Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπασταύρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπασταύρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

«Ταμείο» στις 9 Ιουνίου

Πριν από τέσσερις εβδομάδες το -ανά Παρασκευή- κείμενο του υπογράφοντος σε αυτήν εδώ τη στήλη είχε τον τίτλο «Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς».

Αφορμή για τις συγκεκριμένες επισημάνσεις υπήρξε το κλίμα το οποίο επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην ελληνική κοινωνία -να είναι καλά ο μικρός μου φίλος, ο 15χρονος Κωνσταντίνος, που μου έδωσε το έναυσμα- καθώς συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στο οποίο έχασαν τόσο άδικα τις ζωές τους 57 συνάνθρωποί μας.

Μόνον όποιος ήταν κλεισμένος στον δικό του κόσμο ή φορούσε παρωπίδες είχε δυσκολία να αντιληφθεί ότι η κοινή γνώμη τελούσε σε κατάσταση «βρασμού» και, εξαιτίας των όσων είχαν μεσολαβήσει, φαινόταν να είναι ακόμη πιο εξοργισμένη από όσο ήταν τις πρώτες ώρες και μέρες της τραγωδίας. Κυβερνητικά στελέχη, εθελοτυφλώντας, μιλούσαν για «μπαγιάτικο θέμα». 

Ενώ τα γνωστά τρολ του Διαδικτύου ξιφουλκούσαν με φανατισμό εναντίον όσων υποστήριζαν ότι υπάρχουν ερωτήματα τα οποία, καλώς ή κακώς, χρήζουν πειστικών απαντήσεων, οι οποίες δεν δόθηκαν, κυρίως επειδή η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής δεν εκπλήρωσε τον ρόλο της, κατά βάση λόγω της αχαρακτήριστης στάσης που τήρησε η πλειοψηφία των μελών της.

Παρόλο που ήταν περισσότερο από φανερό ότι η συλλογική πληγή της τραγωδίας, όπως την βίωνε η ελληνική κοινωνία, παρέμενε ανοιχτή, οι εργασίες της κοινοβουλευτικής Επιτροπής έκλειναν άρον άρον, ενισχύοντας την εντύπωση για μεθοδευμένη απόπειρα συγκάλυψης και δίνοντας τροφή και επιχειρήματα σε κάθε λογής συνομωσιολόγους.

Εμφορούμενοι προφανώς και από την αλαζονεία του εκλογικού αποτελέσματος της περασμένης χρονιάς, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απαξίωσαν ακόμη και να παραστούν στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής στην οποία τέθηκε προς συζήτηση το «πόρισμα» της Εξεταστικής.

Οι δημοσκοπήσεις των αμέσως επόμενων ημερών δεν μπορούσαν παρά να καταγράψουν την σχεδόν πάνδημη δυσφορία με την οποία «εισέπραττε» η ελληνική κοινωνία τη συμπεριφορά των κυβερνώντων, οι οποίοι, ανεξαρτήτως προθέσεων, έστελναν προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι βασικό μέλημά τους ήταν να επιβληθεί σιωπητήριο στην υπόθεση. 

Οι συγγενείς των θυμάτων, όμως, αλλά και όσοι τους συνέδραμαν -για «συμφεροντολογικούς» και όχι μόνον λόγους-, δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστούν με αυτή τη στόχευση. 

Σε κάθε δημόσια παρουσία της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού, της χαροκαμένης μητέρας που με τόσο γενναία αξιοπρέπεια εκπροσώπησε και τους υπολοίπους συγγενείς, οι άλλοτε απόρθητες γραμμές της επικοινωνιακής άμυνας, που χάρασσε το κυβερνητικό επιτελείο, κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι.

Έτσι, πολύ πριν βρουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αφορμή από το -διόλου «αποκαλυπτικό»- δημοσίευμα του κυριακάτικου Βήματος περί «μονταζιέρας» για να υποβάλλουν την πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, είχε προηγηθεί η έντονη κοινωνική δυσπιστία για το που οδηγούσαν οι χειρισμοί της κυβέρνησης. Δυσπιστία η οποία, ας μην αυταπατώμεθα, ήρθε να προστεθεί σε ένα αρνητικό υπόβαθρο που συνθέτουν και άλλοι παράγοντες. 

