Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τραμπ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τραμπ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Το «χούι», η «ενέργεια» και τα… νεκροταφεία των αναντικατάστατων

«Το χούι της πολιτικής εγκαταλείπει τον πολιτικό έξι μήνες μετά τον θάνατο του…», είναι ένα από τα αποφθέγματα που χρησιμοποιούνται στην εγχώρια δημόσια ζωή για να περιγράψουν την προσκόλληση που επιδεικνύουν πολλοί συνάνθρωποι μας οι οποίοι, γοητευμένοι από την αίσθηση (συχνά και ψευδαίσθηση) εξουσίας που δίνει η ενασχόληση με τα κοινά, δεν πτοούνται από τις αποτυχίες τους, επιμένοντας εφ΄ όρου ζωής να διεκδικούν αξιώματα και κάνοντας το παν για να καταφέρουν να μείνουν προσκολλημένοι ισοβίως στις καρέκλες τους.

Στον αντίποδα αυτής της νοοτροπίας, η οποία -κακά τα ψέματα- δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνον ελληνικό φαινόμενο, ήρθε η γενναία απόφαση της πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν να ανακοινώσει ότι δεν θα ζητήσει την ανανέωση της θητείας της επειδή αισθάνεται ότι δεν διαθέτει τα ανάλογα αποθέματα ενέργειας για εργαστεί με τους ίδιους ρυθμούς για ακόμη τέσσερα χρόνια.

«Είμαι άνθρωπος. Οι πολιτικοί είναι άνθρωποι. Δίνουμε ό,τι μπορούμε για όσο μπορούμε και μετά έρχεται η ώρα», είπε η 42χρονη Άρντερν. «Και για μένα ήρθε η ώρα. Ξέρω τι χρειάζεται αυτή η δουλειά. Και ξέρω ότι δεν έχω πια αρκετή ενέργεια για να αντεπεξέλθω» συμπλήρωσε η Νεοζηλανδή πολιτικός η οποία όταν πριν από τέσσερα χρόνια ανέλαβε τα ηνία της χώρας της ήταν μια από τις νεότερες ηγέτες στον πλανήτη και εξακολουθεί να ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Ορισμένοι έσπευσαν να αποδώσουν την απόσυρση της κ. Άρντερν στις αρνητικές δημοσκοπήσεις για την παράταξη των Εργατικών, της οποίας ηγείται, που βλέπουν το φως ενόψει των επόμενων εκλογών στην απομακρυσμένη αυτή χώρα της Ωκεανίας που είναι προγραμματισμένες για τον προσεχή Οκτώβριο.

Ακόμη και έτσι, όμως, αν είναι, η σημειολογία τόσο της πρωτοβουλίας της όσο και των δηλώσεών της δεν παύει να αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα αυτογνωσίας και εξανθρωπισμού της πολιτικής.

Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου είναι πάμπολλα τα παραδείγματα των πολιτικών οι οποίοι θεωρούν την Πολιτική ισόβιο «επάγγελμα». Και, ως εκ τούτου, μέχρι το βαθύ γήρας δεν εννοούν να παραδώσουν οικειοθελώς τη σκυτάλη ακόμη και όταν είναι πασιφανές ότι έχει εξαντληθεί προ πολλού όχι μόνον η… ενέργειά τους, αλλά και η πίστωση χρόνου που τους έχουν διαθέσει οι πολίτες.

Είναι άκρως χαρακτηριστική η επιμονή του Τζο Μπάιντεν και του Ντόναλντ Τραμπ, που αμφότεροι διάγουν το ύστερο μέρος της όγδοης δεκαετίας της ζωής τους, να αποτελέσουν το δίδυμο των μονομάχων οι οποίοι θα διεκδικήσουν το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ για την περίοδο 2024-2028.

Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δείχνουν να αρκούνται σε όσα -θετικά ή αρνητικά- είχαν να προσφέρουν στην πρώτη θητεία τους.

Ο Αμερικανός νυν Πρόεδρος Μπάιντεν έχει γεννηθεί το 1942 και εξελέγη πρώτη φορά Γερουσιαστής το 1973, δηλαδή επτά χρόνια προτού να έρθει στον κόσμο η υπό παραίτηση Νεοζηλανδή πρωθυπουργός. Αλλά και ο προκάτοχός του, που θέλει να πάρει ρεβάνς και να τον διαδεχθεί στον Λευκό Οίκο, δεν πάει πίσω.

Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ γεννήθηκε το 1946 και, εφόσον (παρ΄ ελπίδα!) πετύχει να επανεκλεγεί, θα μείνει στον Λευκό Οίκο έως ότου θα οδεύει προς τα 83 έτη της ζωής του, σχεδόν τα διπλάσια από τον χρόνο παραίτησης της κ. Άρντερν.

Είναι αλήθεια ότι στην πολιτική και εν γένει στην ενασχόληση με τα κοινά δεν μπορεί να μπαίνει ένα συγκεκριμένο όριο ηλικίας πάνω από το οποίο δεν θα μπορεί κάποιος να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο για να αναλάβει κάποιο αξίωμα.

Από την άλλη, όμως, ισχύει και το «ουδείς αναντικατάστατος». Ή, όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ, ο οποίος διετέλεσε επί δεκαετία Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους».

