Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Προσφορά και ζήτηση και στις αμοιβές, κύριοι του τουρισμού

Σεμνύνομαι να λέω ότι τα πρώτα ένσημα που έχω «κολλήσει» είναι από την εποχή που ως σπουδαστής εργάστηκα στη διάρκεια της τουριστικής σεζόν σε ένα από τα λίγα νησιά που ζούσαν από τότε χάρις στον τουρισμό.

Και πρέπει νομίζω, να απονείμω εκ των υστέρων εύσημα στον τότε εργοδότη μου ο οποίος, σε μια εποχή που βασίλευε η «μαύρη» εργασία, με ασφάλισε κανονικά, κάτι που τότε -μιλάμε για σαράντα χρόνια πριν- δεν ήταν και το πλέον σύνηθες, ιδίως για νέους που κύριο μέλημα είχαν να συγκεντρώσουν κάποια χρήματα για τα ανάγκες του… φοιτητικού χειμώνα.

Κατέφυγα σε αυτόν τον εξομολογητικό πρόλογο για να μπορέσω να σχολιάσω με την πραότητα της βιωματικής γνώσης τη μίζερη γκρίνια των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στον χώρο του τουρισμού επειδή δεν βρίσκουν το απαραίτητο προσωπικό για να στελεχώσουν τις μονάδες τους στη νέα τουριστική σεζόν που άρχισε και προοιωνίζεται να είναι καλύτερη από εκείνες των προηγούμενων χρόνων. 

Διαμαρτύρονται, λέει, διότι στην τουριστική αγορά υπάρχουν περίπου 50 χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας που δεν καλύπτονται επειδή, σε πείσμα της υψηλής ανεργίας που έχουμε ακόμη στη χώρα, δεν προσέρχονται ενδιαφερόμενοι για να πιάσουν δουλειά και να εξυπηρετήσουν ξενοδοχεία και εστιατόρια στις τουριστικές περιοχές. 

Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα ποιο είναι ακριβώς το αίτημα των εν λόγω επιχειρηματιών ούτε ποιος είναι ο αποδέκτης στον οποίο το απευθύνουν. Η πολιτεία; Η κυβέρνηση; Η κοινωνία; Οι εργαζόμενοι που δεν θέλουν να δουλέψουν; Όλοι αυτοί μαζί; Και τι, άραγε, θα μπορούσε να γίνει για να ικανοποιηθούν; Μήπως να… συλλαμβάνονται όσοι αρνούνται να εργαστούν στις επιχειρήσεις τους όπως γινόταν την περίοδο των φεουδαρχών του Μεσαίωνα ή στα υφαντουργεία του Γιόρκσαϊρ κατά την πρώιμη περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης; 

Μου δημιουργείται, ωστόσο, ότι η αίσθηση ότι η περίοδος της πανδημίας, κατά την οποία έκλεισαν με κρατική εντολή οι περισσότερες επιχειρήσεις, κάποιοι από τους ιδιοκτήτες τους κακόμαθαν εξαιτίας των ενισχύσεων από τον κρατικό κορβανά που αφειδώς τους χορηγήθηκαν. Κακόμαθαν μάλιστα τόσο πολύ ώστε από «πούροι» αντικρατιστές που ήταν ως τότε και δεν έχαναν ευκαιρία να ζητούν από το Κράτος να μένει μακριά από τις επιχειρήσεις τους, τουτέστιν να μην τους επιβάλει φόρους και ούτε να τους ελέγχει αν τηρούν τους νόμους, φαίνεται να μεταμορφώθηκαν σε φανατικούς κρατιστές που τα θέλουν όλα από το Κράτος.