Όπως, για παράδειγμα, οι δυσμενείς εξελίξεις στον οικονομικό τομέα με τις οξείες πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες που έλαβε τελευταία η κυβέρνηση χωρίς να επιδιώξει ή να πετύχει την ευρύτερη συναίνεση (καθιέρωση επιστολικής ψήφου, νόμος για τα μη κρατικά ΑΕΙ, κ.ά.).

Αλλά και μετά την υποβολή της αντιπολιτευτικής πρότασης, η αντίκρουση που επιχειρήθηκε με επιστράτευση της επιχειρηματολογίας για «οργανωμένα συμφέροντα που συνασπίζονται με την αντιπολίτευση για να πολεμήσουν την κυβέρνηση», δεν απεδείχθη επιτυχής, παρότι κάποιοι… βιαστικοί προέβλεπαν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα κατέληγε σε «μπούμερανγκ» για την αντιπολίτευση. 

Δεν είναι μόνον ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί κάνουν όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη να αναφωνούν ότι γινόμαστε «στο ίδιο έργο θεατές», ενθυμούμενοι τα αλήστου μνήμης «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και τους αξέχαστους «νταβατζήδες».

Είναι, πολύ περισσότερο, που εξαιτίας αυτού του «ιδεολογήματος», η κυβέρνηση απώλεσε δύο στελέχη της και στενότατους συνεργάτες του πρωθυπουργού, τον Σταύρο Παπασταύρου και τον Γιάννη Μπρατάκο, οι οποίοι παραιτήθηκαν επειδή υπέπεσαν στο ατόπημα (;) να παραστούν σε μια «κοινωνική εκδήλωση», κάτι που, ούτε σε ότι αφορά τους ίδιους, ούτε την πλειονότητα των συναδέλφων τους, είναι κάτι που δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. 

Ας μη γελιόμαστε, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί αυτής αλλά και κάθε άλλης κυβέρνησης δεν είναι κακό να πίνουν ποτά και να καπνίζουν πούρα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Αν αυτό δεν επηρεάζει την πολιτική την οποία ασκούν, οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι επιλήψιμο γεγονός.

Όπως και να έχει και επειδή η πολιτική πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αμέσως μετά την καρατόμηση των δύο συνεργατών του άδραξε την ευκαιρία για να διακηρύξει από το βήμα της Βουλής ότι «δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο». Πρόσθεσε ότι «στο τιμόνι του τόπου θα είναι αυτοί που τους ψηφίζουν οι πολλοί και όχι οι λίγοι ισχυροί». Και κατέληξε λέγοντας ότι «αν κάποιος εκδότης μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά στην πολιτική αρένα ο ίδιος». 

Η αλήθεια είναι ότι σε θεωρητικό επίπεδο δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος με αυτές τις επισημάνσεις. Στην πράξη, όμως;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου οι πολίτες με την ψήφο τους θα δώσουν απαντήσεις και θα γίνει «ταμείο» για όλα: για τα Τέμπη, για την ακρίβεια, για το Κράτος Δικαίου, για την ποιότητα διακυβέρνησης και την αξιοπιστία όλων όσοι διεκδικούν την ψήφο τους. 

Κοντός ψαλμός, λοιπόν!

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Απαιτούνται πολλές συγγνώμες

 

            Οι άνθρωποι γενικώς την έχουμε πολύ δύσκολη τη συγγνώμη. Αν και δεν ζούμε σε έναν κόσμο αλάνθαστων όντων, είναι λίγοι εκείνοι που στην καθημερινή ζωή έχουν τη δύναμη να αναγνωρίσουν λάθη και το θάρρος να ζητήσουν συγγνώμη για λανθασμένες ενέργειες, συμπεριφορές ή εκτιμήσεις. Στην πολιτική τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αφού η αναγνώριση λαθών είναι κάτι πολύ σπάνιο και η έκφραση συγγνώμης αποτελεί είδος σε πλήρη ανεπάρκεια.

