Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πικραμμένος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πικραμμένος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Απαιτούνται πολλές συγγνώμες

 

            Οι άνθρωποι γενικώς την έχουμε πολύ δύσκολη τη συγγνώμη. Αν και δεν ζούμε σε έναν κόσμο αλάνθαστων όντων, είναι λίγοι εκείνοι που στην καθημερινή ζωή έχουν τη δύναμη να αναγνωρίσουν λάθη και το θάρρος να ζητήσουν συγγνώμη για λανθασμένες ενέργειες, συμπεριφορές ή εκτιμήσεις. Στην πολιτική τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αφού η αναγνώριση λαθών είναι κάτι πολύ σπάνιο και η έκφραση συγγνώμης αποτελεί είδος σε πλήρη ανεπάρκεια.

            Είναι άκρως χαρακτηριστική η περίπτωση του Σταύρου Παπασταύρου, του συμβούλου του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος έπειτα από δικαστικές περιπέτειες που διήρκεσαν μια ολόκληρη εξαετία απαλλάχθηκε από όσα του είχαν καταμαρτυρήσει οι αντίπαλοι του πολιτικού του προϊσταμένου για παράνομες εμπλοκές στη διαβόητη «λίστα Lagarde» και τα περίφημα «PanamaPapers».

Από το βήμα του πρωθυπουργού, ο Αλέξης Τσίπρας είχε, ως μη όφειλε, υιοθετήσει πλήρως τα καταγγελλόμενα κατά του Παπασταύρου. Φαίνεται, μάλιστα, πως ήταν τόσο πεπεισμένος (;) για την ενοχή του που συγκατένευσε όταν ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης τον προκάλεσε να δεσμευτεί ότι θα ζητήσει συγνώμη εφόσον η δικαστική έρευνα θα κατέρριπτε τις εις βάρος του κατηγορίες.

Εκείνη η ώρα ήρθε τώρα, αφού είναι γνωστή η… ταχύτητα με την οποία κινείται η ελληνική Δικαιοσύνη ακόμη και όταν πρόκειται για μείζονες δικαστικές υποθέσεις με έντονο αντίκτυπο στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο τότε πρωθυπουργός, όμως, αντί της συγγνώμης που είχε υποσχεθεί και την οποία, ούτως ή άλλως, οφείλει γιατί δεν ήταν στα καθήκοντα να αποφαίνεται ποιος είναι ή δεν είναι ένοχος, προτίμησε τη σιωπή.

Κακά τα ψέματα, όμως, η στάση του κ. Τσίπρα δεν εκπλήσσει. Ο Σταύρος Παπασταύρου, άλλωστε, δεν ήταν ο μόνος που στοχοποιήθηκε αδίκως από αξιωματούχους της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το εκδικητικό και αναιτιολόγητο άνοιγμα των λογαριασμών του Κώστα Σημίτη; Ή τον απίστευτο δικαστικό Γολγοθά του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου;

Και τι να ξεχάσουμε από όσα απίθανα σκαρφίστηκαν την προηγούμενη δεκαετία διάφοροι πολιτικοί σαλτιμπάγκοι για να αναρριχηθούν στην εξουσία; Τις πολύχρονες περιπέτειες του Ανδρίκου Παπανδρέου ο οποίος προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν αγόρασε ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) για τη χρεωκοπία της χώρας στην οποία τάχατες ήθελε να οδηγήσει ο αδελφός του; Ή την επιστράτευση κουκουλοφόρων μαρτύρων για τον διασυρμό και την ηθική εξόντωση κορυφαίων προσώπων της «απέναντι πλευράς», όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Παναγιώτης Πικραμένος που βρέθηκαν «στα μανταλάκια» ως δήθεν εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο Novartis πριν να απαλλαγούν πανηγυρικά;

Είναι, λοιπόν, πολλές οι συγγνώμες που θα έπρεπε να ζητήσουν ο Αλέξης Τσίπρας και οι νυν και πρώην συνεργάτες του για τις άκομψες, αντιθεσμικές αλλά και σε πολλές περιπτώσεις παράνομες ενέργειες στις οποίες επιδόθηκαν εναντίον όσων εκείνοι θεωρούσαν ότι αντιστρατεύονταν το πάθος τους για να αποκτήσουν αρχικά και εν συνεχεία για να διατηρήσουν την εξουσία. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι αν, άρχιζαν να ζητούν συγγνώμες, δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν στον Παπασταύρου.

