Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συσσίτια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συσσίτια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Όταν ταΐζει τους πεινώντες και τους ανέστιους ένας εθισμένος στον τζόγο, τότε κάτι πάει πολύ λάθος

            Ένα από τα βασικά κριτήρια από τα οποία χαρακτηρίζεται μια σύγχρονη κοινωνία είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η αλληλεγγύη της προς τα πλέον αδύναμα μέλη της. Η αρωγή και η συμπαράσταση, που βρίσκουν οι ασθενείς, οι ανήμποροι, οι ανέστιοι και εν γένει όλοι όσοι για πολλούς και διάφορους λόγους δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για να έχουν μια ανεκτή ζωή, υπήρξαν ανέκαθεν οι απόλυτοι δείκτες με τους οποίους μετρούνται ουσιαστικά ο σεβασμός στη διαφορετικότητα και η συμπεριληπτικότητα που επιδεικνύει κάθε κοινωνικό σύνολο.

            Παραδοσιακά, τα πρωταρχικά κύτταρα αλληλεγγύης ήταν η οικογένεια και οι κοινότητες που συγκροτούσε το ανθρώπινο είδος για να αντιμετωπίσει συλλογικά τους κινδύνους που ελλόχευαν από τις δυσκολίες που επεφύλασσε η ζωή. Στην πορεία του χρόνου, όμως, και, πολύ περισσότερο στις μέρες μας, οι οικογενειακοί και οι κοινοτικοί θεσμοί οργάνωσης αποδεικνύονται ολοένα και πιο ανεπαρκείς να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τον ρόλο της αλληλεγγύης. Οι παραδοσιακοί δεσμοί χαλάρωσαν, οι μοναχικοί άνθρωποι αυξήθηκαν και οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος τους Κράτους στην προάσπιση του δικαιώματος κάθε προσώπου να αναπτύσσει την προσωπικότητά του χωρίς οικονομικούς και άλλους περιορισμούς κατέστη κυρίαρχος. Δεν είναι τυχαίο ότι το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα κάνει ειδική μνεία σε αυτή την υποχρέωση, αναφέροντας στο άρθρο 25, ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους» και «όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους». 

«Tο Kράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», καταλήγει το ίδιο άρθρο του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό Κράτος αποποιείται ένα μέρος της ευθύνης του, μεταφέροντάς την στους πολίτες. Η συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση, όμως, είναι τόσο… ευρύχωρη που αφήνει περιθώρια για κάθε είδους ερμηνείες, ενδεχομένως και αρρυθμίες. Κακά τα ψέματα, η λεγόμενη φιλανθρωπία, εντός ή εκτός εισαγωγικών, έγινε πολλές φορές αφορμή για την επίδειξη πλουτισμού ή -γιατί όχι;- και για τον πλουτισμό ανθρώπων που επιδόθηκαν σε αυτήν.

Προϊόντος του χρόνου, ο εθελοντισμός και η κοινωφελής προσφορά πήραν τη μορφή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, των  γνωστών και αμφιλεγόμενων Μ.Κ.Ο., που σε θεωρητικό επίπεδο ήταν Οργανώσεις Κοινωνίας Πολιτών, Ο.ΚΟΙ.Π., όπως χαρακτηρίστηκαν σε μια πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης. Αν και από την εγχώρια αλλά και τη διεθνή νομοθεσία ορίζεται ότι για την αναγνώριση οργανώσεων αυτού του είδους απαιτείται να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, στην πράξη, ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν εφαρμόστηκε.

Η υπόθεση που έφερε πρόσφατα στο φως το «Πρώτο Θέμα» με τη λεγόμενη «Κοινωνική Κουζίνα» η οποία έγινε διάσημη με την επωνυμία «Ο άλλος άνθρωπος», είναι άκρως αποκαλυπτική. Ο ιδρυτής της, ένας συνάνθρωπος μας με προφανή εθισμό στον τζόγο, που αποτελεί αναγνωρισμένη ψυχική νόσο, ανέλαβε αυτοβούλως την πρωτοβουλία να διανέμει φαγητό σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν ανάγκη, την οποία καμία άλλη δομή -του Κράτους ή της κοινωνίας των πολιτών- δεν κάλυπτε. 