            Είναι άκρως χαρακτηριστική η περίπτωση του Σταύρου Παπασταύρου, του συμβούλου του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος έπειτα από δικαστικές περιπέτειες που διήρκεσαν μια ολόκληρη εξαετία απαλλάχθηκε από όσα του είχαν καταμαρτυρήσει οι αντίπαλοι του πολιτικού του προϊσταμένου για παράνομες εμπλοκές στη διαβόητη «λίστα Lagarde» και τα περίφημα «PanamaPapers».

Από το βήμα του πρωθυπουργού, ο Αλέξης Τσίπρας είχε, ως μη όφειλε, υιοθετήσει πλήρως τα καταγγελλόμενα κατά του Παπασταύρου. Φαίνεται, μάλιστα, πως ήταν τόσο πεπεισμένος (;) για την ενοχή του που συγκατένευσε όταν ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης τον προκάλεσε να δεσμευτεί ότι θα ζητήσει συγνώμη εφόσον η δικαστική έρευνα θα κατέρριπτε τις εις βάρος του κατηγορίες.

Εκείνη η ώρα ήρθε τώρα, αφού είναι γνωστή η… ταχύτητα με την οποία κινείται η ελληνική Δικαιοσύνη ακόμη και όταν πρόκειται για μείζονες δικαστικές υποθέσεις με έντονο αντίκτυπο στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο τότε πρωθυπουργός, όμως, αντί της συγγνώμης που είχε υποσχεθεί και την οποία, ούτως ή άλλως, οφείλει γιατί δεν ήταν στα καθήκοντα να αποφαίνεται ποιος είναι ή δεν είναι ένοχος, προτίμησε τη σιωπή.

Κακά τα ψέματα, όμως, η στάση του κ. Τσίπρα δεν εκπλήσσει. Ο Σταύρος Παπασταύρου, άλλωστε, δεν ήταν ο μόνος που στοχοποιήθηκε αδίκως από αξιωματούχους της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το εκδικητικό και αναιτιολόγητο άνοιγμα των λογαριασμών του Κώστα Σημίτη; Ή τον απίστευτο δικαστικό Γολγοθά του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου;

Και τι να ξεχάσουμε από όσα απίθανα σκαρφίστηκαν την προηγούμενη δεκαετία διάφοροι πολιτικοί σαλτιμπάγκοι για να αναρριχηθούν στην εξουσία; Τις πολύχρονες περιπέτειες του Ανδρίκου Παπανδρέου ο οποίος προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν αγόρασε ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) για τη χρεωκοπία της χώρας στην οποία τάχατες ήθελε να οδηγήσει ο αδελφός του; Ή την επιστράτευση κουκουλοφόρων μαρτύρων για τον διασυρμό και την ηθική εξόντωση κορυφαίων προσώπων της «απέναντι πλευράς», όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Παναγιώτης Πικραμένος που βρέθηκαν «στα μανταλάκια» ως δήθεν εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο Novartis πριν να απαλλαγούν πανηγυρικά;

Είναι, λοιπόν, πολλές οι συγγνώμες που θα έπρεπε να ζητήσουν ο Αλέξης Τσίπρας και οι νυν και πρώην συνεργάτες του για τις άκομψες, αντιθεσμικές αλλά και σε πολλές περιπτώσεις παράνομες ενέργειες στις οποίες επιδόθηκαν εναντίον όσων εκείνοι θεωρούσαν ότι αντιστρατεύονταν το πάθος τους για να αποκτήσουν αρχικά και εν συνεχεία για να διατηρήσουν την εξουσία. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι αν, άρχιζαν να ζητούν συγγνώμες, δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν στον Παπασταύρου.