Αν, πάντως, αποφάσιζαν κάποια στιγμή να το κάνουν, θα ήταν ίσως καλύτερο για τους ίδιους τη μεγαλύτερη συγγνώμη να τη ζητήσουν από τον ελληνικό λαό. Και, ακόμη καλύτερα από όσους τους πίστεψαν και έγιναν ψηφοφόροι τους επειδή τους «δηλητηρίαζαν» επί χρόνια. Και το έκαναν χρησιμοποιώντας το άκρως αντιπολιτικό και απολύτως λαϊκίστικο «δηλητήριο» ότι τα προβλήματα της χώρας οφείλονταν αποκλειστικά και μόνον στο γεγονός ότι οι αντίπαλοι τους ήταν διεφθαρμένοι. Οπότε, όλα θα λύνονταν δια μαγείας, αν, κατά την… Πολάκεια έκφραση, «κλείναμε κάποιους στη φυλακή».

Αλλά για να μην τα φορτώνουμε όλα στον Παύλο Πολάκη, προσωπικά δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη που αισθάνθηκα όταν άκουσα τον ανταγωνιστή του στα Χανιά Γιώργο Σταθάκη, ο οποίος ήταν και πανεπιστημιακός δάσκαλος, να απαντά στο ερώτημα «που θα βρει η παράταξή του τα 12 δισ. ευρώ για να εφαρμόσει το περίφημο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» με την παράθεση μιας απλής αριθμητικής πράξης: «Τρεις τέσσερις δώδεκα».

Είχε αμέσως μετά ο ίδιος εξηγήσει, αφήνοντας άφωνους τους συνομιλητές του, ότι υπολόγιζε σε πρόσθετα έσοδα του Δημοσίου τα οποία θα προέχονταν ως εξής: τρία δισ. από τη φοροδιαφυγή, τρία από την πάταξη του λαθρεμπορίου, τρία από τη λίστα «λίστα Lagarde» και άλλα τρία από την εν γένει καταπολέμηση της διαφθοράς. Επρόκειτο, εν ολίγοις, για τη «λογική» του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο» που αποτυπώνεται στη σχετική λαϊκή παροιμία.

«Λογική» την οποία, δυστυχώς, κατάπιαν αμάσητη εκατομμύρια συνέλληνες. Και η οποία, αν θέλετε, ήταν αυτή που έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά από την ενορχήστρωση των συκοφαντικών επιθέσεων κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, αφού έπεισε πολύ κόσμο ότι αρκεί να πεις «όχι» σε ένα ψευτοδημοψήφισμα, σαν αυτό που έγινε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια, για να σε… παρακαλούν οι άλλοι για να σε δανείσουν. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους μας…

Υ.Γ.: Εννοείται ότι αν αθωωθεί ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παπάς που εγκαλείται από τους δικούς του αντιπάλους για παράβαση καθήκοντος, επειδή έκανε όσα έκανε με τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, οι τωρινοί διώκτες του θα πρέπει να εκφράσουν απερίφραστα τη συγγνώμη τους.

