που άλλοι συνάδελφοί του κρύβονταν, εκείνος απέρριπτε παράλογα αιτήματα των δημοτικών υπαλλήλων που, μεταξύ άλλων, διεκδικούσαν... ελαστικότητα ωραρίου, ώστε να εργάζονται δύο ως διόμισι ώρες την ημέρα, ή χρηματική αποζημίωση για το γάλα που πρέπει να πίνουν, αλλά δεν είναι της αρεσκείας τους.
        Πιο σημαντική από πολλές φλύαρες κοινοβουλευτικές αγορεύσεις θεωρώ, εξάλλου, ότι ήταν η δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία «κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι ο Δήμαρχος, ο οποίος φεύγει, παύει να εκτελεί τα καθήκοντά του, ως έχει υποχρέωση απέναντι στους πολίτες». Όπως και η κατηγορηματική διαβεβαίωσή του ότι «μέχρι την τελευταία μέρα θα εκτελώ τα καθήκοντά μου σαν να είναι η πρώτη που ανέλαβα».
       Η στάση του αποκτά ιδιαίτερη αξία, επειδή δεν χαρακτηρίζει κάποιον. ανάλγητο νεοφιλελεύθερο θιασώτη του «μνημονίου» και των επιταγών της «τρόικας». Για τους μη γνωρίζοντες ο κ. Κλάπας είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και αυτές τις μέρες, κλείνοντας μια επιτυχή οκταετή θητεία στο Δήμο Πρέβεζας, απέρχεται, καθώς δεν θέλησε, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν, να διεκδικήσει το ίδιο ή άλλο αυτοδιοικητικό αξίωμα.
        Γι΄ αυτό και, κατά την ταπεινή μου άποψη, του πρέπει τιμή και δόξα, αφού μόνον πολίτες και πολιτικοί με τόσο υψηλή αίσθηση καθήκοντος μπορεί να μας απαλλάξουν μια ώρα αρχύτερα από τους επαχθείς όρους του μνημονίου.

         *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 28.12.2010)