Αν, πάντως, αποφάσιζαν κάποια στιγμή να το κάνουν, θα ήταν ίσως καλύτερο για τους ίδιους τη μεγαλύτερη συγγνώμη να τη ζητήσουν από τον ελληνικό λαό. Και, ακόμη καλύτερα από όσους τους πίστεψαν και έγιναν ψηφοφόροι τους επειδή τους «δηλητηρίαζαν» επί χρόνια. Και το έκαναν χρησιμοποιώντας το άκρως αντιπολιτικό και απολύτως λαϊκίστικο «δηλητήριο» ότι τα προβλήματα της χώρας οφείλονταν αποκλειστικά και μόνον στο γεγονός ότι οι αντίπαλοι τους ήταν διεφθαρμένοι. Οπότε, όλα θα λύνονταν δια μαγείας, αν, κατά την… Πολάκεια έκφραση, «κλείναμε κάποιους στη φυλακή».

Αλλά για να μην τα φορτώνουμε όλα στον Παύλο Πολάκη, προσωπικά δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη που αισθάνθηκα όταν άκουσα τον ανταγωνιστή του στα Χανιά Γιώργο Σταθάκη, ο οποίος ήταν και πανεπιστημιακός δάσκαλος, να απαντά στο ερώτημα «που θα βρει η παράταξή του τα 12 δισ. ευρώ για να εφαρμόσει το περίφημο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» με την παράθεση μιας απλής αριθμητικής πράξης: «Τρεις τέσσερις δώδεκα».

Είχε αμέσως μετά ο ίδιος εξηγήσει, αφήνοντας άφωνους τους συνομιλητές του, ότι υπολόγιζε σε πρόσθετα έσοδα του Δημοσίου τα οποία θα προέχονταν ως εξής: τρία δισ. από τη φοροδιαφυγή, τρία από την πάταξη του λαθρεμπορίου, τρία από τη λίστα «λίστα Lagarde» και άλλα τρία από την εν γένει καταπολέμηση της διαφθοράς. Επρόκειτο, εν ολίγοις, για τη «λογική» του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο» που αποτυπώνεται στη σχετική λαϊκή παροιμία.

«Λογική» την οποία, δυστυχώς, κατάπιαν αμάσητη εκατομμύρια συνέλληνες. Και η οποία, αν θέλετε, ήταν αυτή που έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά από την ενορχήστρωση των συκοφαντικών επιθέσεων κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, αφού έπεισε πολύ κόσμο ότι αρκεί να πεις «όχι» σε ένα ψευτοδημοψήφισμα, σαν αυτό που έγινε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια, για να σε… παρακαλούν οι άλλοι για να σε δανείσουν. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους μας…

Υ.Γ.: Εννοείται ότι αν αθωωθεί ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παπάς που εγκαλείται από τους δικούς του αντιπάλους για παράβαση καθήκοντος, επειδή έκανε όσα έκανε με τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, οι τωρινοί διώκτες του θα πρέπει να εκφράσουν απερίφραστα τη συγγνώμη τους.

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Ανάμεσα σε σκευωρίες και φιάσκο