Η νοοτροπία του αναντικατάστατου, από την οποία εμφορούνται πολλοί άνθρωποι σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι μάλλον εντονότερη στην πολιτική ζωή η οποία αποτελεί έναν κατ΄ εξοχήν χώρο στον οποίο αναζητούν ρόλους ύπαρξης κάθε λογής φιλόδοξοι, ου μην αλλά και ματαιόδοξοι που συμπεριφέρονται ως εάν ο κόσμος ολόκληρος να περιστρέφεται γύρω τους.

Στις εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν σε λίγους μήνες στη χώρα μας, το πιθανότερο είναι ότι μεταξύ των πολιτικών αρχηγών που διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο μόνον ένας θα είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Όλοι οι άλλοι θα έχουν κατά τεκμήριο ηττηθεί αφού δεν θα έχουν ευοδωθεί οι στόχοι τους οποίους έχουν θέσει.

Πόσοι, αλήθεια, εξ αυτών θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Νεοζηλανδής πρωθυπουργού; Το πιθανότερο είναι ότι ουδείς θα κάνει κάτι ανάλογο. Παρόλο που όλοι τους -συμπεριλαμβανομένου του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος σε λίγες μέρες συμπληρώνει τα 44 του- είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία από την Τζασίντα Άρντερν.

Εκτός και αν στην Ελλάδα υπάρχουν και αναντικατάστατοι… εκτός νεκροταφείων.

Λέτε;

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Πέντε μαθήματα από το «κόκκινο κύμα» που κατέληξε… παφλασμός


Με όλες τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις παραδοξότητες που το χαρακτηρίζουν, όπως ο σχεδόν αδιάσπαστος δικομματισμός ή η περιορισμένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία κυρίως των φτωχότερων στρωμάτων, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα διαθέτει πλεονεκτήματα που μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ζηλευτά από πολλές άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Η σταθερότητα, για παράδειγμα, στον χρόνο έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας είναι ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα. Οι κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού είναι από ετών γνωστοί σε όλους και αλλάζουν πάρα πολύ σπάνια, όπως συνέβη πρόσφατα με τα όρια των εκλογικών περιφερειών στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. 

Το σημαντικότερο, όμως, πλεονέκτημα είναι ότι, ακόμη και σε περιόδους ακραίας πολιτικής πόλωσης, όπως αυτή που ζουν τα τελευταία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες, το αμερικανικό εκλογικό σώμα επιλέγει την «εξισορροπητική» ψήφο.

Όταν στον Λευκό Οίκο ο ένοικος είναι από τη μια πολιτική παράταξη, τότε οι ψηφοφόροι φροντίζουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο να την έχουν οι αντίπαλοί του. Ο άτυπος αυτός κανόνας επιβεβαιώθηκε και στις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένη Τρίτης. 

Έτσι, όπως η πλειοψηφία των Δημοκρατικών έκανε δύσκολη τη ζωή του προηγούμενου Ρεπουμπλικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρώντας μάλιστα ακόμη την καθαίρεσή του, τώρα οι ψηφοφόροι έδωσαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, υποχρεώνοντας τον Δημοκρατικό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να συνδιαλλαγεί με τους αντιπάλους του αν θέλει στη διετία που του απομένει στο αξίωμα να κυβερνήσει αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτή χώρα.

Σε πείσμα, όμως, των πρόωρων πανηγυρισμών στους οποίους -με τη συνδρομή και κάποιων δημοσκοπήσεων- επιδόθηκαν τα στελέχη και οι οπαδοί των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι πριν ανοίξουν οι κάλπες έβλεπαν ένα «κόκκινο κύμα» (σ.σ.: από το χρώμα του κόμματός του) να σαρώνει από άκρη σε άκρη τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λαϊκή ψήφος διέψευσε τις προσδοκίες τους. 

Ο έλεγχος του δεύτερου νομοθετικού Σώματος, της Γερουσίας, θα παραμείνει -ευτυχώς για την Ελλάδα!- στην παράταξη των Δημοκρατικών. Και, εξ αυτού, η ανάγκη για αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων στα προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας θα είναι ακόμη πιο επιτακτική.

Πέραν, πάντως, από τα συγκεκριμένα γενικά χαρακτηριστικά που διέπουν το αποτέλεσμα αρκετών εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές, από τις οποίες αναδείχθηκε ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής τάξης, ήταν όμοια -και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- με κάποια προηγούμενη. 

Γι΄ αυτό και τα αποτελέσματά τους, τα οποία (άλλο αυτό αμερικανικό… παράδοξο, δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμη) αξίζουν μια πιο ενδελεχή ματιά για να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία μπορεί να αποτελέσουν μαθήματα που τυγχάνουν γενικότερης εφαρμογής:

Μάθημα πρώτο: Η υπεροπτική προεξόφληση του εκλογικού αποτελέσματος επιφυλάσσει συχνά οδυνηρές εκπλήξεις. Όποιος έχει αντίθετη άποψη ας ανατρέξει τις τελευταίες ομιλίες του Τραμπ και στις χιλιάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το «κόκκινο κύμα» το οποίο κατέληξε ένας απλός… παφλασμός.

Μάθημα δεύτερο: Η βεβαιότητα που ορισμένοι εκφράζουν ότι η κατάσταση της… τσέπης είναι το αποκλειστικό κριτήριο της ψήφου των πολιτών διαψεύστηκε οικτρά. Η ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας από τον «τραμπισμό», όπως και το θέμα των αμβλώσεων, καθόρισε τη συμπεριφορά μιας αξιοσημείωτης μερίδας των προοδευτικών εκλογέων που κινητοποιήθηκαν και πήγαν στην κάλπη.