Έτσι, δεν αρκούνται πλέον στην εξεύρεση πελατών από το Κράτος, αφού οι περισσότερες καμπάνιες προσέλκυσης επισκεπτών στη χώρα γίνεται με χρήματα του Δημοσίου, δηλαδή όλων ημών των φορολογουμένων, αλλά απαιτούν να τους βρουν άλλοι φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο να είναι ταυτόχρονα καλά καταρτισμένο και με δεξιότητες αλλά χωρίς απαιτήσεις για κάλυψη των αναγκών του για αξιοπρεπή σίτιση και στέγαση όταν βρίσκεται μακριά από τον μόνιμο τόπο διαμονής του. Οι εικόνες με εργαζομένους σε νησιά με ακριβό τουριστικό προϊόν να μένουν σε τρώγλες δεν τιμούν κανέναν σε αυτή τη χώρα.

Φαίνεται ότι… εθίστηκαν τόσο πολύ στον κρατισμό που αγνοούν τον βασικό μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος που είναι οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης. Ή για την ακρίβεια θέλουν η προσφορά και η ζήτηση να λειτουργεί υπέρ της αύξησης των τιμών στις οποίες χρεώνουν οι ίδιοι τους πελάτες τους για τις υπηρεσίες που παρέχουν, αλλά να μην ισχύει το ίδιο για τις αμοιβές του προσωπικού τους. Να πληρώνουν δηλαδή περισσότερο εκείνους τους υπαλλήλους που είναι περιζήτητοι και με τη δουλειά τους δίνουν προστιθέμενη αξία στις επιχειρήσεις που τους απασχολούν.

Πριν από μερικά χρόνια όταν άρχισαν να εγκαθίστανται στην περίφημη Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνιας οι εταιρίες τεχνολογίας, θέλοντας να προσελκύσουν εργαζόμενους δεν τους πρόσφεραν μόνον ανταγωνιστικούς μισθούς αλλά τους εξασφάλιζαν και μια γκάμα παροχών σε είδος που έφθανε μέχρι την υποχρέωση της εταιρίας να τους πληρώνει το καθαριστήριο των ρούχων τους επειδή μετακόμιζαν μακριά από τις οικογένειες τους. Αλλά και πρόσφατα όταν στη διάρκεια της πανδημίας παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ ότι μεγάλος αριθμός εργαζομένων προτιμούσε να μένουν σπίτι τους από το να πάνε για δουλειά με τις αμοιβές που τους προσφέρονταν, η λύση που βρέθηκε δεν ήταν άλλη από την αύξηση της ωρομίσθιας απασχόλησης.

Οι θεωρίες περί τεμπέληδων υπαλλήλων, οι οποίοι έμαθαν να ζουν με τα επιδόματα και γι΄ αυτό απορρίπτουν τις θέσεις εργασίας που τους προτείνονται, είναι εύκολο να λανσάρονται στα (κανονικά, αλλά και τα σύγχρονα διαδικτυακά) καφενεία, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι για να παραμείνουν καθηλωμένοι οι μισθοί στους εργαζόμενους – γενικώς, αλλά και ειδικώς στον τουριστικό κλάδο που διάγει εποχή άνθησης. 

Είναι πλέον ώρα να αντιστραφεί η τεράστια συμπίεση των μισθών τους, χωρίς ταυτόχρονη μείωση των τιμών στα βασικά είδη, που υπέστησαν οι εργαζόμενοι κατά τη μνημονιακή δεκαετία. Η κυβέρνηση έδειξε τον δρόμο με την πρόσφατη σχετικά φειδωλή αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι επιχειρήσεις και κυρίως αυτές οι οποίες βγήκαν ενισχυμένες από τις συνεχείς κρίσεις των τελευταίων χρόνων είναι ώρα να επιστρέψουν ένα μέρος από τα κέρδη τους στους εργαζομένους που συνέβαλλαν στην αύξησή τους.

Πρωτίστως αυτό ισχύει για τον τουριστικό κλάδο που χωρίς στοιχειωδώς ικανοποιημένο προσωπικό, που να ζει σε συνθήκες αξιοπρέπειας, δεν μπορούν να προσδοκούν ποιοτικό προϊόν που θα τους φέρει αύξηση των πελατών τους.