Στη δεύτερη επέτειο από την αποφράδα ημέρα της ύψιστης πολιτικής αναξιοπρέπειας, όπως έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη η 5η Ιουλίου, την ημερομηνία κατά την οποία διεξήχθη στη χώρα μας το πιο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα στην εγχώρια, αν όχι και στην παγκόσμια, ιστορία, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να πάει στη Βουλή.
Μόνον όμως, που η προσέλευση του κ. Τσίπρα στη Βουλή δεν αφορούσε το δημοψήφισμα και δεν ήταν καθόλου πανηγυρική, όπως θα περίμενε κανείς που πίστεψε πως ίσχυσε έστω και ένα ψήγμα από όλα όσα είχε ο ίδιος διακηρύξει πριν από δύο χρόνια και είχαν εκτινάξει το «Όχι» στην κάλπη και είχαν κάνει τόσο πολύ κόσμο να ξεχυθεί στο Σύνταγμα για να γιορτάσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Ήταν, αντιθέτως, μια έκτακτη πρωθυπουργική επίσκεψη στο Κοινοβούλιο  που στόχο είχε μάλλον να ξεχαστεί η επέτειος και τα όσα ήρθαν με αυτή την αφορμή στην επικαιρότητα για τα επικίνδυνα νομισματικά παιχνίδια της παρέας του ανεκδιήγητου Βαρουφάκη που είναι ακόμη στα πράγματα και εξακολουθούν να ρυθμίζουν τις τύχες της ελληνικής οικονομίας.
Γι΄ αυτό και ο κ. Τσίπρας πήγε εντελώς απροειδοποίητα στη Βουλή για να αξιοποιήσει τη συζήτηση επί του πορίσματος της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που διενήργησε προκαταρκτική εξέταση κατά του πρώην Υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου. Επιτροπή η οποία οδηγήθηκε σε ένα μεγαλοπρεπέστατο φιάσκο αφού την συγκρότησαν προκειμένου να φύγει από τη Δικαιοσύνη η υπόθεση με τις κατηγορίες κατά του υπουργού Εθνικής Άμυνας ώστε να ενεργοποιηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και μήνες αργότερα κατέληξαν στο αυτονόητο: ότι, δηλαδή μόνοι αρμόδιοι για την διερεύνηση και την εκδίκαση είναι οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί.
Αντί, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας να απολογηθεί για το φιάσκο και την πολύμηνη καθυστέρηση που για επικοινωνιακούς λόγους προκάλεσε, πήγε στη Βουλή για να κατηγορήσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη και την επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Φώφη Γεννηματά που για λόγους αυτοσεβασμού δεν παρέστησαν στην κοινοβουλευτική παρωδία η οποία στήθηκε για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης ευτελίζοντας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Οι βουλευτές κλήθηκαν να ψηφίσουν για να επιστραφεί στη Δικαιοσύνη η δικογραφία που μόλις λίγους μήνες πριν είχαν ψηφίσει ότι έπρεπε να πάει στη Βουλή και που, αν κρατούνταν εκεί και δεν επέστρεφε στους φυσικούς δικαστές, τα αδικήματα που βαρύνουν τον κ. Παπαντωνίου θα ήταν, με βάση το άρθρο 86 του Συντάγματος, παραγεγραμμένα!
Δεν είναι, δυστυχώς, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος αποπροσανατολισμός που επιχειρεί ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Μαξίμου. Και όπως φάνηκε από την απίθανη αγόρευση του κ. Τσίπρα αυτή θα είναι η κεντρική γραμμή με την οποία σχεδόν κατ΄  αποκλειστικότητα θα κινείται εφεξής η κυβέρνησης. Για κάθε φιάσκο που θα αντιμετωπίζουν οι προπαγανδιστές του Μαξίμου θα ακολουθεί μια καινούργια σκευωρία.