Μάθημα τρίτο: Οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν πάντα μέσα. Προφανώς δεν είναι «στημένες», όπως τις θέλουν οι απανταχού της γης συνομωσιολόγοι, αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκουν τις τάσεις, αλλά δεν πετυχαίνουν τα εκλογικά αποτελέσματα με χειρουργική ακρίβεια. Βλέπετε οι άνθρωποι δεν έχουν τη συμπεριφορά των μηχανών και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προσομοιάζουν με τις φυσικές.

Μάθημα τέταρτο: Η συζήτηση για τον «τοξικό» Τραμπ που άνοιξε από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ετυμηγορία των Αμερικανών κατέδειξε ότι οι μεγάλες παρατάξεις (και -αν θέλετε- τα συμφέροντα που ταυτίζονται μαζί τους) αποφεύγουν να επενδύσουν σε… «κουτσά άλογα». 

Το σενάριο που ήθελε τον τέως Πρόεδρο να ανακοινώνει μια νέα υποψηφιότητα για το 2024 αποδυναμώθηκε, καθώς μέσα από τις κάλπες ανέτειλαν νέα πολιτικά αστέρια, όπως ο 44χρονος κυβερνήτης στην Πολιτεία της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις. 

Αν όντως επικρατήσει στην κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, που σύντομα θα ξεκινήσει, τότε και η τύχη του ήδη 80χρονου νυν Προέδρου Μπάιντεν είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Δύσκολα θα ανανεώσει τη θητεία του ακόμη και αν λάβει εκ νέου το χρίσμα από τους Δημοκρατικούς.

Μάθημα πέμπτο: Το ελληνικό λόμπι είναι από τους μεγάλους νικητές αυτών των ενδιάμεσων εκλογών, καθώς πέτυχε τους περισσότερους από τους στόχους που είχε θέσει. Με αποκορύφωμα την αποτυχία να εκλεγεί Γερουσιαστής στην Πολιτεία της Πενσυλβάνιας ο διαβόητος τουρκικής καταγωγής τηλεγιατρός και φίλος του Ερντογάν Δρ Μεχμέτ Οζ. 

Η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της Ομογένειας και οι έξυπνες συμμαχίες που συνήψε με άλλα λόμπι και προσωπικότητες από τις δύο παρατάξεις, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει την επιρροή της στα κρίσιμα πόστα εξουσίας της Ουάσιγκτον.

Άλλωστε, ποιος διαφωνεί ότι η εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια διαρκή αναμέτρηση συσχετισμών δύναμης στην άσκηση της εξουσίας;

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Αν δεν πιάσει τόπο το… «GFY», ας δοκιμάσουν κατάρες ή βουντού!

Δεν ξέρω -και ειλικρινά δυσκολεύομαι πολύ να φανταστώ- τι είναι εκείνο που κάνει έναν αυτοαποκαλούμενο αριστερό της εποχής μας να εμφανίζεται διαρκώς ως θυμωμένος και να… αγανακτεί τόσο πολύ ώστε να εξαπολύει χυδαίες ύβρεις κατά των αντιπάλων του.

Η δυσκολία μου γίνεται μεγαλύτερη από το γεγονός ότι, λόγω ηλικίας ή και αναγνώσεων, έχω υπόψη μου αυθεντικούς αριστερούς οι οποίοι ήταν έτοιμοι να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά -και το έβαλαν όταν χρειάστηκε- για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους χωρίς ποτέ να καταφύγουν σε ύβρεις ακόμη και όταν ήταν αντιμέτωποι με σκληρόπετσους στρατοδίκες και αδίστακτους βασανιστές.

Μου είναι αδύνατο να σκεφτώ ότι, για παράδειγμα, ο Πλουμπίδης, ο Μπελογιάννης, ο Αμπατιέλλος, ο Λουλές, ο Κάππος κι τόσοι άλλοι οι οποίοι εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν στα «πέτρινα» μετεμφυλιακά χρόνια θα διανοούνταν να χρησιμοποιήσουν -και μάλιστα στον δημόσιο λόγο τους- το ρήμα «γαμ…» δίπλα στα ονόματα των κυβερνητών της εποχής τους είτε ήταν ο Πλαστήρας, ο Παπάγος ή ο Καραμανλής, που είχαν εκλεγεί από την τότε πλειοψηφία του λαού, είτε επρόκειτο για τους σφετεριστές της εξουσίας όπως ήταν οι δικτάτορες.

Ακόμη και για σε όσους δεν… έβλεπαν φωτοστέφανα γύρω από τις κεφαλές τους, οι αριστεροί των προηγούμενων δεκαετιών ενέπνεαν σεβασμό. Ήταν, στη μεγάλη πλειονότητα τους, άνθρωποι που απέπνεαν ήθος, ανιδιοτέλεια και σοβαρότητα που απείχαν παρασάγγες από την υποκριτική σοβαροφάνεια πολλών από τους τότε κρατούντες. Η κοσμιότητα της συμπεριφοράς τους δεν μείωνε σε τίποτε την αγωνιστικότητά τους. Τουναντίον, μπορεί να ισχυριστεί κανείς.