Καλή Ανάσταση σε όλους!

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

«Μόνον Ντόιτς»!



Με… χαρές και πανηγύρια υποδέχθηκε η κυβέρνηση τα στοιχεία που δείχνουν αξιοσημείωτη άνοδο του τουριστικού ρεύματος κατά το πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς. Δικαιολογημένα, θα μπορούσε να πει κανείς. Κι αυτό καθώς, σε αντίθεση με τον προηγούμενο χρόνο –που και πάλι πανηγύριζαν οι κυβερνητικοί…-  φέτος, εκτός από τον αριθμό όσων επισκέφθηκαν τη χώρα μας, είναι αυξημένα και τα έσοδα από τις τουριστικές αφίξεις.
Ακόμη, ωστόσο, και αν παρακάμψει κανείς το γεγονός ότι ανάλογη εικόνα παρουσιάζει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Νότος , αφού άνοδος του τουρισμού παρατηρήθηκε και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί το κατά πόσο η αυξητική τάση έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Όπως και αν τα αυξημένα έσοδα του τουριστικού κλάδου αρκούν για να δοθεί η αναγκαία ώθηση ώστε να αποκτήσει η ελληνική οικονομία την απαραίτητη αναπτυξιακή δυναμική που θα της επιτρέψει να αφήσει πίσω την πολύχρονη κρίση που την κρατά καθηλωμένη.
Επισκεπτόμενος τις προηγούμενες ημέρες την Θεσπρωτία, ένα νομό που στηρίζεται μεν στον τουρισμό της παράλιας ζώνης, αλλά οικονομικά αιμοδοτείται και από τον πρωτογενή τομέα της ενδοχώρας, όπου δρουν μικρές, στη μεγάλη πλειονότητά τους, κτηνοτροφικές μονάδες, βρέθηκα μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο να μην υπάρχει σε σούπερ μάρκετ της περιοχής ελληνικό κρέας ούτε για… δείγμα.
«Μόνον ντόιτς!», ήταν η απάντηση που με μάλλον ειρωνικό ύφος έδινε στους καταναλωτές ο αρμόδιος υπάλληλος σε ένα από τα καταστήματα αυτής της κατηγορίας, το οποίο –ας μη βιαστεί κάποιος να βγάλει αντίθετα συμπεράσματα…- ανήκει σε εγχώρια αλυσίδα που διαφημίζει τον ελληνικό χαρακτήρα της. Ενώ, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, το ίδιο λίγο ως πολύ συνέβαινε και σε άλλα σούπερ μάρκετ της περιοχής τα οποία διέθεταν κρέατα γερμανικής ή άλλης προέλευσης, αλλά όχι ελληνικά.
Με άλλα λόγια, οι τουρίστες οι οποίοι καταφθάνουν στη χώρα μας καταναλώνουν –εκόντες, άκοντες- εισαγόμενα προϊόντα. Με αποτέλεσμα ένα μέρος από τις δαπάνες που κάνουν κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα να επανεξάγεται άμεσα, αφού η εγχώρια παραγωγή στον αγροτοδιατροφικό τομέα δεν είναι ικανή να καλύψει τις –εγχώριες και μη- ανάγκες.
Για όποιον σκεφθεί ότι το περιγραφόμενο φαινόμενο της κατανάλωσης εισαγόμενου κρέατος σε μια, κατά το μάλλον ή ήττον, κτηνοτροφική περιοχή μπορεί να αποτελεί περιπτωσιολογία ή εξαίρεση, τα στοιχεία για το εμπορικό ισοζύγιο που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ είναι συντριπτικά. Και καταδεικνύουν ότι απέχουν πάρα πολύ από την πραγματικότητα οι εικασίες ότι βρισκόμαστε προ του τερματισμού της κρίσης.