Το εκ πρώτης άποψης «θεάρεστο» έργο του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου βρήκε τεράστια ανταπόκριση, καθώς εκατοντάδες -ή ίσως και χιλιάδες- άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στις καμπάνιες τις οποίες έκανε μέσω του Διαδικτύου για τη συλλογή χρημάτων και ειδών για την παρασκευή γευμάτων ή για να εργαστούν δίπλα του ως εθελοντές. Τα συσσίτια που διοργάνωνε ο ιθύνων νους της «Κοινωνικής Κουζίνας» έγιναν δημοφιλή στα μέσα ενημέρωσης και τα πλαισίωσαν πολιτικοί και άλλοι παράγοντες της δημόσιας ζωής.

Δημοσιογράφος που είχε συμβάλει με πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα στην προβολή της «Κοινωνικής Κουζίνας, εκμυστηρευόταν αυτές τις μέρες στον γράφοντα ότι δεν «έπεσε από τα σύννεφα» με τις πρόσφατες αποκαλύψεις. «Κάτι δεν μου πήγαινε καλά με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά ήταν τέτοια η υποστήριξη την οποία τύγχανε που δεν μπορούσα να αμφισβητήσω το… φωτοστέφανο που του είχε απονεμηθεί από τους επώνυμους που ήταν γύρω του αλλά και από εκείνους τους ανέστιους και πραγματικά πεινώντες που σε δύσκολες στιγμές εύρισκαν ένα πιάτο φαγητό το οποίο ουδείς άλλος τους εξασφάλιζε», ήταν η περιγραφή που μου έδωσε για την εμπειρία που απεκόμισε.

Δυστυχώς το Κράτος, όχι μόνον με την περίπτωση της «Κοινωνικής Κουζίνας», αλλά και με την «Κιβωτό του Κόσμου» του πατρός Αντωνίου Παπανικολάου ή με το «Χαμόγελο του Παιδιού» του Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου, και άλλες αντίστοιχες οργανώσεις, βολεύεται με το «outsourcing» των υποχρεώσεων του να φροντίζει τους πολίτες που βρίσκονται σε ανάγκη. Με αποτέλεσμα κανείς λειτουργός του να μην αναρωτιέται το στοιχειώδες που είναι αν τηρούνται οι νόμοι και οι κανόνες της ελληνικής Πολιτείας οι οποίοι ορίζουν όλα όσα αφορούν τη συγκέντρωση χρημάτων μέσω εράνων ή τους ισχύοντες όρους της φορολογικής, εργατικής και λοιπής νομοθεσίας.

Ο ιδρυτής της «Κοινωνικής Κουζίνας» επιχειρηματολογεί υποστηρίζοντας ότι δεν είχε τίποτε απολύτως στο όνομά του, ούτε ακίνητο, ούτε τραπεζικό λογαριασμό ούτε όχημα, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί το «άλλοθι» του. Δεν διανοείται, επειδή, προτού να πιαστεί στην τσιμπίδα της Αρχής για το Ξέπλυμα Χρήματος, κανείς δεν του το κατέστησε σαφές, ότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ότι, δηλαδή, δρούσε για πάνω από μια δεκαετία χωρίς να τηρεί τους κανόνες που επιβάλλεται να ισχύουν για έναν οργανισμό που έχει, κατά τους ισχυρισμούς του, μοιράσει εκατομμύρια μερίδες φαγητού.

Ο εθισμός στα τυχερά παιχνίδια τον οποίο φαίνεται να είχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος, σύμφωνα με όσα έρχονται στη δημοσιότητα, είναι το έλασσον στην υπόθεση που με τόσο αλγεινή εντύπωση έγινε δεκτή από την κοινή γνώμη. Το μείζον ζήτημα, εν προκειμένω, είναι ότι ο ιθύνων νους όλου αυτού του εγχειρήματος, διαχειριζόταν απολύτως ανεξέλεγκτα χρηματικά ποσά που πολλοί συνάνθρωποί μας του εμπιστευόταν καλή τη πίστει επειδή θεωρούσαν ότι κατευθυνόταν στην ανακούφιση αναξιοπαθούντων συνανθρώπων τους. 