Η μαχητικότητα και η αγωνιστικότητα που επεδείκνυαν υπήρξαν παροιμιώδεις. Και δεν ήταν μόνον ότι αναγνωρίζονταν από φίλους και αντιπάλους. Ήταν, πολύ περισσότερο, ότι δημιουργούσαν πρότυπα τα οποία ακολουθούσαν αρκετοί από τις νεότερες γενιές ακόμη και όταν το οικογενειακό τους υπόβαθρο κινούνταν σε άλλες κομματικές κατευθύνσεις.

Η εικόνα αυτή άλλαξε άρδην τα τελευταία χρόνια. Αρχής γενομένης από την πρώτη μνημονιακή περίοδο και τις πλατείες των λεγόμενων «Αγανακτισμένων», όπου έγινε ο συμφυρμός με την Ακροδεξιά, οδηγηθήκαμε βαθμιαία σε αυτό που προσφυώς ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε αποκαλέσει «εκτσογλανισμό της πολιτικής ζωής».

Απότοκο, προφανώς, αυτής της κατάστασης είναι το σύνθημα «Μητσοτάκη γαμ…» που άρχισαν, κυρίως μέσα από το Διαδίκτυο, να λανσάρουν ήδη από το περασμένο καλοκαίρι πρόσωπα συνδεδεμένα με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν άργησε να περάσει και στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Στη ΔΕΘ το φώναζαν οι συγκεντρωμένοι έξαλλοι οπαδοί του Κασιδιάρη, ενώ ακούστηκε και στις περισσότερες μαζώξεις των αντιεμβολιαστών.

Το ότι υιοθετήθηκε από αρθρογράφο της «Αυγής», έστω και με την… αγγλική του εκδοχή (το περίφημο «GFY»), αποτέλεσε μια ακόμη… ποιοτική αναβάθμιση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που δεν έτυχε της παραμικρής αποδοκιμασίας από εκείνους που στο παρελθόν διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους ακόμη και για γελοιογραφίες που δεν ήταν της αρεσκείας τους.

Όσο αστείο, πάντως, κι αν είναι να βλέπει κανείς την… αμερικανιά, όπως είναι το «GFY» (Go Fuck Yourself!), διατυπωμένη από τη γραφίδα ενός αμετανόητου… σοβιετόφιλου, το φαινόμενο καθίσταται πολύ σοβαρό αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για αντιγραφή συμπεριφοράς που στις ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει οι ακραίοι «τραμπιστές» που στρέφονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο κατά του Προέδρου Τζο Μπάιντεν.

Το «fuck Joe Biden» αποτελεί το αγαπημένο σύνθημα των οπαδών του ανεκδιήγητου Αμερικανού πρώην Προέδρου. Και αυτός μόνον θα μπορούσε να ήταν ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην το ενστερνίζεται κανείς. Εκτός πια και αν είναι εξίσου αφιονισμένος και διψασμένος για εξουσία όσο και οι θαυμαστές του Ντόναλντ Τραμπ.

Με την τροπή, πάντως, που έχουν πάρει τα πράγματα στη χώρα μας, αν καθυστερήσουν κι άλλο οι εκλογές, ίσως δεν θα αργήσει η ώρα που το «Μητσοτάκη γαμ…» θα ακουστεί και μέσα στη Βουλή. Άλλωστε, τόσο άλλα ακούγονται το τελευταίο διάστημα. Εκτός και αν, με την απελπισία που φαίνεται να επικρατεί σε κάποια έδρανα, εκτιμηθεί ότι, αφού δεν πιάνει τόπο το «GFY», να αρχίσουν να δοκιμάζουν τις… κατάρες ή τα… βουντού ως πλέον αποτελεσματικές μεθόδους για να ανατρέψουν τους δύσκολους συσχετισμούς…

Λέτε να το δούμε μετά το επόμενο… δημοσκοπικό κύμα;

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Μια σύγκριση Ελλάδας - ΗΠΑ ή όταν υπάρχουν και άλλοι… σαν και μας

 

            Περπατώντας αυτές τις μέρες στους δρόμους της Νέας Υόρκης είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την μεγάλη ομοιότητα που παρουσιάζει ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού ανάμεσα στη χώρα μας και στις ΗΠΑ.

            Η αμερικανική μεγαλούπολη, που δικαιολογημένα διεκδικεί τον τίτλο της μητρόπολης του κοσμοπολιτισμού, δείχνει να αφήνει σιγά σιγά πίσω της το βαρύ χτύπημα που δέχτηκε πριν από περίπου έναν χρόνο από το μεγάλο πανδημικό κύμα που στοίχισε τις ζωές σε πολλούς ανθρώπους. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο σε ολόκληρη τη μεγάλη αυτή χώρα, γι΄ αυτό και ο πρόεδρος Μπάιντεν ζήτησε τελεσιγραφικά να εφαρμοστεί υποχρεωτικός εμβολιασμός σε όλη τη χώρα, πριν πάρει την απόφαση να άρει από το Νοέμβριο τους περιορισμούς για να εισέλθει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες με μόνη προϋπόθεση την επίδειξη εμβολιαστικού πιστοποιητικού.   

            Παρότι υπάρχουν ξενοδοχεία και καταστήματα που παραμένουν ακόμη κλειστά, αφού εξακολουθούν να ισχύουν περιορισμοί στην έλευση τουριστών από το εξωτερικό, η ζωή στην πόλη της Νέας Υόρκης δείχνει να είναι προσαρμοσμένη στην μεταπανδημική εποχή. Οι άνθρωποι έχουν στην  πλειονότητά τους συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πρέπει να εμβολιαστούν, όπως επίσης και ότι για κάποιον καιρό ακόμη θα ζουν με περιορισμούς.