Οι αριθμοί είναι αδυσώπητοι. Και δείχνουν ότι, παρά τη μεγάλη «εσωτερική υποτίμηση» την οποία υπέστησαν τα εισοδήματα και η περιουσία των Ελλήνων την τελευταία επταετία, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, αντί, όπως θα περίμενε κανείς, να περιορίζεται, τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια διευρύνεται.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα επίσημα συγκριτικά στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του έτους, η αξία των εισαγωγών (χωρίς τα πετρελαιοειδή) από 16,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2015, ανέβηκαν στα 17,5 δισ. ευρώ, την ίδια ώρα που οι εξαγωγές από 9,1 δισ. ευρώ μόλις που ανέβηκαν στα 9,7 δισ. Αποτέλεσμα; Το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου από 7,1 δισ. ευρώ που ήταν το 2015, ανέβηκε στα 7,4 το 2016 και στα 7,7 δισ. ευρώ το 2017.
Συνολικά, μάλιστα, μαζί με τους λογαριασμούς των πετρελαιοειδών, το έλλειμμα για το φετινό πρώτο εξάμηνο διαμορφώθηκε στα 11,5 δισ. ευρώ, ποσό που αν αναχθεί σε ετήσια βάση οδηγεί στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα ότι για να επιζήσει η Ελλάδα χρειάζεται ετήσια ενίσχυση από το εξωτερικό που ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ.
Το γεγονός ότι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ήταν υπερδιπλάσιο κατά το παρελθόν –είχε εκτιναχθεί στα 42,5 δισ. ευρώ το 2007 και έφθασε στο ποσό ρεκόρ των 44,3 δισ. ευρώ το 2008- μπορεί για κάποιους να αποτελεί παρηγοριά, σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογία για να συνεχίσουμε να ταΐζουμε τους τουρίστες που μας επισκέπτονται με κρέατα γερμανικής ή άλλης προέλευσης.
Διότι, όπως και να το κάνουμε, μπορεί σε τόσους άλλους τομείς (εργαλεία, μηχανές, αυτοκίνητα, κλπ)  η Γερμανία να διαθέτει το συγκριτικό πλεόνασμα, δεν είναι όμως ανεκτό να συμβαίνει το ίδιο και με την αγροτική παραγωγή.
Γι΄ αυτό και, πολύ περισσότερο, δεν εν μπορεί το συνεχιζόμενο υψηλό εμπορικό μας έλλειμμα να αποτελεί -μια ακόμη…- αφορμή για να… βγάλουμε τα απωθημένα κατά των Γερμανών και του Σόιμπλε ή για να ισχυριστούμε ότι μας κατέστρεψε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, δυστυχώς, εμφανίζεται να πιστεύει η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων αγροτών οι οποίοι επιβιώνουν χάρις στις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Η ίδια, άλλωστε, ΚΑΠ που ισχύει για τους δικούς μας παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, ισχύει και για τους συναδέλφους τους στη Γερμανία και στη Δανία, από όπου επίσης προμηθευόμαστε το μεγαλύτερο μέρος από το χοιρινό κρέας για το… ελληνικό σουβλάκι και τον… ελληνικό γύρο που καταναλώνουμε στα εγχώρια σουβλατζίδικα.
Άρα, κάτι διαφορετικό κάνουν εκεί που δεν το κάνουμε εμείς εδώ. Και, αναμφίβολα, όσο δεν το κάνουμε, όταν πηγαίνουμε στα ελληνικά σούπερ μάρκετ και ζητάμε ντόπιο κρέας, οι υπάλληλοι θα μας λένε: «Μόνον ντόιτς»!