Με λίγα λόγια, ο πραγματικός μεγάλος ασθενής που αναδεικνύεται από τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά και από ανάλογες που απασχόλησαν την επικαιρότητα στο πρόσφατο και στο απώτερο παρελθόν, είναι το ελληνικό Κράτος. Το οποίο αποδεικνύεται περίτρανα ότι αδυνατεί να ασκήσει τον ρόλο του, όχι μόνον ως θεσμός κοινωνικής προστασίας των αδυνάτων αλλά και ως κατεστημένος μηχανισμός ο οποίος, κατά γενική ομολογία, έχει την αποκλειστική ευθύνη για τον έλεγχο της νομιμότητας και του ποιος κάνει τι σε αυτή τη χώρα.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Δουλοφροσύνη και συσσίτια



Είναι σκληρή άσκηση αντοχής, που μπροστά της το Survivor μοιάζει με παιδικό παιγνίδι, να προσπαθεί κανείς να παρακολουθήσει την επιχειρηματολογία με την οποία υποστηρίζουν τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης το νέο μνημονιακό πολυνομοσχέδιο που περνούν από τη Βουλή.
Χρειάζεται να διαθέτεις ατελείωτα αποθέματα ψυχραιμίας για να μείνεις απαθής όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την πλήρη αντιστροφή της λογικής, τον ευτελισμό των λέξεων και τον εξευτελισμό των ανθρώπων που με πάθος ισχυρίζονταν μέχρι πρότινος τα ακριβώς αντίθετα. Πρέπει να έχεις ατσάλινα νεύρα για να μην αντιδράσεις μπροστά στη βαθύτατη προσβολή της νοημοσύνης εκείνων προς τους οποίους απευθύνονται. 
Τους ακούς να διαβάζουν από το βήμα της Βουλής τις προκάτ ομιλίες που είναι καταφανές ότι άλλοι τους έγραψαν και αντιλαμβάνεσαι χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ότι δεν πιστεύουν λέξη από όλα όσα εκστομίζουν. Το κάνουν, άλλωστε, με τον ίδιο τρόπο που οι παλαιάς κοπής συνήγοροι οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το επαγγελματικό καθήκον να βρουν επιχειρήματα για να ελαφρύνουν τη θέση ενός καθ΄ ομολογία εγκληματία και επειδή δεν είχαν πολλά να πουν για το έγκλημα αναζητούσαν ερείσματα στην… «κακούργα κοινωνία».
Τί άλλο, εκτός από επιχείρημα «χασοδίκη» δικηγόρου, είναι ο ισχυρισμός ότι «εμείς πήραμε αυτά τα μέτρα επειδή μας εκβίασε το ΔΝΤ που είναι ο σύμμαχός μας για να πάρουμε το χρέος»; Και πώς αλλιώς μπορεί να εκληφθεί το απίθανο «παραμύθι» με τα λεγόμενα «αντίμετρα» που «είναι περισσότερα από τα μέτρα, αλλά, αν δεν μας κόψουν το χρέος, δεν θα τα εφαρμόσουμε και ας πεινάνε τα παιδάκια στα σχολεία που τους ετοιμάζουμε γεύματα για το… 2020»;   
Το πλέον εξοργιστικό, όμως, δεν είναι τόσο ότι σε όλα ανεξαιρέτως –από τον τρόπο της επείγουσας νομοθέτησης ρυθμίσεων που εκτείνονται σε εκατοντάδες σελίδες που, αφού χάθηκε ένας χρόνος σε υποτιθέμενες διαπραγματεύσεις και πρέπει τώρα να ψηφιστούν στο «άψε σβήσε» έως αυτό καθαυτό το περιεχόμενο των εκατοντάδων μέτρων που περιέχονται στο πολυνομοσχέδιο- είναι τρισχειρότεροι από τους προηγούμενους κυβερνώντες που κατηγορούν. Είναι, πολύ περισσότερο, το απροσμέτρητο θράσος με το οποίο βαφτίζουν «εξιτήριο από την επιτροπεία» το πιο υποτελές νομοθέτημα που εγκρίθηκε ποτέ από τη Βουλή των Ελλήνων.