Ζητούν, για παράδειγμα, συγνώμη τα κυβερνητικά φερέφωνα από τον Σταύρο Παπασταύρου, τον στενό συνεργάτη του Αντώνη Σαμαρά; Ακολουθούν τα ίδια «πιστόλια» με μια εκστρατεία λάσπης μέσω διαδόσεων κατά του Σπύρου Σημίτη, του αδελφού του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Ο τελευταίος φαίνεται να είναι ο εφιάλτης των «ενοίκων» του Μαξίμου, ίσως διότι εκπροσώπησε όταν ήταν στη διακυβέρνηση όλες τις αρχές και τις αξίες που αντιστρατεύονται τον λαϊκίστικο καθεστωτισμό των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Πέφτουν στο κενό οι υπονομευτικές επιθέσεις κατά του Γιάννη Στουρνάρα και του Γκίκα Χαρδούβελη; Απτόητα τα κυβερνητικά χαλκεία κάνουν θόρυβο, δίνοντας διάσταση πολιτικού σκανδάλου στα κονδύλια του ΚΕΕΛΠΝΟ, στις μίζες της Novartis και στα απλήρωτα νοσήλια του Ερρίκος Ντυνάν. Ξεπερνά, άλλωστε, κάθε όριο… Πολακισμού να ακούει κανείς τον πρωθυπουργό, ο οποίος ψευδώς διατείνεται ότι είναι εκείνος που καθιέρωσε τη δωρεάν νοσηλεία για τους ανασφάλιστους, να καταγγέλλει ότι συγγενείς πολιτικών νοσηλευόταν χαριστικά στο νοσοκομείο που ανήκε στον Ερυθρό Σταυρό. Δεν ήταν άραγε ασφαλισμένοι όλοι αυτοί; Προφανώς και ήταν. Αλλά θόρυβος να γίνεται για να έχει να ασχολείται με κάτι η κυβέρνηση. Και να έχει λόγο… να πηγαίνει στο Κοινοβούλιο και ο πρωθυπουργός.
Για όλες αυτές τις υποθέσεις, του ΚΕΛΠΝΟ, της Novartis και του Ερρίκος Ντυνάν ασχολούνται επί μήνες και χρόνια οι δικαστικές αρχές και τα αποτελέσματα των ερευνών τους φαίνεται να είναι πιο πενιχρά ακόμη και από τα ψίχουλα που απέδωσαν οι υπερτιμημένοι υπολογισμοί των κυβερνητικών αξιωματούχων για τις διαβόητες λίστες φοροφυγάδων –Λαγκάρντ, Μπόργιανς, Λιχτενστάιν και πάει λέγοντας- από τις οποίες φαντασιώνονταν ότι θα αποκόμιζαν περισσότερα από την εικονική περιουσία του Αρτέμη Σώρρα.
Παρά, μάλιστα, την ενασχόληση της Δικαιοσύνης με τη διερεύνηση των φουσκωμένων, όπως αποδεικνύεται, σκανδάλων, τίποτε δεν εμπόδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να «σκαρώσει» Εξεταστική Επιτροπή στη Βουλή. Όπως το ίδιο είχαν κάνει προηγουμένως με τα θαλασσοδάνεια των μέσων ενημέρωσης και των κομμάτων, που και εδώ συγκρότησαν Εξεταστική και ας είχε προϋπάρξει δικαστική εμπλοκή. Για να ακολουθήσει η προαναφερθείσα Προανακριτική για τις μίζες των Εξοπλιστικών επί υπουργίας Παπαντωνίου που πηγαινοέρχεται μεταξύ Δικαιοσύνης και Βουλής σε τρόπον ώστε να μπορεί κ. Τσίπρας να κριτικάρει τον «εκσυγχρονισμό» υπολογίζοντας πως από λαθρεπιβάτης μπορεί να γίνει μόνιμος επιβάτης στο όχημα της Κεντροαριστεράς.
Το γελοίο στην όλη ιστορία είναι ότι με την ίδια ακριβώς  επιχειρηματολογία που σε όλες τις άλλες υποθέσεις έγιναν ένα κουβάρι οι έρευνες Βουλής και Δικαιοσύνης, ο κ. Τσίπρας θεωρεί ότι θα κρατήσει στο απυρόβλητο τον κυβερνητικό του εταίρο. Και γι΄ αυτό αρνείται την πρόταση της ΝΔ για Εξεταστική Επιτροπή, επιχειρώντας να εμποδίσει την κοινοβουλευτική διερεύνηση μιας υπόθεσης η οποία, πλέον, με όσα ο ίδιος ο Πάνος Καμμένος παραδέχθηκε για τις ηχογραφημένες συνομιλίες που έχει στην κατοχή του, ξεπερνά σε βαρύτητα τις αθέμιτες επικοινωνίες με τον φερόμενο ως πλοιοκτήτη του ναρκοπλοίου Noor 1, ισοβίτη Μάκη Γιαννουσάκη.
«Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη, διότι αυτό είναι το αίτημα του ελληνικού λαού», υποσχέθηκε, παρά ταύτα, ο κ. Τσίπρας στην ομιλία του στη Βουλή. Μια υπόσχεση που είναι σαφές από όσα είπε για να καλύψει τον κ. Καμμένο –«κάποιος ισοβίτης τηλεφώνησε στον υπουργό Άμυνας και αυτός τού υπέδειξε, για μια πολύ σημαντική υπόθεση, που αφορά εμπορία ναρκωτικών, να πάει στη Δικαιοσύνη»- ότι θα έχει την τύχη με όλες τις προηγούμενες. Και τι θα μείνει από όλα αυτά; Οι σκευωρίες που η μια μετά την άλλη καταλήγουν σε φιάσκο, μολύνοντας την πολιτική και κοινωνική ζωή.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Με ή χωρίς έρπη, η υπογραφή θα πέσει