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Η αδημονία επιστροφής και το… «μη χειρότερα»



Κpαθώς μπήκαμε στο τρίτο δεκαήμερο του τρίτου καλοκαιρινού μήνα, σήμανε για τους περισσότερους εκδρομείς του Αυγούστου –και μαζί για τούτη τη στήλη που είχε μια εικοσαήμερη ανάπαυλα- η ώρα της επιστροφής στη ρουτίνα της καθημερινότητας μας, η οποία, όσο δύσκολη και αν προμηνύεται να είναι τον επερχόμενο χειμώνα, ο φόβος του άγνωστου χειρότερου την κάνει να μοιάζει ως πολύτιμη καταφυγή.

Από  όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, φίλοι και γνωστοί εύχονταν να καθυστερήσει όσο γίνεται το τέλος του καλοκαιριού, να παραταθούν οι διακοπές και να μακρύνει ο χρόνος της επανόδου στα “τετριμμένα”. Ταυτόχρονα, η θερινή ανάπαυλα και η συνακόλουθη ραστώνη, το «γέμισμα των μπαταριών», όπως συνηθίζαμε να λέμε (έκφραση που δεν θυμάμαι να την άκουσα πρόσφατα), συνοδευόταν από σχέδια για νέα ξεκινήματα στις σπουδές, στις δουλειές, στις ζωές μας.

 Φέτος για πρώτη φορά αισθάνομαι -και βρήκα και άλλους να συμμερίζονται τούτο το αίσθημα- μια χωρίς προηγούμενο αδημονία να γευθούμε στα γρήγορα τους θερινούς “καρπούς” (ξεκούραση, μπάνια και πανηγύρια) και να επιστρέψουμε άρον – άρον στις “βάσεις” μας. Ευχή και ελπίδα των περισσοτέρων δεν ήταν το σύνηθες «να βρούμε, γυρνώντας πίσω, καλύτερα τα πράγματα», αλλά  το… «μη χειρότερα».

Δεν ξέρω πόσο συνέβαλε σε όλα τούτα η γενικευμένη οικονομική δυσπραγία που αποτυπωνόταν εναργέστατα στις, τηρουμένων των αναλογιών, σφύζουσες από κόσμο, κυρίως τώρα τον Αύγουστο, θεσπρωτικές παραλίες, όπως διαπίστωσα ο ίδιος, αλλά και αλλού, όπως πληροφορήθηκα, με την ταυτόχρονη… αποχή των παραθεριστών από τα τουριστικά καταστήματα, κυρίως εστιατόρια και ταβέρνες, που οι άνθρωποι που τα λειτουργούν ή εργάζονται σε αυτά πέρασαν ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι.

Από τις πολλές συζητήσεις, ωστόσο, που συμμετείχα ή έτυχε να ακούσω, τείνω να πιστέψω πως περισσότερο από το προβληματικό παρόν, εκείνο που βάρυνε τη συμπεριφορά όλων μας το φετεινό καλοκαίρι είναι, καλώς ή κακώς, η πίστη των πλειονότητας των συνελλήνων ότι η κατάσταση δεν βελτιώνεται και «τα χειρότερα είναι ακόμη μπροστά μας».

Άκουσα επανειλημμένα ανθρώπους να λένε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, «ας πάμε και φέτος στο πανηγύρι, γιατί του χρόνου μπορεί να μας το έχουν… κόψει κι αυτό», που μπορεί να μην εδράζεται σε υπαρκτές πραγματικότητες, αλλά είναι άκρως ενδεικτικό για τις απόψεις που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις συμπεριφορές όλων μας.

Δεν είναι μόνον η ατέρμονη συζήτηση για τις επικείμενες νέες περικοπές των κρατικών δαπανών κατά 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ που επιβαρύνει την ατμόσφαιρα και εντείνει τον φόβο και την ανασφάλεια των πολιτών που  δεν ξέρουν τι να πιστέψουν και γιατί να προετοιμαστούν με τόσα καταστροφολογικά σενάρια που κυκλοφορούν και κάνουν τις ζωές τους άνω-κάτω.