Διότι δεν είναι μόνον ότι μας επέβαλαν και αποδεχθήκαμε επιπρόσθετα μέτρα για μετά το τέλος του τρέχοντος Προγράμματος, που λήγει το 2018, χωρίς συμπληρωματική χρηματοδότηση. Είναι, κυρίως, διότι όσο και αν ψάξει κανείς στα κοινοβουλευτικά χρονικά δεν πρόκειται να βρει δουλεπρεστέρες διατάξεις από εκείνες του άρθρου 15 του επίμαχου πολυνομοσχεδίου με τις οποίες οι ανελέητοι δανειστές αντιμετωπίζουν με τη μεγίστη ιταμότητα τους κυβερνώντες τη χώρα μας.
«Οι διατάξεις των άρθρων 3-9 (σ.σ.: πρόκειται για τα αποκαλούμενα «αντίμετρα» που υποτίθεται ότι θα αντισταθμίσουν το «τσεκούρι» στις συντάξεις) και 11-14 (σ.σ.: αφορούν σε αντίστοιχες υποσχέσεις για να «χρυσωθεί το χάπι» της δραστικής μείωσης του αφορολόγητου) τίθενται σε εφαρμογή από 1.1.2019 και 1.1.2020 αντιστοίχως, υπό την προϋπόθεση και στο βαθμό που, σύμφωνα με την εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της τελικής αξιολόγησης του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, δεν προκαλείται απόκλιση από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, όπως αυτοί καθορίζονται στο ως άνω Πρόγραμμα», αναφέρεται επί λέξει στο περί ου ο λόγος άρθρο.
Η προφανής, όμως, διάθεση των δανειστών για υποτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν σταματά εκεί. «Ο υπουργός Οικονομικών δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ανακοίνωση, στην οποία περιέχονται τα συμπεράσματα της ανωτέρω εκτίμησης», προστίθεται αμέσως μετά στο ίδιο άρθρο που θα περάσει στην Ιστορία ως μνημείο αφενός ταπεινωτικής υποδούλωσης και αφετέρου αστόχαστης δουλοφροσύνης.
Είναι προφανές ότι οι δανειστές δεν τους έχουν εμπιστοσύνη και τους τιμωρούν δι΄ εξευτελισμού για τα πελατειακά τερτίπια με τα οποία έσπευσαν να μοιράσουν μέρος του πλεονάσματος τον περασμένο Δεκέμβριο. Δεν τους ικανοποίησε προφανώς η έγγραφη συγγνώμη του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Απαίτησαν και έλαβαν έγγραφη δέσμευση από σύσσωμη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ότι δεν πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή τα αντίμετρα χωρίς την άδεια του ΔΝΤ.
Και το πιο εξευτελιστικό είναι ότι υποχρεώνουν τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών να δημοσιεύσει την εκτίμηση του ΔΝΤ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει προηγούμενο σε περιόδους πολιτικής ομαλότητας. Από την ίδρυσή του, σχεδόν πριν από δύο αιώνες, το νέο ελληνικό κράτος έζησε και άλλες φορές υπό καθεστώς χρεοκοπίας και διεθνούς οικονομικού ελέγχου ως αποτέλεσμα πτωχεύσεων και στάσης πληρωμών.
Οι Έλληνες, κακά τα ψέματα, επανειλημμένα υποφέραμε τα πάνδεινα για να ανταποκριθεί η πατρίδα τους στις υποχρεώσεις έναντι των δανειστών της. Ουδείς, ωστόσο, είχε τολμήσει μέχρι τώρα να επιβάλλει τέτοιους όρους που μόνον σε υποτελή έθνη μπορεί να επιβάλλονται. Σε έθνη τα οποία, εκτός από την –οικονομική και όχι μόνον- κυριαρχία τους, χάνουν και την αξιοπιστία τους. Σε έθνη που οι ηγεσίες τους άλλα λένε, άλλα εννοούν και άλλα κάνουν. Και που στο τέλος είναι διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να συνεχίσουν να νέμονται την εξουσία.
Έστω και αν  –με γραβάτα ή χωρίς- στέλνουν όλο και περισσότερους υπηκόους τους στα συσσίτια τα οποία μας γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Το "ανάχωμα" του Αρχιεπισκόπου