Στους δρόμους της πόλης, οι κάτοικοι και οι λιγοστοί επισκέπτες, κυκλοφορούν σχεδόν όλοι με τις μάσκες, χωρίς, ωστόσο, οι περισσότεροι να τις φορούν. Τις έχουν, όμως, μαζί τους διότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση αν θέλουν να μπουν σε οποιονδήποτε κλειστό χώρο, είτε πρόκειται για κατάστημα ή γραφείο, είτε για σχολείο ή εστιατόριο.    

            Βρέθηκα έξω από παιδικούς σταθμούς και είδα με πόση τάξη οι γονείς πήγαιναν τα νήπια τους τα οποία φορούσαν όλα τις μάσκες τους πριν φθάσουν στην πόρτα του σχολείου. Στην είσοδο τα υποδέχονταν οι υπεύθυνοι, τα θερμομετρούσαν και τα οδηγούσαν στις τάξεις τους. Εν ολίγοις όλα κινούνταν σα να μην υπήρχε η παραμικρή ιδιαίτερη κατάσταση. Ούτε φασαρίες, ούτε υστερικές απειλές για μηνύσεις και αυτόφωρα που χρειάζεται να παρέμβουν εισαγγελείς και υπουργοί για να αποκατασταθεί η κοινή λογική.

            Επισκέφθηκα εστιατόρια και η εικόνα ήταν ακριβώς ίδια και στη συμπεριφορά των ενηλίκων, για τους οποίους ισχύει υποχρέωση εμβολιασμού προκειμένου να βρεθούν σε εσωτερικούς χώρους για ποτό ή φαγητό. Με το που μπαίνεις δείχνεις το πιστοποιητικό εμβολιασμού σου σε υπάλληλο που είναι επιτετραμμένος γι΄ αυτό και αφού ελέγξει τα στοιχεία της ταυτότητάς σου, παίρνεις το «ΟΚ» για να πάρεις θέση σε τραπέζι. Κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν φωνάζει και όλα βαίνουν καλώς.

            Δεν ξέρω αν είναι παρήγορο για τη χώρα μας, αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η καλή εικόνα της Νέας Υόρκης δεν είναι αντιπροσωπευτική για το σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση πάνω από το 70% του πληθυσμού της και άρα είναι πολύ κοντά στην επίτευξη τείχους ανοσίας αν υπολογιστεί και ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν νοσήσει.

            Στο σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, τα πράγματα είναι σχεδόν όπως στη χώρα μας. Με βάση τα στοιχεία από την έγκυρη ιστοσελίδα «ourworldindata» στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μια δόση το 62% του πληθυσμού, ποσοστό που για τους πλήρως εμβολιασμένους υποχωρεί στο 58%. Αντιστοίχως, στις ΗΠΑ, όπου πάντως, οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν νωρίτερα, έχει μέχρι τώρα εμβολιαστεί το 63% του πληθυσμού, εκ του οποίου μόνον το 54% είναι πλήρως εμβολιασμένο.

            Το ενδιαφέρον είναι ότι σε πάρα πολλές αμερικανικές Πολιτείες, τα ποσοστά εμβολιασμού είναι κάτω του 50%. Με μια απλή περιήγηση στα επίσημα στοιχεία διαπιστώνει κανείς ότι οι μεσοδυτικές Πολιτείες, που αποτελούν την αποκαλούμενη «βαθιά Αμερική» η οποία στις δύο τελευταίες πανεθνικές κάλπες ψήφισε φανατικά τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι αυτές που παρουσιάζουν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα.

Στον αντίποδα Πολιτείες με παραδοσιακή εκλογική συμπεριφορά υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως η Βοστώνη ή η Καλιφόρνια, η εικόνα προσομοιάζει με εκείνη της Νέας Υόρκης. Σε αδρές γραμμές, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, όπως και στον διαχωρισμό που παρατηρήθηκε στις κάλπες του 2016 και του 2020 για την προεδρική εκλογή στην οποία οι λιγότερο μορφωμένοι και οι περισσότεροι θρησκευόμενοι επέλεγαν Τραμπ και όχι Χίλαρι Κλίντον ή Τζο Μπάιντεν, έτσι και τώρα δείχνουν μεγαλύτερη σπουδή για να εμβολιαστούν όσοι είναι περισσότερο μορφωμένοι και λιγότερο θρησκευόμενοι.

Αν και στη χώρα μας δεν έχουν γίνει αξιόπιστες μετρήσεις σχετικά με το ακριβές profile όσων αρνούνται, διστάζουν ή φοβούνται να εμβολιαστούν, δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να μη βρίσκει ομοιότητες με την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως και εκεί, άλλωστε, έτσι και στα καθ΄ ημάς, το ποσοστό των εμβολιασμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην πρωτεύουσα είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο που συναντάται στην περιφέρεια και κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα.