Είναι, επιπλέον, τα «βαλτωμένα» έργα που συναντά κανείς παντού, τα άδεια εργοτάξια, οι χέρσοι κάμποι (ακόμη και εκεί που πριν από λίγα χρόνια το δημόσιο ξόδεψε εκατομμύρια εκατομμυρίων για να γίνουν αναδασμοί και να αρδευτούν) που συνιστούν μια συνεχή υπενθύμιση ότι η κρίση όχι μόνον δεν έγινε ευκαιρία, αλλά συνέτεινε στην οικονομική παραλυσία, που, αντί να περιορίζεται, δυστυχώς επεκτείνεται. 

Είναι, πολύ περισσότερο, η γενική αίσθηση ότι για τίποτε και πουθενά δεν υπάρχει οργανωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Μοιάζει πολλές φορές σαν η χώρα ολόκληρη –ηγέτες και πολίτες- να έχουμε πετάξει «λευκή πετσέτα» και να περιμένουμε είτε κάποιοι άλλοι να κάνουν αυτό που συνήθως όλοι συνομολογούμε στις καφενειακές συζητήσεις ότι πρέπει να γίνει, είτε να επέλθει το μοιραίο.

Από την Παιδεία και την Υγεία ως τη λειτουργία του δημοσίου με τα τα φαινόμενα διαφθοράς και την φοροδιαφυγή, ή από το μεταναστευτικό και την παραγωγική υποδομή ως τη γραφειοκρατία και τα εμπόδια στο επιχειρείν , η εντύπωση των πολιτών είναι ότι δεν γίνεται τίποτε ουσιώδες και οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια ελάχιστα έχουν βελτιώσει την κατάσταση, αν δεν την έχουν επιβαρύνει κιόλας σε αρκετές περιπτώσεις.

Γι΄ αυτό, πιστεύω, ότι πρώτιστη υποχρέωση της σημερινής συγκυβέρνησης είναι να μην μείνει στην πεπατημένη των μέτρων περικοπής των εισοδημάτων και των κρατικών δαπανών, αλλά να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο θα συμφωνήσει με τους εταίρους μας και θα παρουσιάσει στους πολίτες με ειλικρίνεια και χωρίς ωραιοποιήσεις, φτιασιδώματα και δεύτερες, εκλογικές ή άλλες, σκέψεις. Χωρίς αυτό, το «μη χειρότερα» θα μας συνοδεύει για πολλούς ακόμη καλοκαίρια.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

«Αύγουστε καλέ μου μήνα, νά ΄σουν δυο φορές το χρόνο…»