Το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι τόσο παλαιό όσο και το ελληνικό κράτος, από την ίδρυση του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ελέγχουν ενορίες, μητροπόλεις και μονές υπήρξαν αντικείμενο σκληρής διελκυστίνδας ανάμεσα στην Ιεραρχία και στους εκπροσώπους της Πολιτείας.
Εξίσου παλαιές είναι και οι κατά καιρούς συζητήσεις για την αξιοποίηση της «ιερής» περιουσίας που κάθε φορά που άνοιγαν, όξυναν τα πολιτικά πάθη και προκαλούσαν συνθήκες διχασμού στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.
Βλέπετε η εντύπωση που, καλώς ή κακώς, επικρατούσε και αναμφίβολα εξακολουθεί να επικρατεί μεταξύ της πλειονότητας των πολιτών είναι ότι «η Εκκλησία είναι ζάμπλουτη», ενώ η συνεισφορά της σε έργα φιλανθρωπίας και εν γένει στην έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης υπήρξε δυσανάλογα μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στο ύψος της περιουσίας που κατέχει. Στην εδραίωση της εντύπωσης, ή μάλλον της πεποίθησης, αυτής συνέβαλαν και τα κατά καιρούς «σκάνδαλα» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) με πρωταγωνιστές ρασοφόρους που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Έτσι, όταν τον Οκτώβριο του 2009, ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος διατύπωσε για πρώτη φορά την πρόταση να τεθεί η περιουσία της Εκκλησίας στη διάθεση της Πολιτείας, δεν ήταν λίγοι όσοι αμφισβήτησαν τις προθέσεις του ίδιου και της Ιεραρχίας. Και ίσως γι΄ αυτό σχεδόν οι πάντες είχαν ξεχάσει την αρχιεπισκοπική πρόταση μέχρι που ανακοινώθηκε, μόλις αυτές τις μέρες, η κατάθεση τροπολογίας για την ίδρυση κοινής εταιρίας του Δημοσίου και της Εκκλησίας για να αξιοποιηθεί, σε πρώτη φάση, η περιουσία που ανήκει στην Αρχιεπισκοπή.
«Κάλιο αργά, παρά ποτέ», θα πουν όσοι έχουν εικόνα από τις ατέρμονες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, ενώ αρκετοί θα χαρακτηρίσουν ημιτελές το βήμα που γίνεται, αφού η σύμπραξη που επιχειρείται αφορά μόνον ένα μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας και δεν είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο οι πάμπολλες ανά την Ελλάδα μητροπόλεις αλλά και τα ποικιλώνυμα θρησκευτικά ιδρύματα που διαθέτουν αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία.
Όπως και να έχει, ωστόσο, το πρώτο αυτό βήμα που γίνεται είναι άξιο επαίνου, πολύ περισσότερο που προβλέπεται τα έσοδα τα οποία θα προκύπτουν από την αξιοποίηση, θα κατευθύνονται, όπως τουλάχιστον ανακοινώθηκε, «από μεν την Αρχιεπισκοπή στη στήριξη και την επέκταση του κοινωνικού και φιλανθρωπικού της έργου, από το δε το Δημόσιο στη διεύρυνση των κοινωνικών υποδομών του και στην αρωγή των πλέον ευπαθών και αδύναμων συμπολιτών μας».
Η προσωπικότητα, εξάλλου, του σημερινού Αρχιεπισκόπου και ο μετριοπαθής τρόπος με τον οποίο ασκεί τα καθήκοντά του, αποτελούν την καλύτερη εγγύηση ότι το σχέδιο της αξιοποίησης θα εκπληρώσει τις προσδοκίες που μοιραία δημιουργεί σε τούτη τη δύσκολη συγκυρία της γενικευμένης κρίσης με την οποία βρισκόμαστε όλοι αντιμέτωποι.
Γιατί είναι αλήθεια και πρέπει να λέγεται ότι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και χωρίς επικοινωνιακές φανφάρες, χιλιάδες συνάνθρωποι μας βρίσκουν καθημερινά αρωγή, μέσα κυρίως από τα ενοριακά συσσίτια, χωρίς μισαλλόδοξους διαχωρισμούς και κατ΄ εφαρμογήν της απόλυτα χριστιανικής ρήσης του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην…».
Το μεγάλο κενό που δυστυχώς αφήνει η δραματική υποχώρηση του κράτους πρόνοιας κάποιος πρέπει να το καλύψει. Και για όσο η ίδια η Πολιτεία, αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της, όπως αδυνατούν και άλλες κοινωνικές συλλογικότητες, καλύτερο υποκατάστατο από την Εκκλησία δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της φιλανθρωπικής δράσης της Εκκλησίας, όπως προωθείται από τον κ. Ιερώνυμο και τους συνεργάτες του, αποτελεί το καλύτερο «ανάχωμα» στην επέλαση των δυνάμεων του σκοταδιστικού μίσους και του διχασμού, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την ανέχεια δεν διστάζουν να προσβάλουν παντοιοτρόπως την ανθρώπινη υπόσταση όσων υποτίθεται ότι θέλουν να ανακουφίσουν, οργανώνοντας δήθεν διανομές τροφίμων σε κεντρικές πλατείες και σε «ζωντανή» τηλεοπτική κάλυψη.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 2.8.2013)