Χωρίς να αποτελεί γενικό κανόνα και ούτε να λείπουν οι εξαιρέσεις, η αλήθεια είναι ότι και στη χώρα μας όσο πιο πολύ θρησκευόμενος και λιγότερο μορφωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο πιθανό είναι να μην θέλει να εμβολιαστεί. Στην Ελλάδα δεν είναι τόσο εύκολο, όσο στην Αμερική, να γίνει ο διαχωρισμός εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων με βάση τις επιλογές τους στην κάλπη. Αλλά με μια αναζήτηση στον περίγυρό μας βρίσκουμε ότι το… κίνημα των αντιεμβολιαστών είναι μεν πολυσυλλεκτικό, αλλά τροφοδοτείται από τα άκρα του πολιτικού άξονα, έχοντας εντονότερη –αλλά όχι αποκλειστικά- την ακροδεξιά προέλευση.

Καλόν είναι να τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν, πολύ περισσότερο που, εφόσον στηθούν οι επόμενες κάλπες πριν από το οριστικό τέλος της πανδημίας, θα έχει ενδιαφέρον πως θα συμπεριφερθούν στην κάλπη όλοι αυτοί οι αρνητές των εμβολιασμών. Οι οποίοι –τι παράδοξο αλήθεια;- είναι οι ίδιοι που νωρίτερα αμφισβητούσαν την πανδημία και μάχονταν το lockdown και τις μάσκες.

Για να μην αισθανόμαστε, πάντως, «έθνος ανάδελφον», πρέπει να ξέρουμε ότι τα ίδια πιστεύουν σχεδόν αντίστοιχα ποσοστά και στην πατρίδα του… Μπιλ Γκέιτς. Αν αυτό, ωστόσο, αποτελεί παρηγοριά, είναι άλλη μεγάλη κουβέντα….       

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Όταν ο Μπάιντεν μιλάει για… Νεάντερταλ, εμείς τι να πούμε;

 

Σε… «λογική του Νεάντερταλ» απέδωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν την απόφαση που έλαβαν οι κυβερνήτες δύο Πολιτειών του αμερικανικού Νότου να καταργήσουν την υποχρέωση των πολιτών τους να φορούν μάσκες όταν κυκλοφορούν δημοσίως.

Δεν εκπλήσσεται μάλλον κανείς από τη διαπίστωση ότι οι περί ων ο λόγος κυβερνήτες του Τέξας και του Μισισιπή εκλέχθηκαν στους θώκους τους με τη σημαία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ούτε προφανώς από το γεγονός ότι στις προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου οι Πολιτείες τους έδωσαν άνετη πλειοψηφία στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θρηνούν τον τελευταίο χρόνο πάνω από 511.000 θύματα του κορωνοϊού και παρότι έχουν ήδη χορηγηθεί περισσότερες από 100 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, τα κρούσματα σε καθημερινή βάση εξακολουθούν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, φθάνοντας κοντά στις 50 χιλιάδες.

Για τους υποστηρικτές του Τραμπ, όμως, φαίνεται ότι αυτά είναι… λεπτομέρειες. Και γι΄ αυτό δεν αρκούνται μόνον στα μάλλον βεβιασμένα ανοίγματα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, σπεύδουν να καταργήσουν και τη χρήση της μάσκας, κάτι που, δεδομένων των επιδημιολογικών συνθηκών, μόνον ως προϊόν ιδεοληπτικής εμμονής ή σε λαϊκίστικης προσέγγισης μπορεί να ερμηνευθεί.

Ο Τζο Μπάιντεν κινείται στον αντίποδα. «Είναι κρίσιμο, κρίσιμο, κρίσιμο, να ακούτε την επιστήμη: πλένετε τα χέρια σας, με ζεστό νερό, συχνά», είπε απευθυνόμενος στους πολίτες των συγκεκριμένων Πολιτειών και κατ΄ επέκταση σε όλους τους Αμερικανούς. «Φοράτε μάσκα και τηρείτε τις αποστάσεις», συμπλήρωσε για να καταλήξει: «Το ξέρω ότι το ξέρετε. Θα ήθελα να το ξέρουν και κάποιοι από τους εκλεγμένους αξιωματούχους μας».

Δεν θα είναι υπερβολή να υποστηρίξει κάποιος ότι στις τόσο απλοϊκές, τουλάχιστον από μια πρώτη ανάγνωση, προτροπές του Αμερικανού Προέδρου συμπυκνώνεται η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την πρόοδο από την συντήρηση, η γραμμή που χωρίζει τη λογική από την παράνοια και την πίστη στην επιστήμη από την προσκόλληση στον τσαρλατανισμό.

Κρίνοντας και εξ ιδίων, είναι προφανές ότι η παρατεταμένη περίοδος των περιορισμών έχει προκαλέσει μεγάλη κόπωση στους πολίτες ολόκληρης της υφηλίου. Κανείς δεν είναι ικανοποιημένος από αυτό που δώδεκα μήνες τώρα συμβαίνει και στη χώρα μας. Όλοι μας έχουμε κουραστεί με τις πρωτοφανείς συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης που βιώνουμε, με τις μάσκες που πρέπει να φοράμε και με τις κεραίες μας που πρέπει να τις έχουμε συνεχώς ανοικτές για να μην πλησιάσουμε κανέναν και μη μας πλησιάσει κανείς.