            Δεν χρειάζεται κανείς να διαθέτει κληρονομικό χάρισμα στη μαντική για να διαγνώσει ότι οδηγούμαστε προς μια νέα βαριά σε περιεχόμενο μέτρων συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές. Όπως επίσης ότι είναι μάλλον αδιάφορο το πως θα ονομαστούν τα υπό αίρεση επιπλέον μέτρα τα οποία φορτωθήκατε ίσως και ως αποτέλεσμα της υποτιθέμενης σκληρής διαπραγμάτευσης.
            Όσοι διαθέτουν κοινό νου και δεν έχουν απωλέσει τη μνήμη τους αντιλαμβάνονται ότι οι ψευτοπαλληκαρισμοί όλου του προηγούμενου διαστήματος αποτελούν τους πλέον αψευδείς μάρτυρες της επερχόμενης υπογραφής που είναι έτοιμη να βάλει φαρδιά πλατιά η κυβερνητική ηγεσία, έστω και αν συνοδευτεί από έναν ενδεχόμενο… έρπη στα χείλη του πιεζόμενου πρωθυπουργού.
            Μαζί, άλλωστε, με τις εχθροπαθείς επιθέσεις που εξαπολύονται τόσο προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης, λες και η στάση τους είναι που οδήγησε στην οκτάμηνη καταστροφική καθυστέρηση της «αξιολόγησης», που μετατίθεται από εβδομάδα σε εβδομάδα, όσο και προς εκείνα τα μέσα ενημέρωσης που επιμένουν, σεβόμενα τον ρόλο τους, να ασκούν το καθήκον της κριτικής, είναι πρόδρομα φαινόμενα που δείχνουν ότι έφθασε η ώρα της συμφωνίας. Και το μόνο που απομένει είναι το τελικό «αμπαλάζ» το οποίο θα δώσει το άλλοθι στους βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να πουν ένα ακόμη “ναι σε όλα”.
            Για τους πλέον «άπιστους Θωμάδες», εξάλλου, που μπορεί να είχαν αμφιβολίες και να επηρεάστηκαν από τη σεναριολογία περί σκέψεων για εκλογές ή δημοψήφισμα, ρίχτηκαν αυτές τις μέρες στην «πιάτσα» και οι απαραίτητες διαρροές περί νέων «θησαυρών» που κρύβονται σε κάποιες από τις αμέτρητες λίστες. Λίστες που, κατά έναν παράδοξο τρόπο, όλες καταλήγουν να έχουν στο τέλος «πρωταγωνιστή» έναν από τους ανθρώπους της προηγούμενης κυβέρνησης και κατά προτίμηση τον «συνήθη ύποπτο» Σταύρο Παπασταύρου που ποιος ξέρει πόσες υπαρκτές ή και ανύπαρκτες «αμαρτίες» του που θα ανακαλύψουν οι «Πουαρό» της κυβέρνησης μέχρι να ληφθούν όλα τα φορομπηχτικά μέτρα που αντί της περικοπής των δαπανών επιμένει να επιλέγει η Αθήνα.
            Με αυτά και με άλλα ανάλογα τερτίπια, πάντως, έχουν γίνει πια τόσο προβλέψιμες οι κινήσεις της παρέας του Μαξίμου που δεν εντυπωσιάζουν κανέναν οι στερεότυποι ισχυρισμοί του τύπου «η αντιπολίτευση συντάσσεται με το ΔΝΤ». Ενώ μάλλον το ίδιο συμβαίνει  με την πληκτική φρασεολογία - κλισέ με την οποία μέμφονται κάθε τρεις και λίγο την... από καιρό «ψυχορραγούσα» διαπλοκή που, παρά ταύτα, οι μονότονες κυβερνητικές ανακοινώσεις την θέλουν να «δίνει τα ρέστα της». Σε βαθμό που ευλόγως να αναρωτιέται κανείς: Πόσα πια μπορεί να είναι αυτά τα... «ρέστα» για τα οποία ακούσαμε τόσες φορές το τελευταίο διάστημα ότι παίχθηκαν από τους ακατονόμαστους της διαπλοκής;
            Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι τόσο η έλλειψη πρωτοτυπίας στην προπαγανδιστική φρασεολογία που χρησιμοποιούν οι κυβερνητικοί επικοινωνιακοί μηχανισμοί, όσο η κοντή μνήμη που είτε έχουν οι ίδιοι οι «ένοικοι» του Μαξίμου είτε θεωρούν ότι διαθέτουν οι πολίτες και κυρίως όσοι εξ αυτών τους ψήφισαν ή τους ανέχτηκαν. Πώς αλλιώς, αλήθεια, μπορεί να εξηγηθούν οι πανηγυρικοί τόνοι με τους οποίους επιχειρούν να περιβάλουν τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με τις οποίες θα είναι υφεσιακή (και) η φετινή χρονιά;
Και επειδή μπορεί να χάθηκε το μέτρημα, είναι καλό να θυμόμαστε ότι αναφερόμαστε στην ένατη, κατά σειράν, χρονιά που η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται,  αν λάβουμε υπόψη ότι το «σπιράλ θανάτου» μέσα στο οποίο εξακολουθούμε να βρισκόμαστε ξεκίνησε το 2008 που ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο αντιστράφηκαν οι επί σειρά ετών θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης που κατέγραφε νωρίτερα η ελληνική οικονομία.
            Το πλέον απίθανο, όμως, στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι ότι εμφανίζουν το -0,3% της μείωσης του ΑΕΠ για το 2016 ως «επιτυχία», επειδή, λέει, σε προηγούμενη έκθεσή της η Κομισιόν την είχε υπολογίσει κατά τι πιο αρνητική (-0,7%). Και θέλουν εξ αυτού του λόγου να τους αναγνωριστεί αυτή η εξέλιξη ως «επίτευγμα δικαίωσης» της ανερμάτιστης πολιτικής του «ό,τι νά ΄ναι» που ακολουθούν.         
Ταυτοχρόνως, ωστόσο, απαιτούν να αγνοηθεί ότι το αντίστοιχο περυσινό διάστημα η ίδια η Κομισιόν, που, σε αντίθεση με το… «επάρατο» ΔΝΤ, μας καλούν να εμπιστευόμαστε, είχε προβλέψει ότι τη χρονιά που τρέχει, όπως και την αμέσως προηγούμενη, όχι μόνον δεν θα είχαμε ύφεση, αλλά αντίθετα η ελληνική οικονομία θα κατέγραφε μια ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά που θα κυμαινόταν σε ποσοστά άνω του 3% ετησίως.
Είναι προφανές ότι όλη αυτή η μηχανή της εξαπάτησης περί της δήθεν διαπραγμάτευσης που συνεχίζεται έχει στηθεί για έναν και μόνο λόγο: για να λειτουργήσει ως προπέτασμα καπνού που θα επιτρέψει στους κυβερνητικούς βουλευτές και να υπερψηφίσουν το βαρύ πακέτο των μέτρων και να μπορούν να πάνε στις επαρχίες τους για να… διεκτραγωδήσουν με πόσο ψυχής το έκαναν.
Για το πρώτο, ότι, δηλαδή, θα ψηφιστούν τα μέτρα, μάλλον δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία. Για το δεύτερο, ότι θα μπορούν να πάνε ανενόχλητοι στα… χωριά τους δύσκολο το βλέπω. Όχι επειδή τους προειδοποίησε προ ημερών ο αγροτοσυνδικαλιστής του ΚΚΕ Βαγγέλης Μπούτας, αλλά κρίνοντας από το κλίμα των πασχαλινών ημερών. Ας μην παραπονιούνται, όμως. Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν εκπαιδευτεί από τους ίδιους να προπηλακίζουν τους πολιτικούς με τους οποίους δεν συμφωνούν, είναι εκείνοι που τους περιμένουν με τις αγριότερες των διαθέσεων. Οπότε…