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου

            Τίποτε καλό δεν προοιωνίζονται τα όσα διημείφθησαν στη συζήτηση της Βουλής για το περιώνυμο σκάνδαλο Novartis. Τόση θρασύτητα, μικρότητα και μισαλλοδοξία, τέτοια κακεντρέχεια, χυδαιότητα και πολιτική εμπάθεια δεν έχει γνωρίσει ο τόπος ούτε στα πιο μαύρα χρόνια του εμφυλιοπολεμικού διχασμού.
Όσο και αν ψάξει κανείς στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας δεν πρόκειται να βρει ανάλογο προηγούμενο. Παρόλο που και άλλες φορές στο παρελθόν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου συγκρούονταν για πραγματικά ή υποτιθέμενα σκάνδαλα, τα οποία σημάδεψαν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, στις σκληρές αντιμαχίες τηρούνταν ορισμένοι στοιχειώδεις κανόνες θεσμικής ευπρέπειας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά, οι υποκλοπές, τα εξοπλιστικά, η πώληση της ΑΓΕΤ Ηρακλής, το Βατοπαίδι, η λίστα Λαγκάρντ και τόσες άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης το ελληνικό Κοινοβούλιο έδωσαν αρκετές αφορμές για σφοδρές αντιπαραθέσεις, όπως και για καταγγελίες περί απόπειρας ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν οξύτατες αντιδικίες τόσο για τον χαρακτήρα του κάθε φορά καταγγελλόμενου σκανδάλου, που οι μεν το ήθελαν να είναι «καραμπινάτο» και οι δε απαντούσαν με καταγγελίες για «σκευωρία», όσο και για την αξιοπιστία των μαρτύρων ή τη βασιμότητα των μαρτυριών στις οποίες στηρίζονταν η εκτόξευση κατηγοριών κατά πολιτικών αντιπάλων.
Τόσο κακότεχνο κατηγορητήριο, ωστόσο, και τέτοια επιλεκτική στοχοποίηση όποιου ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ή ανθίσταται στις καθεστωτικές πρακτικές που αυτή ακολουθεί δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά. Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει τη θλιβερή επιχειρηματολογία με την οποία οι κυβερνώντες έμενε έκπληκτος με το εύρος της στρεψοδικίας με την οποία προσπαθούσαν να δώσουν υπόσταση σε ανυπόστατους ισχυρισμούς που βασίζονται αποκλειστικά και μόνον στις εκτιμήσεις και τις εικασίες ανώνυμων μαρτύρων.
«Αφού δέχεστε», λένε απευθυνόμενοι στην αντιπολίτευση, «ότι η υπόθεση Novartis είναι σκάνδαλο, γιατί μιλάτε για σκευωρία και αρνείστε να κατηγορηθούν ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο, ο Πικραμένος με τον Στουρνάρα, ο Αβραμόπουλος με τον Λοβέρδο και οι υπόλοιποι;». Και δεν μένουν σε αυτό το παιδαριώδες επιχείρημα. Το συμπληρώνουν με μια ακόμη αστειότητα: «Αφού υπάρχει σκάνδαλο γιατί δεν αναλαμβάνετε την πολιτική ευθύνη;».
Μόνον, όμως, που όλα αυτά, τα οποία είναι προφανές ότι απευθύνονται στο θυμικό των πολιτών, δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία που επελέγη από τους κυβερνώντες. Ούτε οι μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν, ούτε η πρόταση κατηγορίας την οποία συνέταξαν, ούτε, πολύ περισσότερο, το σόου με τις δέκα κάλπες που έστησαν δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την απόδοση πολιτικών ευθυνών.
Άλλωστε, τους ιθύνοντες της περιόδου που εκτινάχθηκε στα ύψη η φαρμακευτική δαπάνη, όχι μόνον τους απήλλαξαν από κάθε ευθύνη, αλλά τους επαινούν κιόλας. Ο λόγος φυσικά είναι για τη διακυβέρνηση της περιόδου 2004 -2009 κατά την οποία, κατά γενική πλέον ομολογία, έγινε ο τεράστιος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που οδήγησε στα Μνημόνια.
Και ενώ μένουν στο απυρόβλητο όλοι όσοι δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τιθασεύσουν το σκάνδαλο, μπαίνουν, αντιθέτως, στο στόχαστρο και ζητείται να διωχθούν ποινικά πολλοί από εκείνους που -καλώς ή κακώς- ήταν στις θέσεις ευθύνης τα χρόνια (2010-2015) κατά τα οποία η φαρμακευτική δαπάνη υποχώρησε αισθητά και  βρέθηκε στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Το αποδίδουν στην τρόικα για να μειώσουν τη σημασία του αποτελέσματος. Και, ίσως, για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι σημερινοί κυβερνώντες ανθίσταντο σε όλες τις προσπάθειες περιστολής των δαπανών.
Όπως και να έχει, το μόνο βέβαιο ότι, όπως απέδειξε και η έμπλεη πολιτικής τοξικότητας συζήτηση που έγινε στη Βουλή, η απόφαση για τη σύσταση προανακριτικής Επιτροπής, που βασίζεται αποκλειστικά και μόνον σε ανώνυμες μαρτυρίες, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Η μηχανή που στήθηκε και υπακούει στη λογική «τυλίγω τους αντιπάλους μου σε μια κόλλα χαρτί» μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάξει για την ομαλότητα της πολιτικής ζωής του τόπου.
Σε μια περίοδο κατά την οποία περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια απαιτούνται διαδικασίες διακομματικής συνεννόησης και εθνικής ομοψυχίας για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν τη χειρότερη δυνατή επιλογή: Δίχασαν τον πολιτικό κόσμο, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα υφαρπάσσουν την ψήφο των Ελλήνων στις επόμενες εκλογές.
Ο διχασμός, ωστόσο, που προκάλεσαν είναι τόσο βαθύς που οι συνέπειες του θα είναι παρούσες και μετά τις προσεχείς εκλογές. Πόσω μάλλον που από αυτές, όπως όλα δείχνουν, θα προκύψει μια άλλη -εντελώς διαφορετική από τη σημερινή- κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και τότε το πιθανότερο είναι ότι οι σημερινοί κατήγοροι θα βρεθούν κατηγορούμενοι, διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο της πόλωσης, της οξύτητας και των αχρείαστων εντάσεων. Που κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στην κρίση και την απομακρύνουν μέρα με την ημέρα από όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.