Τα ερωτήματα, ωστόσο, που ανακύπτουν για κάθε εχέφρονα άνθρωπο είναι τα εξής: Ποια είναι η εναλλακτική μας; Ακόμη και αν οι αρμόδιες αρχές και η κυβέρνηση δεν τα έχουν κάνει όλα καλά –που δεν τα έχουν κάνει!- δικαιολογείται οποιοσδήποτε να μην τηρεί τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και να μην φορά σωστά τη μάσκα του; Συνιστά η αδιαμφισβήτητη κούραση όλων μας επαρκή λόγο για να διοργανώνονται κορωνοπάρτι ή να γίνονται διαδηλώσεις χωρίς τη στοιχειώδη τήρηση αποστάσεων;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετά από τα μέτρα που λαμβάνονται δεν διεκδικούν τον χαρακτηρισμό «έξυπνα». Ακόμη, όμως, και αν καλοπροαίρετα συμφωνήσει κανείς με εκείνους που τα χαρακτηρίζουν «χαζά», δύσκολα θα αρνηθεί ότι είναι περισσότερο… χαζή η τάχατες εξυπναδίστικη κριτική την οποία δέχονται.

Από τον πρόσφατο ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο «δεν μπορεί ο κορωνοϊός να κολλάει μόνον σε όσους απομακρύνονται περισσότερο από δύο χιλιόμετρα από το σπίτι τους», τα παραδείγματα ανείπωτης βλακείας που μπορεί να παρατεθούν είναι πολλά. Με κορυφαίο ίσως το δήθεν «επιχείρημα» σύμφωνα με το οποίο «αφού όχι μόνον δεν εξαλείφθηκαν τα κρούσματα, αλλά παραμένουν πολλά, το lockdown απέτυχε και άρα δεν έχει νόημα να συνεχίζεται».

Υπάρχουν, δυστυχώς, γύρω μας ευάριθμοι συμπολίτες μας οι οποίοι δυσκολεύονται να διακρίνουν το αίτιο από το αιτιατό μιας πράξης ή ενός φαινομένου. Δεν είναι λίγοι για παράδειγμα εκείνοι που όταν βλέπουν τροχονόμο σε μια διασταύρωση που υπάρχει μποτιλιάρισμα οχημάτων, εξάγουν το συμπέρασμα ότι η παρουσία του εκεί προκάλεσε το πρόβλημα και όχι το αντίθετο, ότι δηλαδή ο τροχονόμος βρέθηκε εκεί επειδή υπήρχε πρόβλημα.

Για πολλά χρόνια η Ελλάδα αδυνατούσε να βρει βηματισμό εξόδου από την οικονομική κρίση επειδή η πλειονότητα των Ελλήνων είχε πειστεί ότι το Μνημόνιο ήταν εκείνο που έφερε την πτώχευση και όχι το αντίθετο. Ότι, δηλαδή, εξαιτίας της πτώχευσης που προηγήθηκε η χώρα δεν είχε, όπως αποδείχθηκε και από τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν την ίδια πολιτική, άλλη σανίδα σωτηρίας από την ένταξή της στα Μνημόνια που ήταν η μόνη οδός για την εξασφάλιση της αναγκαίας χρηματοδότησης.

Όποιος δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι το όριο των δύο χιλιομέτρων ή η απαγόρευση μετακίνησης με αυτοκίνητο για λόγους σωματικής άσκησης είναι μέτρα που στοχεύουν στον περιορισμό του συνωστισμού σε χώρους που γίνονται μαζικές συναθροίσεις, είναι αδύνατο να σκεφθεί σε τι κατάσταση θα ήμασταν αν δεν είχαν κηρυχθεί τα lockdown.

Με παρόμοιο σκεπτικό, άλλωστε, οι κυβερνήτες του Τέξας και του Μισισιπή κατήργησαν την υποχρεωτικότητα της μάσκας, υποχρεώνοντας τον Πρόεδρο Μπάιντεν να τους καταμαρτυρήσει… «λογική του Νεάντερταλ». Εμείς, η σιωπηλή πλειοψηφία που επιμένουμε να τηρούμε όσο μπορούμε τα μέτρα, για τους «δικούς μας» διαμαρτυρόμενους τι μπορούμε, άραγε, να πούμε;

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Δικαιολογεί κωδωνοκρουσίες η αλλαγή στον Λευκό Οίκο;

«Χρειάζεται να γνωρίσεις τα χειρότερα για να εκτιμήσεις πόσο καλά ήταν αυτά που είχες», λέει μια γνωστή λαϊκή ρήση που ταιριάζει απόλυτα με τα αισθήματα της τεράστιας ανακούφισης που όλα δείχνουν ότι προκάλεσε σε κάθε γωνιά του πλανήτη η πρόσφατη αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Δεν είναι υπερβολή να επισημάνει κάποιος ότι η πραγματικότητα την οποία βιώσαμε κατά την τετραετία που διήρκεσε ο καταστροφικός για πολλούς τομείς της παγκόσμιας ζωής τυφώνας που άκουγε στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ μετέτρεψε σε ζητούμενα πολλά από τα δεδομένα της μεταπολιτικής περιόδου.

Γι΄ αυτό και έπειτα από όλα αυτά κάποιες αυτονόητες διαπιστώσεις που κάνει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, όπως, για παράδειγμα, ότι η Δημοκρατία «είναι πολύτιμη» και «εύθραυστη» μοιάζουν με βάλσαμο στις μεγάλες πληγές που άνοιξε ο προκάτοχός του με αποκορύφωμα την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος και την άφρονα κινητοποίηση του όχλου των υποστηρικτών του που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο.