         O Αύγουστος υπήρξε ανέκαθεν ο μήνας της ανάπαυλας. Πολύ πριν ο σύγχρονος τρόπος ζωής «επιβάλει» την ανάγκη του παραθερισμού, των διακοπών και της θερινής άδειας, η φύση και για την ακρίβεια ο κύκλος της παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας, με τον θερισμό και το αλώνισμα που είχαν τελειώσει και τη νέα σπορά που έπρεπε να περιμένει τα πρωτοβρόχια, είχε καθιερώσει τον Αύγουστο ως τον μήνα της ξεκούρασης και του γλεντιού.
        Έτσι έφτασε ως τις μέρες μας η παροιμία «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, νά ΄σουν δυο φορές το χρόνο» που εκφράζει και σήμερα τη διάθεση που δημιουργεί στους περισσότερους εξ ημών, αφενός, η προσωρινή αποχή από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, την ίδια ώρα που, αφετέρου, ξαναζωντανεύουν τα έρημα χωριά μας και, κυρίως, τονώνεται η τουριστική «βιομηχανία» που, χωρίς αυτήν, οι ελπίδες για έξοδο από την οικονομική κρίση θα ήταν πολύ λιγότερες.
        Σε πείσμα, πάντως, της κρίσης, με χαρά διαπίστωνε κανείς αυτές τις μέρες, ότι πολύς κόσμος «βγήκε από το καβούκι του» και ξέδωσε, συμμετέχοντας σε κάθε είδους εκδηλώσεις: από ξένοιαστο «αραλίκι» στις παραλίες μας, που, παρότι δεν ήταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, έσφυζαν από ζωή, παραδοσιακά πανηγύρια και ανταμώματα, έως river parties και συναυλίες.
        Ο δεύτερος, ουσιαστικά, χρόνος λειτουργίας της Εγνατίας Οδού, που, ευτυχώς, ακόμη είναι χωρίς διόδια, έφερε και πάλι αυξημένη τουριστική κίνηση από την Βόρεια Ελλάδα στα παράλια της Θεσπρωτίας. Κίνηση που θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, ακόμη και για την ενδοχώρα του νομού, αν είχε ήδη «ανοίξει» το, πιο σημαντικό για μας, «μέτωπο» προς το Νότο, με την ολοκλήρωση τόσο της Ιόνιας Οδού που, δυστυχώς, παραμένει «παγωμένη», όσο και της Αθηνών – Πατρών που προχωράει με ρυθμούς «χελώνας».
        Δεν είναι, όμως, μόνον τα συγκεκριμένα υπερτοπικά μεγάλα έργα, που κρατούν καθηλωμένο τον μικρό μας τόπο, είναι και τα δικά μας τοπικά, με σημαντικότερα την παράκαμψη της Ηγουμενίτσας και τη σύνδεση με το μεθοριακό σταθμό στο Μαυρομάτι, που όσο μένουν στα χαρτιά τόσο θα δυσκολεύεται η ζωή όλων, ντόπιων και επισκεπτών, τουριστών και επιχειρηματιών της περιοχής.
        Τα επισημαίνω όλα αυτά όχι για λόγους μεμψιμοιρίας, ούτε για να χαλάσω την αυγουστιάτικη γιορτινή διάθεση, γκρινιάζοντας γι΄ αυτά που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και για την συνεχιζόμενη, ασυγχώρητη ως ένα μεγάλο βαθμό, καθυστέρηση που παρατηρείται
Αν αναφέρομαι σε αυτά, είναι κυρίως επειδή είμαι πεπεισμένος πως μόνον με την άμεση και ταχύτατη προώθηση των μεγάλων αυτών έργων, όσων τουλάχιστον από αυτά είναι «ώριμα», θα σπάσει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και της ανεργίας που αποτελεί την επιτομή της κρίσης της ελληνικής οικονομίας.
        Μπορεί οι περισσότεροι γύρω μας, μισθωτοί και συνταξιούχοι, να διαμαρτύρονται για τις περικοπές που υπέστησαν, προσωπικά δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι το άγριο πρόσωπο της οικονομικής κρίσης είναι εκείνο που βλέπουν οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται δραματικά από μήνα σε μήνα και η τάση που διαμορφώνεται προοιωνίζεται ένα δύσκολο φθινόπωρο και έναν ακόμη δυσκολότερο χειμώνα.
Χωρίς, λοιπόν, ουσιαστικά μέτρα για την ανάσχεση της ανεργίας, στόχος που μπορεί να επιτευχθεί με ένα συνεκτικό σχέδιο δημιουργίας θέσεων εργασίας, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η κρίση που αντιμετωπίζουμε και η οποία, όπως επανειλημμένως σημειώνω από τούτη τη στήλη, δεν είναι μόνον οικονομική, είναι πρωτίστως κοινωνική.
Όταν ο μη ενεργός πληθυσμός της χώρας είναι μεγαλύτερος από τον ενεργό και όταν σε λίγο, με το τέλος της τουριστικής σεζόν, ο αριθμός των ανέργων θα «σπάσει» το «ψυχολογικό» όριο του ενός εκατομμυρίου, όποιες –αναγκαίες, κατά τ΄ άλλα- αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και να προωθήσει η κυβέρνηση, θα έχει χάσει το μεγάλο παιχνίδι που δεν είναι άλλο από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Και δεν χρειάζεται κανείς να είναι κοινωνιολόγος για να αντιληφθεί ότι η κοινωνική συνοχή είναι όρος απαραίτητος για την πρόοδο και την ανάπτυξη της κοινωνίας.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.