Οι αλλοπρόσαλλες αποφάσεις του τέως «πλανητάρχη», οι ανερμάτιστες συμμαχίες του με τους πιο αμφιλεγόμενους ηγέτες και ηγετίσκους της διεθνούς σκηνής, όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που είχε προνομιακή πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, η αποθέωση του λαϊκισμού, ο ακατάσχετος ρατσισμός και η συνεχής αντιστροφή της πραγματικότητας υπήρξαν φαινόμενα χωρίς προηγούμενο. Και δημιούργησαν καταστάσεις οι οποίες δίχασαν βαθιά την αμερικανική κοινωνία, βρήκαν μιμητές και σε άλλα σημεία του πλανήτη και έθεσαν συχνά σε μεγάλη δοκιμασία την παγκόσμια σταθερότητα.

Οι οπαδοί του απελθόντος Αμερικανού Πρόεδρου ισχυρίζονται –άλλοι προσχηματικά και άλλοι αφελώς- ότι επί της θητείας του δεν έγιναν νέοι πόλεμοι και αυτός υποτίθεται πως είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ δήθεν στοχοποιήθηκε από τις… συστημικές δυνάμεις. Παραβλέπουν, όμως, ότι ο ίδιος πρωταγωνίστησε σε κινήσεις και ανέλαβε πρωτοβουλίες που οι συνέπειες τους ήταν κατά πολύ χειρότερες από τη συμμετοχή σε πολεμικές συρράξεις της πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμης.

Μόνο και μόνο η αποχώρηση της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη αρχικώς από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και πιο πρόσφατα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, εν μέσω της μεγαλύτερης πανδημίας του τελευταίου αιώνα, υπήρξαν δύο άκρως χαρακτηριστικές πράξεις στις οποίες μόνον ένας παράφρων ηγέτης θα μπορούσε να είχε προχωρήσει. Άλλωστε, τα 400 χιλιάδες θύματα του κορωνοϊού που θρηνούν ως τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον υψηλότερο αριθμό νεκρών από οποιαδήποτε άλλη αιτία που είχαν από την ίδρυσή τους.

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, διότι, ανεξαρτήτως ιδεολογικών προσεγγίσεων, μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αναγνωρίζει ότι, κατά την τετραετία Τραμπ, οι ΗΠΑ από ηγέτιδα δύναμη παγκοσμίως κινδύνευσαν να μετατραπούν σε μια απομονωμένη χώρα που επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο μόνον όταν επιβαλλόταν από τα συμφέροντα της οικογένειας του ίδιου του Προέδρου και ενός στενού πυρήνα υποστηρικτών του. Τα αλισβερίσια ανάμεσα στους γαμπρούς του πλανητάρχη και του νεοσουλτάνου της Άγκυρας λένε πολλά.

Δεν υπάρχει, εξάλλου, αμφιβολία ότι η οικονομική άνθηση που γνώρισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας ήταν πρόσκαιρη, καθώς δεν χρειάζεται να έχει κανείς εξειδικευμένες γνώσεις στα οικονομικά για να αντιληφθεί ότι ο απομονωτισμός μακροπρόθεσμα βλάπτει συνολικά το παγκόσμιο εμπόριο και άρα μειώνει την παραγωγή αγαθών και περιορίζει την προσφορά υπηρεσιών με τελικό αποτέλεσμα οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι.

Το 1976, όταν εξελέγη 39ος Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Δημοκρατικός Τζίμυ Κάρτερ, στην Ελλάδα και κυρίως στην Κύπρο ξέσπασαν πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, καθώς η πρόσφατη τότε τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο που έγινε επί των ημερών της ρεπουμπλικανικής διοίκησης των Νίξον και Φορντ είχε δημιουργήσει προσδοκίες ότι η δυτική υπερδύναμη θα πρωταγωνιστούσε στις προσπάθειες για την έξωση των κατοχικών δυνάμεων του Αττίλα από το νησί.

Οι κωδωνοκρουσίες για την εκλογή του Κάρτερ απεδείχθησαν, εν τέλει, υπερβολικές, καθώς, ως γνωστόν, ο Αττίλας είναι ακόμη στην Κύπρο. Και είναι αλήθεια ότι έκτοτε οι Έλληνες δεν παρασυρθήκαμε σε ανάλογες αυθόρμητες εκδηλώσεις σε καμία από τις επόμενες κούρσες για την αμερικανική προεδρία. Συνηθίσαμε να κρατάμε μικρό καλάθι έπειτα από κάθε εναλλαγή στον Λευκό Οίκο. Και μάλλον πολύ καλά κάναμε!

Υπό αυτή την έννοια, ίσως η ανάληψη των καθηκόντων από τον 46ο Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να μην αποτελεί σοβαρό λόγο για να τρέξουμε να χτυπήσουμε τις καμπάνες, είναι όμως σίγουρα αφορμή για να ανασάνουμε βαθιά και να χαρούμε που επέστρεψαν η λογική και η κανονικότητα στην παγκόσμια πολιτική πραγματικότητα.

Διότι, όπως και να το κάνουμε, τα τραυματικά βιώματα που άφησαν πίσω τους ο Τραμπ και ο «τραμπισμός» κάνουν εκ προοιμίου συμπαθέστατο τον Μπάιντεν. Και δίχως αμφιβολία δημιουργούν βάσιμες προσδοκίες ότι ο κόσμος μας μπορεί να γίνει –λίγο, έστω- καλύτερος.